Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 4ο



Το βλέμμα μου πέφτει στο ρολόι. Περάσανε κιόλας δυο ώρες; Ούτε που το κατάλαβα. Το βιβλίο ήταν πολύ ενδιαφέρον κι έμαθα αρκετά πράγματα που δεν τα ήξερα. Παραδείγματος χάριν, ούτε που είχα φανταστεί πως ο Αλκιβιάδης υπήρξε μαθητής του Σωκράτη. Τώρα το γνωρίζω.
Το βιβλίο είναι μικρό και πρόλαβα και διάβασα σχεδόν το ένα τρίτο του. Θα καθόμουν να διαβάσω και το υπόλοιπο αλλά αποφασίζω να σταματήσω τώρα. Ρίχνω μια ματιά έξω από το παράθυρο. Η βροχή έχει σταματήσει. Ο ουρανός είναι πεντακάθαρος σε όλο το οπτικό μου πεδίο και οι σκιές των πολυκατοικιών διαγράφονται έντονα. Αρκετό διάβασμα για σήμερα. Το ποτήρι του καφέ στέκεται άδειο, στο τραπεζάκι ακριβώς δίπλα μου.
Ώρα για γυμναστική. Εδώ και λίγες εβδομάδες έχω ξεκινήσει να γυμνάζομαι μόνος στο σπίτι. Ακολουθώ ένα πρόγραμμα που διάβασα σε ένα περιοδικό, ενός αμερικάνου ηθοποιού που σε μένα ήταν άγνωστος πριν διαβάσω το άρθρο. Η Κυριακή κανονικά είναι μέρα ξεκούρασης, για αυτό κι εγώ δεν θα κάνω πολλά σήμερα. Κοιλιακούς, ραχιαίους και κάμψεις μέχρι τελικής πτώσεως, ύστερα διατάσεις και τέλος.
Ύστερα από λίγη ώρα, έχω ολοκληρώσει και τη γυμναστική. Πιάνω το κινητό μου με σκοπό να καλέσω το νούμερο της Ελένης. Το αφήνω, σκέφτομαι πως είναι πολύ νωρίς ακόμη για να έχει ξυπνήσει. Πιθανότατα θα είχε μείνει μέχρι αργά έξω χθες το βράδυ. Ίσως και να ήταν στην ίδια παρέα με τον Τάσο. Αυτό το γλοιώδες υποκείμενο τη φλερτάρει διακριτικά αλλά ασταμάτητα όταν την πετύχει μόνη της, αν και ξέρει πως είναι μαζί μου.
Αν δεν σταματήσει αυτό το άθλιο παιχνίδι σύντομα, είναι βέβαιο πως κάποια από αυτές τις μέρες θα τον χτυπήσω. Αν και παραδέχομαι πως είμαι άξιος της μοίρας μου, μιας και ακόμη υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες εξαφανίζομαι τα σαββατόβραδα.
Αλλά από σήμερα τέλος όλα αυτά. Το νιώθω. Δεν ξέρω από που προέρχεται αυτό το συναίσθημα, αλλά είμαι σίγουρος πως σήμερα είναι μια μέρα διαφορετική από όλες τις προηγούμενες. Το νιώθω στον αέρα, σχεδόν.
Μια νέα ζωή ξεκινάει.
Αρχίζω και ντύνομαι στα γρήγορα. Αν και η μέρα εμφανίζεται ηλιόλουστη, νιώθω σίγουρος πως όποιος ξεγελαστεί από τον ήλιο και ντυθεί ελαφριά θα το μετανιώσει. Λογικά έξω αυτή τη στιγμή κάνει παγωνιά. Έτσι, επιλέγω από τα ζεστά μου ρούχα. Τα μαύρα μποτάκια που είχα αγοράσει τον Φεβρουάριο. Ένα σκούρο μπλε τζιν παντελόνι, ένα χοντρό πουλόβερ με διάφορα χρώματα και σχέδια. Από πάνω φοράω το πιο βαρύ από τα μπουφάν μου, που το κρατάω ειδικά για τέτοιες κρύες ημέρες. Βρίσκω και τα γάντια μου και τα φοράω και αυτά.
Βγαίνω έξω. Η θερμοκρασία είναι όντως πολύ χαμηλή, παρά τη λιακάδα. Σε αυτό συντελεί κι ο παγωμένος βοριάς, που σε χτυπάει στο πρόσωπο και τον νιώθεις σα να σε ξυρίζει. Ο δρόμος δεν έχει ζωή σήμερα. Η γειτονιά μου είναι λίγο απομονωμένη, αλλά ακόμη κι έτσι, πολλές φορές υπάρχουν παιδιά έξω που τρέχουν εδώ κι εκεί για ώρες, παίζοντας διάφορα αυτοσχέδια παιχνίδια, γελώντας και φωνάζοντας και ξεχνώντας όλα τα υπόλοιπα.
Σήμερα δεν υπάρχει κανένα από τα συνηθισμένα παιδιά. Μάλλον οι μητέρες τους φοβήθηκαν το κρύο και δεν τα αφήσανε να βγούνε. Υπερπροστατευτικές με τα τέκνα τους, όπως είναι και το συνηθισμένο για τον έλληνα γονέα.
Ξεκινάω να περπατάω με γρήγορο βήμα, με κατεύθυνση προς το κέντρο της πόλης. Σκοπός είναι να πάρω ένα περιοδικό και να καθίσω σε μια καφετέρια, να πιω κάτι ζεστό και να διαβάσω αυτό που πήρα. Αν βρω και κάποιον από τους φίλους, ακόμη καλύτερα. Το περιοδικό θα περιμένει για το απόγευμα. Βλέπω την ανάσα μου να βγαίνει από το στόμα μου. Τελικά όντως κάνει πολύ κρύο.
Ένα σύννεφο ανησυχίας αρχίζει και καλύπτει την καλή διάθεση που έχω από την ώρα που ξύπνησα. Δεν μπορώ να εντοπίσω την αιτία του γεγονότος αυτού. Δεν έχω αντιληφθεί κάτι έξω από τα συνηθισμένα, κάτι που να εξηγεί αυτό το αίσθημα. Αλλά η καλύτερη περιγραφή για αυτό που νιώθω είναι αυτή: όπως ένα λεπτό σύννεφο περνάει μπροστά από τον ήλιο και το φως ελαττώνεται στη στιγμή, έτσι και αυτή η ανησυχία ξαφνικά κάλυψε ένα μέρος από την διάθεση.
Βγαίνω σε έναν πιο κεντρικό δρόμο. Τις καθημερινές, μπορεί να χρειαστεί να περιμένω αρκετή ώρα μέχρι να τον διασχίσω, καθώς συνήθως κατακλύζεται από διερχόμενα αυτοκίνητα. Σήμερα, περνάω κατευθείαν στο απέναντι πεζοδρόμιο, μιας και δεν φαίνεται τίποτε να κινείται.
Πολλή ησυχία επικρατεί σήμερα. Περίεργο. Θα περίμενα πως δεν είμαι ο μόνος που θα εκμεταλλεύονταν την ηλιόλουστη μέρα για καφέ και για περίπατο. Μάλλον οι συμπολίτες μου αγαπάνε υπερβολικά τη ζέστη των σπιτιών τους και δε θα την εγκαταλείψουν με ευκολία.
Φτάνω στο κατάστημα με τις τυρόπιτες στη γωνία. Τις Κυριακές εργάζεται η Ειρήνη, που είναι ένα από τα πρώτα άτομα που γνώρισα όταν μετακόμισα εδώ, πριν από πέντε χρόνια. Μια κοπέλα στην ηλικία μου που κατάγεται από ένα γειτονικό χωριό, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, ανεξάρτητα από ημέρα και ώρα. Και τα παιδάκια της είναι κι αυτά αξιολάτρευτα. Δυο δίδυμα, αγοράκι και κοριτσάκι, θα είναι γύρω στα 3 τώρα πια.
Περνάω μπροστά από το τυροπιτάδικο. Κοιτάζω μέσα, μήπως δω μέσα την Ειρήνη και την χαιρετίσω. Το κατάστημα όμως είναι άδειο. Δοκιμάζω να ανοίξω την πόρτα. Είναι κλειδωμένη.
Η Ειρήνη μου είχε πει πως ένα από τα σαββατοκύριακα αυτά, παντρεύεται η κόρη του αφεντικού. Για ποιο μου είχε πει όμως, για το επόμενο ή για αυτό; Δεν θυμάμαι να πω με βεβαιότητα. Ίσως και να ήταν χθες ο γάμος. Αυτό θα εξηγούσε το γεγονός πως το κατάστημα είναι κλειστό τέτοια ώρα. Ίσως το αφεντικό αποφάσισε να το γλεντήσει μέχρι αργά.
Ίσως το κατάστημα να έχει ανοίξει πιο μετά, όταν επιστρέφω. Συνεχίζω το περπάτημα. Στο μυαλό μου έρχεται ένα πρόβλημα μη γραμμικής άλγεβρας που με παίδευε τις προάλλες. Είχα ξοδέψει αρκετές ώρες προσπαθώντας επίμονα να το λύσω και δεν κατάφερα τίποτα. Δεν μου αρέσει αυτό, γενικά. Να προσπαθώ να βρω τη λύση σε ένα πρόβλημα και να μην το καταφέρνω. Θα επιμείνω, μέχρι να το λύσω τελικά.
Αρχίζω μέσα στο μυαλό μου και δοκιμάζω διαφορετικά μονοπάτια που οδηγούν από την αρχική κατάσταση στην τελική, δηλαδή στη λύση. Είμαι καλός σε αυτό. Το μειονέκτημα είναι πως όταν είμαι απορροφημένος σε αυτή τη διαδικασία, χάνω σχεδόν ολοκληρωτικά την επαφή μου με το περιβάλλον.
Δεν ξέρω πόση ώρα περπατώ, χαμένος στις σκέψεις μου. Μάλλον αρκετή. Απορροφημένος καθώς είμαι, χτυπάω με το αριστερό πόδι μου σε ένα μικρό κολωνάκι, από τα αρκετά που υπάρχουν στην περιοχή με σκοπό να αποτρέπουν το παρκάρισμα. Το σοκ του χτυπήματος με επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Κοιτάζω τριγύρω. Έχω ήδη φτάσει στην κεντρική πλατεία της πόλης. Μπροστά μου, υπάρχει μια πιάτσα ταξί. Στα αριστερά μου και μερικά σκαλοπάτια παραπάνω, εδώ και μερικούς μήνες είναι κατασκευασμένη μια μικρή παιδική χαρά. Λίγα μέτρα παραπέρα, ένα συντριβάνι που όμως φαίνεται να μη λειτουργεί. Στα δεξιά μου, όπως και στην πάνω πλευρά της πλατείας, μια σειρά από καφετέριες. Ακόμη και στη χειρότερη μέρα, το μέρος εδώ σφύζει από ζωή. Από παιδιά να τρέχουν εδώ κι εκεί γύρω από την παιδική χαρά, υπό τα βλέμματα των γονιών τους. Από παρέες όλων των ηλικιών, κατευθυνόμενες προς τη μια ή την άλλη καφετέρια. Από νεαρούς που περπατούν μπρος πίσω νευρικά επειδή περιμένουν κάποιον που έχει καθυστερήσει στο ραντεβού τους, ίσως χτυπώντας τα πόδια τους στο μαρμάρινο δάπεδο.
Και ξαφνικά, ορμητικά έρχεται στο μυαλό μου η συνειδητοποίηση του τι προκάλεσε αυτό το ανεξήγητο σύννεφο ανησυχίας που είχα αντιληφθεί νωρίτερα.
Περπατάω για πολύ ώρα και δεν έχω συναντήσει ούτε έναν διαβάτη, ούτε ένα αυτοκίνητο να κινείται.
Μια γρήγορη ματιά στην, κανονικά, πιο πολυσύχναστη από τις καφετέριες, επιβεβαιώνει αυτή τη σκέψη. Δεν υπάρχει ίχνος ζωής μέσα σε αυτή.
Νιώθω έναν ξαφνικό τρόμο κι αισθάνομαι τα πόδια μου περίεργα. Σα να μην είναι πια ικανά να σηκώσουν το βάρος μου. Πέντε μέτρα μακριά από μένα, μπροστά και αριστερά μου, βρίσκεται ένα μεταλλικό παγκάκι. Κινούμαι προς αυτό όσο πιο γρήγορα μπορώ και σωριάζομαι πάνω του βαριά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου