Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 11ο



Φτάσαμε στο αυτοκίνητο και μπήκαμε μέσα. Επιχείρησα να το ξεκινήσω. Δεν έπαιρνε μπροστά. Ξανά και ξανά. Στο μυαλό μου ήρθε μια βρισιά. Τη συγκράτησα, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν βγει από το στόμα μου. Μέχρι μερικές ώρες νωρίτερα δεν ήξερα τη Μαρία, αλλά ήδη ένιωθα στοργή για αυτή. Σκέφτηκα πως δεν θα ήθελα να με ακούει να βρίζω με το παραμικρό.
«Έχει κάτι το αυτοκίνητο και δεν ξεκινάει;» ρώτησε η μικρή. Η φωνή της πρόδιδε πως ήταν αγχωμένη.
«Το κάνει καμία φορά. Ειδικά όταν έχει κρύο, μερικές φορές δεν ξεκινάει εύκολα. Μη φοβάσαι», της είπα.
Δοκίμασα ξανά. Τίποτε.
Εκείνη τη στιγμή, άρχισα να αγχώνομαι κι εγώ. Το σπίτι της Μαρίας ήταν γύρω στα τρία χιλιόμετρα μακριά από τη θέση μας. Ήταν πολύ μεγάλη απόσταση για να την κάνουμε περπατώντας, ειδικά με το χτυπημένο μου πόδι. Και φυσικά, δεν με ενέπνεε η ιδέα του να περπατάμε στα σκοτεινά, με μοναδικό φως αυτό του κινητού μου. Σκέφτηκα πως τουλάχιστον μέχρι να βρούμε κανονικούς φακούς, θα έπρεπε να κάνω οικονομία στην μπαταρία.
Το τελευταίο που θα ήθελα εκείνη τη στιγμή, θα ήταν να τελείωνε και η μπαταρία και να μέναμε μόνοι, μέσα στο σκοτάδι και τη σιωπή. Μέσα σε μια πόλη, που όπως όλα έδειχναν, οι μόνοι που είχαμε απομείνει ήταν το κοριτσάκι αυτό κι εγώ.
Όχι. Αυτό θα ήταν μια γερή δοκιμασία για τα νεύρα μου. Μια δοκιμασία, στην οποία πίστευα πως θα αποτύγχανα.
Κράτησα την αναπνοή μου και δοκίμασα ξανά να ξεκινήσω το αυτοκίνητο. Δυσκολεύτηκε…
…αλλά αυτή τη φορά ξεκίνησε. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης ξέφυγε από τα χείλη μου. Από τη θέση του συνοδηγού, η Μαρία χειροκρότησε ενθουσιασμένη.
«Ναι! Φεύγουμε από το μαύρο μέρος!» αναφώνησε, προκαλώντας μου έκπληξη εκ νέου, μιας και έδωσε μια τόσο απλή αλλά ακριβή περιγραφή για τον σκοτεινό σταθμό.
Επιστρέψαμε στο σπίτι της Μαρίας. Ανεβήκαμε πάνω, με περισσότερη δυσκολία, μιας και το πόδι πονούσε περισσότερο όσο περνούσε η ώρα. Σκέφτηκα πως έπρεπε να του βάλω πάγο σύντομα. Ακόμη πιο επιτακτική όμως, ήταν η ανάγκη να ανάψω τη φωτιά.
Κι επίσης, θα έπρεπε να βρω έναν φακό για να κυκλοφορώ. Η ένδειξη για το επίπεδο της μπαταρίας του κινητού μου, έπεσε στις δυο γραμμές.
Υπενθύμισα στον εαυτό μου πως πρέπει να κινούμαι ένα βήμα τη φορά. Αποφάσισα πρώτα να ασχοληθώ με το τζάκι και τη φωτιά.
«Μαρία, που υπάρχουν ξύλα για να το ανάψουμε;» ρώτησα.
«Νομίζω, κάτω έχει», απάντησε η Μαρία, ζαρώνοντας τη μύτη της σα να προσπαθούσε να σκεφτεί πιο γρήγορα.
«Πάμε να μου δείξεις;» πρότεινα.
Η κατάβαση ήταν πιο επίπονη, λόγω του τραυματισμού μου. Κι η ανάβαση ακόμη χειρότερη, που είχα και την αγκαλιά μου γεμάτη καυσόξυλα. Έδωσα και δυο μικρότερα στη Μαρία να ανεβάσει, για να νιώθει κι αυτή πως βοηθάει λίγο. Τα πήρε κι ανέβαινε τα σκαλοπάτια μπροστά μου, ενώ είχε κατεβασμένο το κεφάλι και ήταν σκεπτική. Γυρνούσε και με κοιτούσε συνέχεια, καθώς ανέβαινα αργά και προσπαθούσα να μην κουτσαίνω.
Άναψα τη φωτιά στο τζάκι με ευκολία. Ευτυχώς που στις τελευταίες επισκέψεις στο οικογενειακό μας σπίτι στο χωριό, αναλάμβανα μόνος μου να κάνω αυτή τη δουλειά κι έτσι είχα μια εξοικείωση με ξύλα και προσανάμματα.
Εκείνη τη στιγμή, αναρωτήθηκα για μια στιγμή για το πώς να είναι η οικογένειά μου. Αν είναι καλά ή αν έχουν εξαφανιστεί και αυτοί. Το σκέφτηκα για λίγο και ύστερα με πόνο ψυχής, αποφάσισα πως, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσα να κάνω τίποτε για να μάθω το τι έχουν απογίνει.
Ή, το τι έχει απογίνει ο οποιοσδήποτε από αυτούς που είναι εξαφανισμένοι.
Πολύ σύντομα, μια μεγάλη φλόγα φώτιζε και ζέσταινε το καθιστικό του μεγάλου αυτού διαμερίσματος. Πήγα στο δωμάτιο της Μαρίας και της έφερα κι άλλες κούκλες για να κρατηθεί απασχολημένη. Ύστερα, κατέβηκα ξανά στο υπόγειο κι έφερα ακόμη περισσότερα καυσόξυλα. Λογικά, με όσα είχαμε θα βγάζαμε ολόκληρο το βράδυ.
Κοίταξα την πόρτα. Μια τυπική, ενισχυμένη, πόρτα ασφαλείας. Ήμασταν τυχεροί που η Μαρία είχε μαζί της τα κλειδιά όταν την συνάντησα για πρώτη φορά. Αν δεν τα είχε πάρει, θα ήταν απίθανο να καταφέρναμε να την ανοίξουμε. Αντιδρώντας σε μια ξαφνική παρόρμηση, την κλείδωσα. Ένιωσα λίγο περισσότερη ασφάλεια, όταν οι περιστροφές του κλειδιού ολοκληρώθηκαν.
Και ύστερα, ήρθε η ώρα του φαγητού. Στο ψυγείο, είχε διάφορα υλικά αλλά τίποτε μαγειρεμένο. Δεν είχα διάθεση να καθίσω να ετοιμάσω κάποιο γκουρμέ πιάτο. Βρήκα τυλιγμένο με μια πετσέτα σε ένα καλαθάκι, ένα καρβέλι ψωμί που φαίνονταν σπιτικά ζυμωμένο. Βρήκα και κάποιες κονσέρβες με όσπρια. Αυτά πίστευα πως θα ήταν αρκετά για ένα δείπνο ανάγκης.
Αλλά όπως αποδείχθηκε, υπολόγιζα χωρίς τον ξενοδόχο, που εκείνο το βράδυ λέγονταν Μαρία.
«Φάε τουλάχιστον δυο κουταλιές και λίγο ψωμί», της ξαναλέω. Εκπλήσσω τον εαυτό μου με τη συμπεριφορά μου. Όσο περνάει η ώρα, ακούγομαι όλο και περισσότερο σα να είμαι ο πατέρας της.
Η σκέψη αυτή παραλίγο να μου φέρει γέλια. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να ακούσω τι θα έλεγε η Ελένη, αν μπορούσε να με δει αυτή τη στιγμή. Το κύριο παράπονό της από τη συμπεριφορά μου – και η πιο συχνή αιτία καυγάδων μας – είναι πως πολύ συχνά φέρομαι όχι σαν άντρας της ηλικίας μου, αλλά σαν ένα ανώριμο αγοράκι.
Σήμερα, νομίζω πως αν μπορούσε να με δει θα άλλαζε γνώμη.
Σκέφτομαι γεμάτος πίκρα για μια στιγμή πόσο θα ήθελα να μπορούσε να με δει, και ύστερα στρέφω την προσοχή μου στο πεισμωμένο κορίτσι που με κοίταζε.
«Όχι», απαντάει απλά η Μαρία, με ύφος που δείχνει πως δύσκολα θα την πείσω να αλλάξει γνώμη.
Αλλά αυτό το σκασμένο παιδί γιατί επιμένει να μην θέλει να φάει;
«Δεν μπορώ να σου μαγειρέψω τίποτε άλλο αυτή τη στιγμή. Αυτά έχουμε και πρέπει να τα φας!» λέω κι ο τόνος της φωνής μου αφήνει τα νεύρα μου να φανούν.
Η Μαρία με κοιτάζει. «Μπορώ να φάω κουλουράκια;» ρωτάει διστακτικά.
Το ύφος της με ηρεμεί. Ναι, ίσως να είναι καλή ιδέα. Ή μπορεί να κάνουμε μια συμφωνία.
«Έχετε κουλουράκια; Δείξε μου που τα έχετε», της λέω.
Σηκώνεται από την καρέκλα της.
«Έλα», με προτρέπει. Πιάνω το κινητό, ενεργοποιώ τον φακό και την ακολουθώ. Πάμε στην κουζίνα. Μου δείχνει ένα από τα ντουλάπια της πάνω σειράς.
«Η μαμά τα βάζει εκεί για να μην τα φτάνω. Αν τα βρω, τρώω πολλά μαζί!» μου ανακοινώνει με μια δόση περηφάνιας. Μάλλον της αρέσουν υπερβολικά, αν κρίνω από το πόσο ψηλά είναι.
Ανοίγω το ντουλάπι. Στο κάτω ράφι, έχει διάφορα πακέτα με ζυμαρικά και όσπρια. Στο επάνω, βλέπω διάφορα μεταλλικά και πλαστικά σκεύη. Μάλλον κάποιο από αυτά θα περιέχει τα αγαπημένα κουλουράκια της Μαρίας. Αυτό είναι πολύ ψηλά για να το φτάσω. Πρέπει να ανεβώ κάπου.
Κοιτάζω τριγύρω και το βλέμμα μου πέφτει σε μια μεταλλική καρέκλα που ήταν εκεί. Ναι, αυτή είναι ό, τι πρέπει. Την φέρνω μπροστά από το ντουλάπι, ενώ συγχρόνως εξετάζω την ιδέα, να προτείνω στη Μαρία, για κάθε κουταλιά όσπρια που τρώει, να της δίνω κι από ένα κουλουράκι. Μετά, ένα ποτήρι γάλα και θα είναι εντάξει για απόψε. Χαμογελάω γιατί ξανά μου έρχεται στο μυαλό πως φέρομαι εντελώς σα να είμαι γονιός της.
Κι αμέσως μορφάζω από τον πόνο, γιατί ξεχάστηκα, ανέβηκα χαλαρός στο έπιπλο και πίεσα το πονεμένο μου πόδι.
Τώρα που το θυμήθηκα, πρέπει να κοιτάξω αν υπάρχει πάγος. Ήδη έχω καθυστερήσει αρκετά να βάλω στο πόδι μου. Το λογικό αποτέλεσμα θα είναι να πρηστεί άσχημα και να υποφέρω αργότερα. Αυτό πραγματικά δεν το χρειάζομαι τη συγκεκριμένη στιγμή.
Κοιτάζω στο ντουλάπι, βγάζω ένα μεταλλικό σκεύος. Ανοίγω το σκέπασμα. Πράγματι, αυτό είναι που έχει τα κουλουράκια. Το κλείνω ξανά και είμαι έτοιμος να κατέβω από την καρέκλα.
Εκείνη τη στιγμή, κάτι μου φαίνεται πως βλέπω μέσα στο ντουλάπι. Ανεβάζω ξανά το κινητό και φωτίζω το εσωτερικό του μικρού χώρου. Το θέαμα που βλέπω είναι απίστευτο και ανεξήγητο. Νιώθω πως τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα από την έκπληξη. Αμέσως μετά, ακολουθεί και το στόμα μου.
Όπως είδα και με την πρώτη ματιά, μέσα στο ντουλάπι υπάρχει μια στοίβα από μπολ. Άλλα είναι πλαστικά και άλλα μεταλλικά. Αρχικά η στοίβα έπιανε όλο το ύψος του ραφιού. Όταν έβγαλα ένα, το ύψος της στοίβας χαμήλωσε. Κανονικά, θα έπρεπε τώρα να βλέπω το πίσω μέρος του ντουλαπιού.
Αντί αυτού όμως, βλέπω μια μαύρη επιφάνεια. Δεν μπορώ να την περιγράψω. Πιάνω κι άλλο ένα μπολ στο χέρι μου για να την δω καλύτερα. Σηκώνω το κινητό και τη φωτίζω με τη δέσμη του φωτός. Η μαύρη επιφάνεια δεν αντανακλάει καθόλου το φως. Αντίθετα, δείχνει να το απορροφάει.
Μου φαίνεται σα να κοιτάζω μέσα σε μια πολύ βαθιά τρύπα, μια που δεν φαίνονται τα τοιχώματά της. Κάτι που φυσικά είναι αδύνατο να υπάρχει μέσα σε μια ντουλάπα ενός διαμερίσματος σε όροφο πολυκατοικίας.
Μου δημιουργείται η ιδέα να απλώσω το χέρι και να ψηλαφήσω τη μαύρη επιφάνεια. Ξεκινάω να το κάνω, αλλά στην πορεία αποφασίζω πως δεν είναι καλή ιδέα. Δεν ξέρω τι είναι αυτό, ούτε καν γιατί υπάρχει. Φευγαλέα περνάει από το μυαλό μου η εικόνα από κάτι άγνωστο που παραφυλάει πίσω από αυτή την επιφάνεια, περιμένοντας να απλώσω το χέρι μου για να μου το αρπάξει.
Αυτό με αποθαρρύνει οριστικά. Κατεβαίνω από την καρέκλα και ξανά ξεχνιέμαι και πατάω με δύναμη στο πονεμένο μου πόδι. Στο μυαλό μου αναπαράγω ακόμη αυτό που είδα μέσα στο ντουλάπι. Σχεδόν σωριάζομαι κάτω από τον ξαφνικό πόνο.
«Εϊ! Τι έχεις; Είσαι καλά;» ακούω τη Μαρία να ρωτάει. Την κοιτάζω και βλέπω πως έχει απλωμένα τα χέρια της προς το μέρος μου. Προφανώς ανυπομονεί να της δώσω μερικά από τα κουλουράκια που κρατάω.
«Καλά είμαι. Απλά κάτι σκεφτόμουν», λέω ψέματα. «Έλα, πάμε ξανά να καθίσουμε ξανά μπροστά στο τζάκι».
«Δώσε μου κουλουράκια!» λέει.
«Θα κάνουμε μια συμφωνία», απάντησα, δίνοντας λόγια στις σκέψεις μου. «Για κάθε κουταλιά φασόλια που θα φας, θα σου δίνω κι ένα κουλουράκι. Όχι παραπάνω», της λέω και την βλέπω να κατσουφιάζει αυτόματα.
«Μόνο κουλουράκια!» λέει με πείσμα.
«Όχι μόνο κουλουράκια. Όπως σου είπα», ξαναλέω, προσπαθώντας να φανώ σταθερός και αμετακίνητος στη θέση μου. Χαμογελάω λίγο. «Άντε, αν είσαι καλό κορίτσι, για κάθε κουταλιά θα σου δώσω δυο κουλουράκια».
Μάλλον η δεύτερη πρότασή μου της είναι πιο αρεστή, γιατί ένα μικρό χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της.
Ξαναγυρίζουμε μπροστά στο τζάκι, όπου η Μαρία τρώει συνολικά τέσσερις κουταλιές φασόλια και έξι κουλουράκια. Εκεί μου είπε πως χόρτασε και δεν θέλει άλλα. Εγώ απαντούσα αφηρημένα. Το μυαλό μου επέστρεφε συνεχώς στα παράδοξα της ημέρας, και ειδικά στην ομίχλη που δεν μου επέτρεψε να απομακρυνθώ από την πόλη, καθώς και στην μαύρη επιφάνεια, πίσω από τα μπολ και μέσα στο ντουλάπι.
Όχι, δεν ήταν επιφάνεια. Ήταν τρύπα. Κατά κάποιον τρόπο τον οποίο δεν καταλαβαίνω, υπήρχε μια τρύπα, τόσο μεγάλη ώστε να μην φαίνονται ούτε τα τοιχώματά της, ούτε το τέλος της. Είμαι σίγουρος πως έτσι είναι.
Τι διάολο συμβαίνει στην πόλη γύρω μου; Και με ποιον τρόπο θα μάθω κάτι για το γίνεται και τι το προκάλεσε;

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 10



Ανεβήκαμε τρία σκαλοπάτια που υπήρχαν ακριβώς μετά την εξώπορτα. Το φως της ημέρας μειώνονταν γρήγορα. Στο κλιμακοστάσιο επικρατούσε ημίφως. Πάτησα ένα κουμπί και ο χώρος λούστηκε από το φως των λαμπτήρων που υπήρχαν στους διαδρόμους.
Είχα ξαναέρθει εδώ πιο παλιά και ήξερα πως το στούντιο που έψαχνα ήταν στον δεύτερο όροφο του κτηρίου. Ανεβήκαμε γρήγορα τις σκάλες και βρήκα την αίθουσα που έψαχνα. Μπήκαμε μέσα και άναψα τα φώτα. Κι εκεί ο χώρος ήταν έρημος. Διαπίστωσα προς ο χώρος βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του ορόφου. Ένα μεγάλο παράθυρο υπήρχε μπροστά μου, με θέα την πόλη. Κοίταξα για λίγο προς εκείνη την κατεύθυνση. Η νύχτα έπεφτε γοργά και τα δημόσια φώτα είχαν ήδη ανάψει.
Ενεργοποίησα δυο υπολογιστές που βρήκα μέσα στο δωμάτιο. Περίμενα με την ελπίδα μου να αυξάνεται καθώς προχωρούσε η εκκίνησή τους, αλλά απογοητεύτηκα όταν είδα πως χρειάζονταν κωδικό για να εισέλθουν στα Windows. Δοκίμασα μερικούς συνδυασμούς στην τύχη, αλλά η απόπειρά μου δεν είχε αποτέλεσμα. Βρήκα μερικές κονσόλες μίξης ήχου και τις κοίταξα. Δεν κατάλαβα και πολλά σχετικά με τη λειτουργία τους. Δύσκολα τα πράγματα.
Η Μαρία περπατούσε εδώ κι εκεί και περιεργάζονταν το ένα ή το άλλο. Υπό άλλες συνθήκες, θα μου άρεσε να βλέπω ένα παιδάκι να έχει περιέργεια, να ψάχνει έναν νέο χώρο και να περιεργάζεται νέα αντικείμενα.
Εκείνη τη στιγμή, το μόνο που κατάφερε ήταν να με εκνευρίσει. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ.
«Μαρία, βρες μια καρέκλα και κάθισε κάτω τώρα, σε παρακαλώ», της είπα, όσο πιο ήρεμα μπορούσα. Όπως το σκέφτομαι τώρα, μάλλον δεν το είπα αρκετά ήρεμα. Η Μαρία σταμάτησε απότομα τις βόλτες και με κοίταξε με τρομαγμένο ύφος. Χωρίς να βγάλει μιλιά, πήγε και κάθισε σε μια περιστρεφόμενη καρέκλα που ήταν δίπλα της. Είδα το ύφος με το οποίο με κοίταζε κι ο εκνευρισμός μου πέρασε αυτοστιγμεί.
«Συγνώμη που σου μίλησα απότομα», είπα και έστρεψα ξανά την προσοχή μου στις κονσόλες. Η Μαρία δεν απάντησε, απλά την ένιωσα πως συνέχισε να με κοιτάζει με το ίδιο ύφος.
Ύστερα από ένα δεκάλεπτο που πέρασα ψάχνοντας να αποκρυπτογραφήσω το τι κάνει το κάθε χειριστήριο, αποφάσισα πως κάτι έπρεπε να δοκιμάσω. Το μήνυμα σίγουρα δεν θα αποσταλεί αν το μόνο που κάνω όλη την ώρα είναι να κοιτάζω τα κουμπιά.
Αλλά από πού να ξεκινούσα; Κοίταξα τριγύρω νιώθοντας εντελώς ανήμπορος. Καταλάβαινα πως η ιδέα της εκπομπής ήταν υπερβολικά αισιόδοξη.
Δοκίμασα και πάτησα στην τύχη ένα κόκκινο κουμπί, που ήταν σε περίοπτη θέση στην κονσόλα που βρίσκονταν ακριβώς μπροστά μου. Δεν συνέβη απολύτως τίποτε. Γύρισα έναν διακόπτη στο ON. Ούτε αυτό είχε κάποιο αποτέλεσμα.
Γύρισα προς τη Μαρία με σκοπό να της πω πως τελειώσαμε και είναι ώρα να φύγουμε.
Εκείνη τη στιγμή, έσβησαν τα φώτα. Η έντονη φωταγώγηση που έλουζε τον χώρο, στη στιγμή αντικαταστάθηκε από ένα σκοτάδι πνιγηρό στην απολυτότητά του. Ένιωσα χαμένος. Κοίταξα αριστερά και δεξιά, μήπως εντοπίσω κάποιο φως ανάγκης που θα με βοηθούσε να ανακτήσω τον προσανατολισμό μου, αλλά δεν υπήρχε τίποτε. Μόνο ένα μαύρο κενό.
«Βασίληηηηηηηηηηηηηηη!» άκουσα τη φωνή της Μαρίας μια στιγμή αργότερα. Πρέπει να ήταν τρομοκρατημένη.
«Εδώ είμαι, μη φοβάσαι!» απάντησα. «Περίμενε λίγο, να ανάψω το κινητό μου. Θα φωτίσει αρκετά ώστε να δω που είσαι έρθω να σε πάρω. Φεύγουμε από εδώ».
«Φοβάμαι!» τσίριξε.
«Εδώ είμαι», επανέλαβα καθώς έψαχνα τις τσέπες μου να βρω το κινητό μου. «Μισό λεπτό μόνο».
Το βρήκα. Ευτυχώς που αυτή τη φορά δεν το είχα ξεχάσει στο αυτοκίνητο. Έχει λειτουργία φακού και αυτή θα φανεί χρήσιμη. Το άναψα και μια φωτεινή δέσμη δημιουργήθηκε. Έκανα ένα γύρο ψάχνοντας να βρω τη Μαρία. Μόλις την φώτισε η δέσμη, το προσωπάκι της στολίστηκε από ένα χαμόγελο.
Ταυτόχρονα, μέσα μου έβριζα για τη βλακεία μου να πάμε εκεί. Δεν είχα ιδέα πώς να λειτουργήσω τον εξοπλισμό αυτό. Είχα υπερεκτιμήσει τις τεχνικές μου γνώσεις, σε μια προσπάθεια να βρω κάποια πορεία δράσης ώστε να προχωρήσω στην αλλόκοτη κατάσταση στην οποία βρίσκομαι.
Ή μάλλον, όπως θυμήθηκα, στην οποία βρισκόμαστε. Γιατί θα έπρεπε να φυλάξω και αυτό το παιδάκι που βρέθηκε στο δρόμο μου.
Ίσως κάτι από αυτά που έκανα στην τύχη να είχε προκαλέσει την πτώση κάποιων ασφαλειών και αυτός θα ήταν ο λόγος που είχαμε τυλιχθεί στο σκοτάδι. Τουλάχιστον, έτσι πίστευα μέχρι που το βλέμμα μου πέρασε από το παράθυρο. Πάγωσα μόλις αντιλήφθηκα τι είχα δει. Έσβησα στιγμιαία το φακό του κινητού και ξανακοίταξα προς το παράθυρο.
«Γιατί έσβησες το φως;» παραπονέθηκε η Μαρία. Δεν απάντησα. Είχα μείνει να κοιτάζω προς τα έξω από το παράθυρο. Είχα δει σωστά την πρώτη φορά.
Κανονικά εκείνη τη στιγμή θα έπρεπε να αντικρίζω τα φώτα της πόλης, όπως τα έβλεπα όταν μπήκαμε στο στούντιο.
Αντί αυτών, μπροστά μου απλώνονταν ένα απόλυτο σκοτάδι. Στο οπτικό μου πεδίο, δεν υπήρχε η παραμικρή φωτεινή πηγή.
Ένιωσα ξανά έναν απέραντο τρόμο να απλώνεται μέσα μου. Μου ήρθε διάθεση να αρχίσω να χτυπάω το παράθυρο με γροθιές και να φωνάζω. Ήμουν κοντά στο όριο του να πάψω να σκέφτομαι λογικά. Δεν μπορούσα να σταματήσω τα πρωτόγονα ένστικτα που θέριευαν μέσα μου.
«Άναψε το φως πάλι!» τσίριξε η Μαρία. Ο ξαφνικός ήχος με συνέφερε λίγο.
Θυμήθηκα πως δεν ήμουν μόνος. Έπρεπε να φροντίσω και τούτο το παιδί. Άναψα το φως. Το έστρεψα προς το σώμα της Μαρίας. Έφυγα από το παράθυρο και την πλησίασα. Είδα πως το σώμα της έτρεμε. Κοιτούσε το πάτωμα. Θυμάμαι πως σκέφτηκα πόσο τρομοκρατημένη θα ήταν εκείνη τη στιγμή.
Ευτυχώς που συγκρατήθηκα και δεν άρχισα τις κραυγές. Μέτρησα μέχρι το δέκα, παίρνοντας βαθιές αναπνοές. Ένιωσα πως ηρέμησα λίγο. Άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος της.
«Φεύγουμε», της είπα με αποφασιστικότητα. Κοίταξε προς το μέρος μου. Σηκώθηκε όρθια και έπιασε το χέρι μου. Φώτισα με τον φακό μπροστά και ξεκινήσαμε να προχωράμε.
Κατεβήκαμε τους δυο ορόφους προσεκτικά, ενώ φώτιζα όσο μπορούσα με τον φακό. Τα νεύρα μου ήταν τεντωμένα. Με ενοχλούσε το απόλυτο σκοτάδι που μας τύλιγε.
Αλλά ακόμη χειρότερη ήταν η απόλυτη σιωπή που το συνόδευε. Εκτός από τα βήματά μας, δεν ακούγονταν τίποτε. Έχω βιώσει αρκετές νυχτερινές διακοπές ρεύματος, έτσι δεν ήμουν εντελώς ξένος με τόσο σκοτάδι.
Αλλά, ως άνθρωπος που έχω ζήσει όλη μου τη ζωή σε πόλεις, πάντα υπήρχε κάποιος ήχος στο περιβάλλον. Ακόμη και τις πιο ήσυχες στιγμές, ήταν εκεί. Οι κάτοικοι της πόλης το έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ, που δεν του δίνουμε πια σημασία. Η παντελής έλλειψη ακουστικών ερεθισμάτων που αντιμετωπίζαμε εκείνη τη στιγμή, ήταν κάτι που δεν την είχα ξαναζήσει.
Βέβαια, όλη την ημέρα έλειπαν οι ήχοι, τώρα που το σκέφτομαι. Αλλά εκείνη τη στιγμή, μέσα στην σκοτεινιά, ένιωθα πως η απόλυτη σιωπή μου βάραινε την καρδιά. Με πλάκωνε σαν ασήκωτο βάρος.
Κατεβήκαμε στο ισόγειο. Έκανα μια στάση εκεί, για να σκεφτώ τι θα έπρεπε να κάνουμε στη συνέχεια. Που να πάμε. Υπέθετα πως η διακοπή ρεύματος θα συνεχίζονταν, κι άρα το βράδυ το κρύο θα γινόταν αφόρητο. Μόνη λύση να ζεσταθούμε, θα ήταν να ανάψουμε φωτιά κάπου. Αλλά που θα μπορούσαμε…
Ξαφνικά, θυμήθηκα το τζάκι στο σπίτι της Μαρίας. Θα μπορούσα να το ανάψω και τουλάχιστον από ζέστη για το βράδυ θα ήμασταν εντάξει. Την επόμενη μέρα, θα βλέπαμε τι θα κάναμε. Και η Μαρία θα ήταν πιο άνετα, αφού θα βρίσκονταν σε έναν οικείο της χώρο.
Θεώρησα πως είχα μια καταπληκτική ιδέα. Ενθουσιασμένος με τον εαυτό μου, ξεκίνησα να περπατάω προς τα μπροστά. Βρήκα αέρα και έχασα την ισορροπία μου προς τα εμπρός. Αργοπορημένα, θυμήθηκα τα σκαλοπάτια που υπήρχαν στην είσοδο του κτηρίου, πίσω από την εξώπορτα.
Το δεξί μου πόδι προσγειώθηκε στην άκρη από το σκαλοπάτι. Τόσο άκρη, που δεν στηρίχθηκε εκεί. Έφυγε προς τα κάτω κι αυτή τη φορά είχε κλίση.
Ένιωσα έναν οξύτατο πόνο καθώς σωριάστηκα στο πάτωμα. Ευτυχώς, κάποια στιγμή είχα αφήσει το χέρι της Μαρίας, αλλιώς θα την είχα παρασύρει στην πτώση μου.
«Είσαι καλά;» είπε η Μαρία, σκύβοντας από πάνω μου. Αναρωτήθηκα κι ο ίδιος αν ήμουν καλά. Το πόδι πονούσε πολύ. Δοκίμασα να το περιστρέψω. Ο αστράγαλος πονούσε διαολεμένα, αλλά η περιστροφή έγινε. Μάλλον αυτό σημαίνει πως έπαθα διάστρεμμα στον αστράγαλο, δηλαδή.
«Καλά είμαι. Ένα λεπτό να πάρω ανάσες και σηκώνομαι», είπα ψέματα. Στηρίχθηκα στον τοίχο και δοκιμάζω να σηκωθώ. Το πόδι πονούσε, αλλά τουλάχιστον περπατούσα χωρίς πολλή δυσκολία. Ήξερα όμως πως μερικές ώρες αργότερα, θα ήταν χειρότερα. Έπρεπε να βρω να βάλω πάγο και ύστερα να το δέσω.
Αλλά όλα έπρεπε να γίνουν στην ώρα τους. Πρώτο μέλημα ήταν, να πάμε στο σπίτι της Μαρίας και να ανάψω τη φωτιά.
Αρκεί σε αυτό να έχω καλύτερη τύχη από ότι στον εξοπλισμό του ραδιοφωνικού σταθμού, σκέφτηκα, με την αυτοπεποίθησή μου μειωμένη κατά ένα μεγάλο ποσοστό.
Έπιασα ξανά το χέρι της Μαρίας και περάσαμε τα πεσμένα γυαλιά από το τζάμι που έσπασα για να μπούμε μέσα. Τουλάχιστον ήμουν τυχερός που δεν έπεσα πάνω τους. Θα μπορούσα να είχα τραυματιστεί πολύ άσχημα.
«Που θα πάμε;» ρώτησε η Μαρία. Τη φώτισα με τον φακό και είδα πως με κοιτούσε με τα μάτια της ορθάνοιχτα, καθώς περπατούσαμε προς το σημείο που είχα αφήσει το αυτοκίνητό μου. Εγώ περπατούσα αργά, προσπαθώντας να μην κουτσαίνω. Δεν ήθελα να δείξω στη μικρή πως πονάω. Το κρύο ήταν τσουχτερό στο δρόμο.
«Νομίζω πως καλό θα είναι να πάμε σπίτι σου απόψε. Εκεί θα έχεις παρέα και τις άλλες κούκλες σου. Τι λες, σου αρέσει αυτή η ιδέα;» είπα με ένα πλατύ χαμόγελο.
Η Μαρία χαμογέλασε. «Ναι! Θα ανάψουμε και το τζάκι για να ζεσταθούμε, όταν πάμε; Ελπίζω πως ναι! Θα κρυώσουμε πολύ αν δεν το ανάψουμε!»

Εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα πόσο έξυπνη είναι η μικρή.
«Ναι, θα το ανάψουμε κι αυτό», συμφώνησα.
 

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 9ο



«Δεν μου αρέσει», επαναλαμβάνει η Μαρία, με περισσότερη έμφαση αυτή τη φορά. Με κοιτάζει και το ύφος της γίνεται ελαφρώς πεισμωμένο.
«Ναι, αλλά πρέπει να φας κάτι. Δεν έχεις φάει τίποτε από τότε που σε βρήκα!» της απαντάω. Πόσο ξεροκέφαλο αποδεικνύεται να είναι αυτό το παιδί! Εντάξει, κι εγώ ποτέ δεν συγκατέλεγα τις κονσέρβες με όσπρια ανάμεσα στα αγαπημένα μου φαγητά, ιδιαίτερα όταν ήμουν στην ηλικία της. Αλλά όταν μου έλεγε κάτι ένας μεγαλύτερος, συνήθως τον υπάκουγα.
Και τώρα που είμαστε μόνοι μας, πρέπει να με ακούει. Όσο προχωράει η ώρα, η κατάσταση δυσχεραίνει. Το μόνο φως που υπάρχει στο δωμάτιο, είναι από την φωτιά που χορεύει μέσα στο τζάκι. Όταν απομακρύνομαι από αυτό, αμέσως με τυλίγει μια παγωνιά.
Η διάθεσή μου, χαλάει όλο και περισσότερο όσο περνάει η ώρα. Μαζί, αυξάνεται κι ο πόνος στο πόδι μου. Το νιώθω πρησμένο και είμαι σίγουρος πως με δυσκολία θα περπατήσω έστω και λίγα βήματα. Για τρέξιμο, φυσικά ούτε λόγος δεν μπορεί να γίνει, αν χρειαστεί για οποιονδήποτε λόγο.
Μέχρι ένα σημείο, πηγαίναμε καλά. Λίγο μετά από τη στιγμή που βρήκα τη Μαρία, η θερμοκρασία άρχισε να πέφτει ξανά. Αυτό έκανε πιο επιτακτική την ανάγκη να την ντύσω καλύτερα. Έτσι, επέμεινα και τελικά κατάφερα να την πείσω να μου δείξει που ήταν το σπίτι της. Όταν είχε βγει από το σπίτι, ευτυχώς είχε σκεφτεί να πάρει τα κλειδιά μαζί της. Έτσι, το να μπούμε μέσα δεν αποτέλεσε πρόβλημα.
Το σπίτι της αποδείχθηκε πως ήταν ένα τεράστιο οροφοδιαμέρισμα στον δεύτερο όροφο ενός κτηρίου με τέσσερις συνολικά ορόφους. Άρα, η οικογένειά της μάλλον τα πήγαινε καλά από οικονομικής άποψης. Το εσωτερικό του διαμερίσματος ήταν ανάλογα διακοσμημένο.
«Τι δουλειά κάνουν οι γονείς σου;» ρώτησα τη Μαρία κάποια στιγμή.
«Ο μπαμπάς μου κάνει καλά τους ανθρώπους! Έρχονται σε αυτόν και τους κάνει καλά! Η μαμά… η μαμά μου…», σταμάτησε να μιλάει και δάκρυσε. Χαμήλωσε το κεφάλι της και έκρυψε το προσωπάκι της πίσω από την κούκλα της.
Από τα λόγια της συμπέρανα πως ο πατέρας της είναι γιατρός. Δεν ήθελα να ρωτήσω περισσότερα, προφανώς έπρεπε να προσπαθήσω να αλλάξω το θέμα της συζήτησης ώστε να της αποσπάσω την προσοχή από τους εξαφανισμένους γονείς της.
«Δείξε μου που έχεις το δωμάτιό σου!» της είπα, με όσο πιο πολύ ενθουσιασμό μπορούσα να βάλω στη φωνή μου. Την έπιασα από το χέρι και την άφησα να με οδηγήσει εκεί.
Και αφού με πήγε εκεί, άρχισε να μου δείχνει όλες τις κούκλες της. Εγώ έβαζα τα δυνατά μου να προσποιούμαι πως διασκεδάζω και πως με ενδιαφέρουν αυτά που μου έλεγε για την ιστορία της καθεμίας από αυτές. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα πως το φως του ηλίου είχε αρχίσει να μειώνεται. Θυμήθηκα πως ξεκίνησα με σκοπό να μεταβώ στον ραδιοφωνικό σταθμό και να επιχειρήσω να εκπέμψω κάποιο μήνυμα. Ξαφνικά ένιωσα πως θα έπρεπε να βιαστούμε, να προλάβω να το κάνω πριν δύσει ο ήλιος.
Δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί, αλλά όσο περνούσε η ώρα ένιωθα πως δεν θα έπρεπε να πέσει το σκοτάδι κι εμείς να είμαστε έξω στον δρόμο.
«Μαρία, κάπου πρέπει να πάμε. Που έχετε τα ρούχα σου; Θα κάνει κρύο και πρέπει να ντυθείς πιο ζεστά», της είπα, την στιγμή που είχε αφαιρεθεί που είχε αφαιρεθεί χαϊδεύοντας τα ξανθά μαλλιά της κούκλας που κρατούσε και νωρίτερα.
Με κοίταξε με βλέμμα γεμάτο περιέργεια.
«Που πρέπει να πάμε;» ρώτησε.
 «Θέλω να στείλω ένα μήνυμα. Αν είναι και κάποιος άλλος εδώ τριγύρω, μπορεί να ακούσει αυτό το μήνυμα και θα έρθει να μας συναντήσει», απάντησα, μιας και δεν βρήκα κάποιο λόγο να της αποκρύψω την αλήθεια.
Έμεινε σκεπτική για λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα ρώτησε ξανά. «Πως θα το στείλεις αυτό το μήνυμα;»
«Σκοπεύω να χρησιμοποιήσω το ραδιόφωνο. Ξέρεις τι είναι το ραδιόφωνο;»
Έγνεψε καταφατικά. «Αν όμως το ακούσει ο μαύρος άντρας και έρθει κι αυτός; Τι θα κάνουμε τότε;»
Τα λόγια της με έπιασαν απροετοίμαστο καθώς δεν είχα σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο. Μένω μερικά δευτερόλεπτα αμίλητος, καθώς ζυγίζω τις επιλογές.
Τελικά αποφασίζω πως ούτως ή άλλως είναι θα καλό να το στείλουμε. Δεν χρειάζεται κανένας μακρύς λόγος. Ένας σύντομος χαιρετισμός θα αρκούσε, ώστε αν υπάρχει και κάποιος άλλος εδώ τριγύρω, να τον ακούσει και να ξέρει πως δεν είναι μόνος. Αν καταφέρω να αυτοματοποιήσω την εκπομπή ώστε να μεταδίδεται συνεχώς, ακόμη καλύτερα.
«Θα πάμε εκεί και απλά θα πούμε πως υπάρχουμε. Ακόμη κι αν το ακούει ο μαύρος άντρας, δεν θα καταλάβει που είμαστε και δεν θα μας βρει», απάντησα. Χαμογέλασα με το πιο ενθαρρυντικό χαμόγελο που μπορούσα και είδα πως το ανταπέδωσε.
«Τώρα, πάμε να σε ντύσω καλύτερα», επανέλαβα.
Μου έδειξε που είναι τα ρούχα της και διάλεξα ένα ζευγάρι μποτάκια, ένα παντελόνι τζιν και ζεστά μάλλινα ρούχα. Από πάνω της φόρεσα ένα μπουφανάκι κόκκινο. Βρήκα και ένα σκουφί που της έπεφτε μεγάλο και της το έβαλα κι αυτό.
Όταν τελειώσαμε, έκανα δυο βήματα πίσω και την κοίταξα.
«Έτοιμη;»
«Ναι, πάμε», απάντησε. Είχε αφήσει την κούκλα της στο πάτωμα καθώς την έντυνα. Τώρα την έπιασε ξανά στα χέρια της.
Βγήκαμε έξω από το κτήριο. Αμέσως με χτύπησε ένας παγωμένος αέρας. Η θερμοκρασία είχε πέσει πολύ. Το κρύο ήταν τσουχτερό, όπως το πρωί όταν πρωτοβγήκα από το σπίτι μου. Περπατήσαμε γρήγορα μέχρι το αυτοκίνητό μου. Κοίταξα ξανά το χτυπημένο προφυλακτήρα και το φτερό. Σκέφτηκα πως πραγματικά ήμουν πολύ τυχερός που μόνο αυτά επηρεάστηκαν από το ατύχημα. Το αυτοκίνητο θα μπορούσε άνετα να είχε αχρηστευτεί από εκείνη τη σύγκρουση.
Μπήκαμε μέσα και ξεκινήσαμε. Μερικά λεπτά αργότερα, φτάσαμε στο κτήριο όπου στεγάζονταν ο ραδιοφωνικός σταθμός. Ήταν στα περίχωρα της πόλης, βγαίνοντας προς τα ανατολικά. Μπήκα στο χώρο στάθμευσης. Ήταν έρημος, εκτός από ένα άσπρο φορτηγάκι με το λογότυπο του σταθμού τυπωμένο με κόκκινα γράμματα στο πλάι. Βγήκα από το αυτοκίνητο. Η Μαρία έκανε την κίνηση να βγει και αυτή.
«Μάλλον είναι καλύτερα να μείνεις εδώ», της είπα μόλις την είδα.
«Κι αν έρθει ο μαύρος άντρας; Φοβάμαι τον μαύρο άντρα! Φοβάμαι! Μη με αφήσεις εδώ, μόνη μου!» φώναξε και ο τρόμος ήταν ολοφάνερος στη φωνή και την έκφρασή της.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, δίσταζα να την πάρω μέσα στο κτήριο του σταθμού. Πίστευα πως θα ήταν καλύτερα αν έμενε στο αυτοκίνητο. Ένιωθα σίγουρος πως δεν θα απειλούνταν από κάτι – ή από κάποιον. Παρ’ όλα αυτά, είδα πόσο είχε τρομάξει με την προοπτική να μείνει μόνη της, κι έτσι αποφάσισα να την πάρω μαζί μου. Ούτως ή άλλως δεν σκόπευα να μείνουμε εκεί για ώρα. Λογικά, δεν θα μου έπαιρνε πολύ ώστε είτε να εκπέμψω το μήνυμα που σκόπευα, είτε να αποφασίσω πως δεν έχω τις απαιτούμενες γνώσεις να το κάνω.
Κοίταξα προς τα δυτικά. Μάλλον έπρεπε να βιαστώ ακόμη περισσότερο. Ο ήλιος πλησίαζε γρήγορα στον ορίζοντα. Με έπιασε ξανά το συναίσθημα πως όταν πέσει το σκοτάδι, θα πρέπει να είμαστε σε κάποιον κλειστό χώρο και όχι να τριγυρίζουμε εδώ κι εκεί.
Ένιωσα ξανά έντονο το συναίσθημα πως δεν θα ήταν ασφαλές αν τριγυρίζαμε έξω εκείνο το βράδυ.
Φτάσαμε στην εξώπορτα του κτηρίου. Είναι κλειδωμένη. Έπρεπε να το περιμένω αυτό. Έμεινα για λίγη ώρα να κοιτάζω την κλειδωμένη πόρτα, προσπαθώντας να αποφασίσω τι να κάνω. Για καλό και για κακό χτύπησα το κουδούνι. Περίμενα για λίγη ώρα. Δεν υπήρξε απάντηση. Φυσικά.
Κοίταξα την Μαρία που στεκόταν δίπλα μου. Γύρισε και με κοίταξε κι αυτή. Σα να κατάλαβε πως ήμουν αναποφάσιστος κι ανασήκωσε τους ώμους της.
Κοίταξα ξανά προς τη δύση. Ο δίσκος του ηλίου είχε ακουμπήσει στον ορίζοντα. Έπρεπε να πάρω μια απόφαση και έπρεπε να το κάνω γρήγορα.
Η εξώπορτα ήταν συρόμενη, αλλά αριστερά και δεξιά της υπήρχαν γυάλινες επιφάνειες. Λογικά δε θα ήταν και πολύ ανθεκτικές. Αν κατάφερνα να τις σπάσω, θα χωρούσαμε να περάσουμε.
Πήρα την απόφαση.
«Μαρία, κάνε μερικά βήματα πίσω για να μην χτυπήσεις. Θα σπάσω το τζάμι εδώ για να μπούμε μέσα», είπα. Η Μαρία υπάκουσε. Την είδα να περπατάει προς τα πίσω, κοιτάζοντάς με συνέχεια.
Πλησίασα τη γυάλινη επιφάνεια. Την κοίταξα. Σκέφτηκα πως είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που μπαίνω παράνομα σε κάποιο κτήριο. Αλλά σήμερα είναι μια μέρα που το δικαιολογεί αυτό. Ακόμη κι αν υπάρχει κάποιος μέσα, σίγουρα θα έχει αντιληφθεί πως κάτι περίεργο συμβαίνει στην περιοχή.
Σήκωσα το χέρι μου. Κάλυψα το πρόσωπό μου με την κουκούλα από το μπουφάν και κοίταξα προς την άλλη κατεύθυνση. Έβαλα όλη τη δύναμη και χτύπησα το τζάμι με τον αγκώνα. Αυτό θρυμματίστηκε αμέσως. Το πάτωμα από πίσω γέμισε μικρά κομμάτια.
Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία. Είχε αφαιρεθεί ξανά, κοιτάζοντας την κούκλα της.
«Μαρία, έλα. Μπαίνουμε μέσα», είπα. Χωρίς να πει κουβέντα, ήρθε δίπλα μου. Με έπιασε από το χέρι.
«Εδώ τριγύρω έχει πολλά σπασμένα γυαλιά. Έχε το νου σου μην κοπείς», την προειδοποίησα. Έγνεψε καταφατικά. Περάσαμε προσεκτικά μέσα από το άνοιγμα και μπήκαμε στον προθάλαμο του κτηρίου.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 8ο



«Γεια σου», λέω στο άγνωστο κορίτσι. Ως απάντηση, κατεβάζει το αρκουδάκι της από μπροστά από το πρόσωπό της. Η κίνησή της ίσα που αποκαλύπτει τα μάτια της. Κοιτάζει προς το μέρος μου. Παρατηρώ πως το προσωπάκι της είναι πρησμένα από το πολύ κλάμα. Ποιος ξέρει πόσο έχει φοβηθεί το καημένο, αν οι γονείς της έχουν εξαφανιστεί μαζί με όλους τους υπόλοιπους, όπως μάλλον έχει συμβεί. Φοράει ακόμη αυτά που προφανώς ήταν τα ρούχα ύπνου της, συνδυασμένα με ένα ζευγάρι ροζ αθλητικά παπουτσάκια. Τα κορδόνια από τα παπούτσια είναι λυμένα. Ίσως και να μην έχει μάθει να τα δένει ακόμη.
Δε μιλάει όμως. Απλά με κοιτάζει με τα ματάκια της γουρλωμένα. Φαίνεται έτοιμη να ξαναβάλει τα κλάματα.
«Τι κάνεις; Ελπίζω να μην κρυώνεις», λέω. Ξανά δεν παίρνω απάντηση.
Με πιάνει απογοήτευση, μιας και αρχίζω να φοβάμαι πως θα δυσκολευτώ να επικοινωνήσω μαζί της. «Με καταλαβαίνεις τι λέω;» ρωτάω. Κουνάει το κεφάλι της καταφατικά.
«Γιατί δεν μιλάς τότε;»
«Η μαμά μου έχει πει πως δεν πρέπει να μιλάω με ξένους», απάντησε τελικά. Λέει τις λέξεις πολύ γρήγορα, με τη φωνή της να ακούγεται σιγανά. Ανεβάζει ξανά το αρκουδάκι μπροστά στο πρόσωπό της.
«Με λένε Βασίλη», λέω, κάνω δυο βήματα μπροστά και απλώνω το δεξί μου χέρι. Χαμογελάω για να την εμψυχώσω. «Να, τώρα δεν είμαι ξένος. Ξέρεις ποιο είναι το όνομά μου». Με κοιτάζει ξανά. Το βλέμμα της φαίνεται δύσπιστο.
«Εσένα πως σε λένε;» ρωτάω. Συνεχίζω να χαμογελάω και να κρατάω το δεξί μου χέρι απλωμένο μπροστά.
«Μαρία. Με λένε Μαρία».
«Χαίρω πολύ, δεσποινίς Μαρία!» της λέω με ενθουσιασμό. Φέρνω το χέρι μου στο μέτωπό μου και της προσφέρω έναν χαιρετισμό που θυμίζει στρατιωτικό. Ίσως της φαίνομαι λίγο ανόητος. Δεν έχω ιδέα πώς να της συμπεριφερθώ όμως, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ακολουθήσω τη διαίσθησή μου.
Ευτυχώς, φαίνεται πως η μικρή παράστασή μου αποδίδει καρπούς, καθώς και η μικρή αρχίζει να χαμογελάει. Απλώνω ξανά το χέρι μου μπροστά, κι αυτή τη φορά κάνει μερικά βήματα μπροστά και το πιάνει με το δικό της.
«Και γιατί είσαι έξω στο δρόμο μόνη σου;» τη ρωτάω.
Το χαμόγελο της Μαρίας παγώνει. Πιάνει ξανά το αρκουδάκι της και με τα δυο της χέρια.
«Θέλω να βρω το μπαμπά μου και τη μαμά μου. Από το πρωί που ξύπνησα δεν είναι εκεί!», είπε, έτοιμη να βάλει ξανά τα κλάματα. Νιώθω τόσο άσχημα αυτή τη στιγμή. Θέλω κάτι να της πω για να την εμψυχώσω, έστω και λίγο. Αλλά οπωσδήποτε πρέπει να την πάρω και να την ντύσω κανονικά. Όσο και να έχει ανέβει η θερμοκρασία από την πρωινή παγωνιά, με αυτά τα ρούχα που φοράει είναι βέβαιο πως θα κρυολογήσει. Αν δεν το έχει πάθει ήδη.
«Μη φοβάσαι, θα τους ψάξουμε μαζί και θα τους βρούμε», λέω, προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου ήρεμη και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Κάπου έχω διαβάσει πως τα παιδιά έχουν τρομερή διαίσθηση και καταλαβαίνουν πότε κάποιος νιώθει αυτοπεποίθηση και πότε ανασφάλεια.
«Πρώτα πρέπει να ντυθείς καλύτερα όμως», συνεχίζω. «Είναι χειμώνας. Θα μου δείξεις που είναι το σπίτι σου για να πάμε και να σου φορέσω πιο χοντρά ρούχα;» Απορώ με τον εαυτό μου που λέω αυτά τα λόγια. Αν ήμουν εγώ στην ηλικία της, γυρνούσα μόνος στο δρόμο και κάποιος ξένος έρχονταν και μου ζητούσε να τον πάω σπίτι, στην καλύτερη περίπτωση θα εισέπραττε κλωτσιά στα πόδια.
Στη χειρότερη περίπτωση, θα άρχιζα να φωνάζω «Κλέφτης! Κλέφτης!» και μετά θα του έδινα την κλωτσιά. Δεν πιστεύω πως η μικρή θα δεχθεί, αλλά δεν μου έρχεται κάποια άλλη, καλύτερη ιδέα. Δεν μπορώ να την αφήσω μόνη της και σίγουρα δεν μπορώ να διαρρήξω κάποιο μαγαζί με παιδικά ρούχα για να τη ντύσω κατάλληλα.
«Όχι», είναι η απάντηση που παίρνω. Προφανώς και η μικρή σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο.
«Μα θα κρυώσεις αν δεν ντυθείς πιο ζεστά», επιμένω.
«Όχι», και πάλι. Πήρε και πεισματάρικο ύφος τώρα. Φαίνεται πως δεν θα πειστεί εύκολα. Και δεν θέλω να την αναγκάσω χρησιμοποιώντας άγριο ύφος. Αν κρίνω από το τι έχω νιώσει εγώ από τότε που είδα τι συμβαίνει γύρω μου, δεν μπορώ καν να φανταστώ τι έχει σκεφτεί η μικρή. Δεν χρειάζεται να έχει κι εμένα να την τρομάζω περισσότερο. Ήδη το έκανα όταν παραλίγο να τη χτυπήσω με το αυτοκίνητο.
Λυγίζω τα γόνατα και φέρνω το πρόσωπό μου στο ίδιο ύψος με το δικό της. Καθώς το κάνω, βλέπω το βλέμμα της να πέφτει λίγο χαμηλά, προς το στήθος μου.
«Τι έχεις εκεί;» ρωτάει, δείχνοντας το στήθος μου με το αριστερό της χέρι. Κατεβάζω κι εγώ το βλέμμα. Τι εννοεί; Έτσι όπως βγήκα από το αυτοκίνητο, δεν φόρεσα τίποτε από πάνω από το κοντομάνικο μπλουζάκι μου. Είναι μονόχρωμο και βυσσινί, και έχει μερικές σταγόνες ιδρώτα.
Κοιτάζω χαμηλά για να δω σε τι αναφέρεται κι αμέσως καταλαβαίνω. Έτσι όπως έσκυψα μπροστά, το φυλαχτό που είχα πάρει χθες πήγε μπροστά και το περίγραμμά του διαγράφονταν στο μπλουζάκι μου.
Αλήθεια, η επίσκεψή μου στην πρωτεύουσα ήταν χθες; Από τότε είχαν συμβεί τόσα, ώστε να νιώθω σα να είχε συμβεί αιώνες νωρίτερα. Βγάζω το φυλαχτό έξω από τη μπλούζα και το κρατάω στο χέρι μου, μπροστά στα μάτια της.
«Αυτό εννοείς; Το αγόρασα στην Αθήνα, όταν την επισκέφθηκα για τελευταία φορά. Σου αρέσει; Θες να…» η φωνή μου χαμηλώνει σιγά σιγά, όταν παρατήρησα το ύφος της μικρής. Έχει ανοίξει το στόμα και με γουρλωμένα μάτια κοιτάζει το φυλαχτό.
«Αυτό… αυτό μου το έδειξε ο άγγελος! Όταν έδιωξε τον μαύρο άντρα μακριά!» είπε. Με κοίταξε στο πρόσωπο έχοντας το ίδιο βλέμμα έκπληξης.
«Ποιος άγγελος; Ποιος μαύρος άντρας;» ρώτησα, νιώθοντας έκπληξη κι ο ίδιος.
«Χθες το βράδυ. Όταν κοιμόμουν. Ο μαύρος άντρας με κυνηγούσε. Φοβόμουν πάρα πολύ. Είναι πολύ κακός! Όταν τον δεις να προσέξεις πολύ!»
Μαύρος άντρας; «Όταν τον δω»; Δεν ήξερα τι να σκεφτώ με τα λόγια της. «Τι εννοείς, Μαρία; Ποιος ήταν αυτός ο άντρας; Και γιατί τον λες μαύρο;»
«Δεν ξέρω ποιος είναι. Είναι κακός όμως! Αυτό το ξέρω! Και δεν είχε πρόσωπο καθόλου! Μόνο μια μαυρίλα μεγάλη!» Η Μαρία μιλούσε πολύ γρήγορα τώρα. Προφανώς είχε ταραχθεί πολύ από την ανάμνηση του ονείρου που είχε δει.
Όπως κι εγώ νιώθω μια ξαφνική ένταση, καθώς αυτό το άτομο που είδε η Μαρία στο όνειρο της φαίνεται πως είναι όμοιο με αυτό που είδα εγώ στο δικό μου. Ένα άτομο που φαίνονταν κανονικό αλλά είχε σκοτεινιά στο σημείο όπου θα έπρεπε να είναι κανονικά το πρόσωπό του.
Κι εγώ με αυτό το άτομο πολεμούσα.
«Κι ο μαύρος άντρας σε κυνηγούσε; Γιατί; Τι ήθελε;» ρωτάω. Πρέπει να μάθω περισσότερα.
«Ήθελε να με πιάσει! Δεν ξέρω γιατί! Αλλά εγώ έτρεχα μακριά! Και στο τέλος ήρθε ο άγγελος και τον έδιωξε!»
«Ήρθε ένας άγγελος; Πως ήταν αυτός;»
«Αυτός ήταν φωτεινός! Δεν μπορούσα να τον κοιτάξω πολύ ώρα! Με πονούσε εδώ», είπε και έδειξε τα μάτια της. «Αλλά έδιωξε τον μαύρο άντρα μακριά! Με πήρε αγκαλιά και μου είπε να μη φοβάμαι! Και μετά μου είπε...» σταματάει να μιλάει και κοιτάζει ξανά το φυλαχτό που φορούσα.
Η ταραχή μου γίνεται ακόμη πιο έντονη. «Τι σου είπε ο άγγελος;»
Η Μαρία με κοιτάζει στο πρόσωπο. Ύστερα κοιτάζει ξανά το φυλαχτό μου.
«Μου είπε... φορούσε ένα ίδιο με αυτό», λέει και δείχνει το φυλαχτό. «Και μου είπε πως την άλλη μέρα θα δω έναν άνθρωπο που θα φοράει ένα ίδιο. Όταν τον δω να μη φοβηθώ. Γιατί αυτός ο άνθρωπος θα είναι καλός. Και όταν έρθει ξανά ο μαύρος άντρας να με κυνηγήσει, αυτός ο καλός άνθρωπος θα με σώσει».
Με κοιτάζει ξανά και χαμογελάει. «Άρα, αφού μου το είπε ο άγγελος, έτσι είναι. Εσύ είσαι καλός. Δεν σε φοβάμαι. Θα με σώσεις από τον μαύρο άντρα αν ξαναέρθει».
Προσπαθώ να απαντήσω στο χαμόγελό της με ένα δικό μου. Με δυσκολία το καταφέρνω. Η έκπληξή μου με αυτά που άκουσα είναι υπερβολικά μεγάλη.

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 7ο



Μένω για άγνωστο χρονικό διάστημα στην ίδια θέση, στο κάθισμά μου. Δεν ξέρω πόσο ακριβώς. Είμαι σίγουρος πως πιθανότατα έχουν περάσει αρκετές ώρες. Το φως που μπαίνει από την κεντρική πόρτα του ναού είναι πολύ περισσότερο τώρα από όταν ήρθα. Ο ήλιος έχει γυρίσει προς τα δυτικά και το φως του εισχωρεί βαθύτερα μέσα από τη δυτική κεντρική πόρτα. Βάζω το χέρι μου στην τσέπη, ώστε να βγάλω το κινητό μου και να δω τι ώρα είναι. Δεν βρίσκω τίποτε. Μάλλον δεν το πήρα μαζί μου όταν βγήκα από το αυτοκίνητο.
Νωρίτερα, καθώς καθόμουν, είχα μια ιδέα. Τότε ήμουν πνιγμένος στην αυτολύπηση και δεν είχα καμία διάθεση να ασχοληθώ μαζί της. Τώρα που την σκέφτομαι ξανά όμως, δεν την βρίσκω πια τόσο άσχημη. Ίσως είναι ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσω και να κάνω κάτι.
Θυμήθηκα πως όλα τα μέσα με τα οποία επιχείρησα να επικοινωνήσω με τον υπόλοιπο κόσμο δεν έφεραν αποτέλεσμα. Μόνη εξαίρεση, ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός. Από τη συχνότητά του ακούγονταν μόνο τραγούδια και είκαζα πως αυτή ήταν η αυτόματη λίστα αναπαραγωγής που υπήρχε για να καλύπτει τις ώρες που αλλιώς θα έμεναν κενές από ήχο. Ακόμη κι έτσι όμως, το γεγονός και μόνο πως κάτι λάμβανα, ήταν σημάδι πως εξέπεμπε κανονικά.
Ίσως, αν πήγαινα στο στούντιο του σταθμού, να μπορούσα να χρησιμοποιήσω τον εξοπλισμό του ώστε να μεταδώσω κάποιο μήνυμα. Με αυτό τον τρόπο, στην περίπτωση που υπάρχει και κάποιος άλλος που έχει μείνει σε αυτή την τρομακτική κατάσταση, να μπορέσει να επικοινωνήσει μαζί μου.
Ναι, όσο το σκέφτομαι τόσο πείθομαι πως αυτό πρέπει να κάνω. Θα υπάρχει και κάποιος άλλος στην πόλη. Θα ακούσει το μήνυμά μου και θα βρει τρόπο να επικοινωνήσει μαζί μου. Και ίσως και να έχει κάποια ενημέρωση για το τι έχει γίνει και έχουν εξαφανιστεί όλοι. Ίσως να είναι κάτι τόσο απλό όσο μια ειδοποίηση για μια φυσική καταστροφή, η οποία διαδόθηκε για σήμερα χωρίς να την αντιληφθώ.
Αρνούμαι να εξετάσω το ενδεχόμενο πως είμαι ο μόνος που δεν έχει εξαφανιστεί σε ολόκληρη την πόλη. Απλά δεν το κάνω. Το μυαλό μου θα οδηγηθεί σε κακά μονοπάτια αν συνεχίσω να το σκέφτομαι αυτό.
Σηκώνομαι από την καρέκλα όπου καθόμουν. Οι μύες των ποδιών μου αντιδρούνε. Κάνω μερικά βήματα αργά μέχρι που τα νιώθω να αρχίζουν να συνέρχονται. Πραγματικά πρέπει να είχα μείνει ακίνητος για πολλές ώρες! Πως πέρασε τόσος χρόνος και δεν το κατάλαβα;
Νιώθω τα πόδια μου να είναι εντάξει ξανά. Αρχίζω και περπατάω γρήγορα προς το αυτοκίνητο. Το φτάνω μέσα σε ένα λεπτό. Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Πολλή ζέστη! Δεν το είχα παρκάρει κάτω από σκιά, αλλά ούτε και φαντάστηκα πως με την παγωνιά που είχε νωρίτερα, θα έβρισκα το εσωτερικό του να είναι σαν φούρνος!
Είχα πράγματι αφήσει το κινητό μου μέσα εκεί. Το πιάνω στα χέρια μου και ελέγχω την οθόνη. Ακόμη εμφανίζει το σύμβολο που δείχνει πως λαμβάνει μηδενικό σήμα. Το ρολόι του ευτυχώς δουλεύει και έτσι διαπιστώνω πως η ώρα είναι τέσσερις και μισή. Η ζέστη στο εσωτερικό είναι αποπνικτική. Βγάζω το πανωφόρι μου και ανοίγω τα παράθυρα. Μάλλον είναι καλή ιδέα να περιμένω λίγο, να πέσει η θερμοκρασία σε υποφερτά επίπεδα.
Νιώθω ένα γουργούρισμα στην κοιλιά μου. Ο λαιμός μου είναι ξηρός. Δεν έχω φάει και δεν έχω πιεί τίποτε εδώ και ώρες. Φαγητό στο σπίτι έχω έτοιμο; Όχι. Σκόπευα να μαγειρέψω σήμερα, τότε ακόμη που νόμιζα πως η μέρα θα είναι μια φυσιολογική Κυριακή.
Τώρα πια, δεν πιστεύω πως υπάρχει τίποτε το φυσιολογικό. Και δεν έχω διάθεση να μείνω και να μαγειρέψω οτιδήποτε. Να πάρω κάτι από έξω; Τι να πάρω; Δεν υπάρχει κάτι έτοιμο, ούτε υπάρχει κάποιος να το ετοιμάσει, ούτε πιστεύω πως θα εντοπίσω κατάστημα ανοιχτό για να μπορέσω να πάρω κάτι από μέσα.
Δεν πειράζει, κάτι θα βρω. Πρώτη προτεραιότητα είναι να πάω στον ραδιοφωνικό σταθμό που εκπέμπει ακόμη. Ξεκινώ τη διαδρομή. Το στούντιο του σταθμού είναι στην άλλη άκρη της πόλης. Σε λίγα λεπτά θα είμαι εκεί. Σήμερα δεν χρειάζεται να ανησυχώ και για έντονη κυκλοφορία στους δρόμους.
Έφτασα σε έναν δρόμο που κανονικά είναι ο πιο πολυσύχναστος της πόλης. Τώρα είναι έρημος όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Μου έρχεται η ιδέα να ανοίξω το ραδιόφωνο, να βεβαιωθώ πως ο σταθμός εκπέμπει ακόμη. Θα είναι ειρωνεία να φτάσω εκεί και να ανακαλύψω πως και αυτός έχει σταματήσει να λειτουργεί, όπως και όλα τα υπόλοιπα. Ψάχνω στα τυφλά να βρω το κουμπί που αλλάζει το πρόγραμμα που παίζει από το CD στο ραδιόφωνο. Δεν το βρίσκω. Στρέφω την προσοχή μου στο CD player για να εντοπίσω το κουμπί. Δεν θα μου πάρει πάνω από δυο δευτερόλεπτα και ούτως ή άλλως ο δρόμος είναι έρημος.
Εντοπίζω το κουμπί, το πατάω και ο ήχος αλλάζει. Τώρα ακούγονται παράσιτα, ο δέκτης είναι συντονισμένος στη συχνότητα του σταθμό που ακούω συνήθως. Πατάω για να ξεκινήσει η αυτόματη αναζήτηση σταθμού. Δεν χρειάζεται να το κοιτάξω περισσότερο, αν εκπέμπει ο σταθμός ακόμη θα τον εντοπίσει κάποια στιγμή.
Όλη αυτή η διαδικασία, κατά την οποία δεν κοιτούσα το δρόμο, δεν κράτησε πάνω από τέσσερα δευτερόλεπτα. Κοιτάζω ξανά μπροστά και βλέπω κάτι να έχει βγει στη μέση του δρόμου. Είμαι μια στιγμή μακριά από το να το χτυπήσω. Δεν το σκέφτομαι. Κάνω απότομα το τιμόνι προς τα αριστερά και το αποφεύγω για ελάχιστα εκατοστά. Τώρα κατευθύνομαι απευθείας σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Στρίβω εξίσου απότομα δεξιά. Το αυτοκίνητο χάνει την πρόσφυση, το πίσω μέρος φεύγει και χτυπάει με αρκετή δύναμη στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο, από την πλευρά του οδηγού. Η δύναμη της πρόσκρουσης με τραντάζει ολόκληρο. Το αυτοκίνητο επανέρχεται στην κανονική του πορεία, κάνει μερικά μέτρα ακόμη και ύστερα σταματάει.
Αφήνω το τιμόνι και ρίχνω τα χέρια μου στο πλάι του σώματός μου. Νιώθω σα να άνοιξε ξαφνικά κάθε πόρος του δέρματός μου και να χύνει ποτάμι τον ιδρώτα. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Νιώθω πως με δυσκολία παίρνω αναπνοές. Βγάζω και το μάλλινο πουλόβερ μου και μένω με το κοντομάνικο μπλουζάκι που φορούσα. Τώρα νιώθω πως αναπνέω λίγο πιο εύκολα. Αρχίζω και παίρνω βαθιές ανάσες σε αργό ρυθμό. Ύστερα από λίγο, νιώθω πως και η καρδιά μου αρχίζει και ηρεμεί.
Ξαφνικά, αναρωτιέμαι τι να ήταν αυτό που πετάχτηκε μπροστά μου. Κοιτάζω στον καθρέφτη. Εντοπίζω τι είναι και γυρίζω πίσω για να βεβαιωθώ πως δεν είναι κάποιο παιχνίδι των ματιών μου. Όχι, δεν είναι παιχνίδι. Αυτό που βλέπω με κάνει να ανοίξω το στόμα μου από την έκπληξη.
Στη μέση του δρόμου, στέκεται ακίνητο ένα μικρό κοριτσάκι. Υπολογίζω πως η ηλικία του θα είναι επτά ή οκτώ χρονών. Σίγουρα, όχι περισσότερο. Στο στήθος της, κρατάει σφιχτά ένα αρκουδάκι. Τα μαύρα μαλλιά της πετάνε εδώ κι εκεί, εντελώς απεριποίητα.
Το θέαμα με φοβίζει. Αν και θα έπρεπε να χαρώ που βλέπω πως τελικά δεν είμαι ο μόνος που έχει απομείνει στην πόλη αλλά υπάρχει και μια ακόμη ψυχή, αυτή η αποκάλυψη μάλλον τρόμο μου προκαλεί.
Σηκώνει το κεφάλι της και βλέπει πως έχω γυρίσει και την κοιτάζω. Σηκώνει το αρκουδάκι μπροστά στο πρόσωπό της και βλέπω πως οι ώμοι της αρχίζουν να τραντάζονται. Προφανώς άρχισε να κλαίει.
Συνειδητοποιώ πόσο πλησίασα στο να τη χτυπήσω. Επειδή είχα το νου μου να βρω το σταθμό στο αναθεματισμένο ραδιόφωνο και όχι στο δρόμο. Αν δεν είχα καταφέρει να την αποφύγω, δεν υπήρχε περίπτωση να είχε επιζήσει από το χτύπημα. Οκ, σε αυτή τη φρικτή μέρα, αυτό είναι το πιο άσχημο που έχω ζήσει μέχρι αυτή τη στιγμή. Νιώθω να έρχονται δάκρια και στα δικά μου μάτια.
Βγαίνω γρήγορα από το αυτοκίνητο, έχοντας έγνοια να δω τη ζημιά που έχει προκληθεί από την πρόσκρουση. Η ένταση του χτυπήματος με κάνει απαισιόδοξο για την κατάσταση του οχήματος. Το πιο πιθανό είναι να το έχει καταστήσει άχρηστο.
Τελικά, η ζημιά ήταν πολύ μικρότερη από ότι φοβόμουν. Ο προφυλακτήρας κρέμεται από την πλευρά του οδηγού, αλλά όχι τόσο ώστε να φοβάμαι πως θα αποκολληθεί εντελώς. Το φτερό είναι επίσης γερά χτυπημένο. Τα καλά νέα όμως είναι πως το λάστιχο κι η ζάντα φαίνονται ανέπαφα. Περίμενα πως θα τα είχα διαλύσει και τα δυο αυτά. Δεν είναι τόσο άσχημα τελικά. Έτσι όπως το βλέπω, πιστεύω πως θα μπορώ να ταξιδέψω με το αυτοκίνητο χωρίς πρόβλημα, αν αυτό χρειαστεί.
Ένας λυγμός φτάνει στα αυτιά μου και με κάνει να κοιτάξω προς τα πίσω. Το κοριτσάκι συνεχίζει να κλαίει για τα καλά. Αισθάνομαι εντελώς κουτός. Παραλίγο να τη χτυπήσω και πρώτη μου έγνοια δεν είναι να ελέγξω αν είναι καλά, αλλά αν έπαθε ζημιά το αυτοκίνητο. Καλά λένε για μένα πως φαίνομαι να είμαι εντελώς αναίσθητος μερικές φορές.
Ξεκινάω να περπατάω με αργά βήματα προς το μέρος της. Δεν θέλω να την τρομάξω κι άλλο. Δεν μου δίνει σημασία ούτως ή άλλως όμως, συνεχίζει να κλαίει. Σταματάω το περπάτημα όταν είμαι τρία μέτρα μακριά της.
«Γεια σου», λέω. Η φωνή μου ακούγεται διστακτική.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 6ο



Λύνω το χειρόφρενο και ξεκινάω να προχωράω μπροστά. Περνάω μέσα από άδειους δρόμους, σταματημένα και κρύα αυτοκίνητα, κλειστά παράθυρα. Ολόκληρο το σκηνικό θυμίζει ταινία τρόμου. Σα να έγινε κάποια τεράστια καταστροφή και όλοι οι υπόλοιποι συμπολίτες μου να έχουν εξαφανιστεί ή να έχουν αλλάξει με κάποιο τρόπο.
Ευτυχώς που σε κάτι είμαι τυχερός. Τελευταία φορά που μετακινήθηκα, είχα γεμίσει το ντεπόζιτο με βενζίνη. Έτσι, δεν θα έχω έγνοια μην ακινητοποιηθώ στη διαδρομή.
Ναι, αλλά εγώ γιατί δεν άλλαξα; Γιατί έμεινα ίδιος, να κυκλοφορώ μόνος στην πόλη και να ψάχνω να βρω τι έγινε και χάθηκαν όλοι;
Γιατί σε πολλές ταινίες ο πρωταγωνιστής μένει μόνος στο τέλος. Αυτός είναι που έχει το καθήκον να αγωνιστεί μέχρις εσχάτων ώστε να περισώσει ό, τι μπορεί.
Εντάξει, αλλά ποιος με έκανε πρωταγωνιστή; Κι αν πράγματι αγωνίζομαι ενάντια σε κάτι, τι είναι αυτό;
Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω. Ελπίζω πως ίσως στην πορεία μάθω κάτι παραπάνω για αυτή την εξωπραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκομαι.
Φτάνω σε μια διασταύρωση, στο δρόμο που οδηγεί σε μια από τις τρεις εξόδους της πόλης. Το φανάρι είναι κόκκινο. Σταματάω από συνήθεια. Ίσως είναι αφελές που σταματάω, μιας και φαίνεται πως είμαι ο μόνος που κινείται στο δρόμο αυτή τη στιγμή. Αλλά καλύτερα που σταμάτησα. Δεν υπάρχει καμία βιασύνη και δεν θα ήθελα να εμφανιστεί κάποιο άλλο όχημα και να συγκρουστούμε επειδή πρώτη φορά στη ζωή μου παραβιάζω έναν κόκκινο φωτεινό σηματοδότη.
Ενώ περιμένω να ανάψει το πράσινο, κοιτάζω τριγύρω. Ο καιρός στην πόλη είναι αίθριος, αλλά τριγύρω παντού υπάρχει πυκνή νέφωση. Τα σύννεφα φτάνουν σχεδόν μέχρι το επίπεδο του εδάφους. Τα σύννεφα φαίνονται να σταματάνε και να σχηματίζουν σαν έναν γκρίζο κύλινδρο γύρω από την πόλη. Περίεργο, αλλά όχι και το πιο περίεργο που έχω δει σήμερα.
Επιτέλους άναψε το πράσινο. Τελικά άδικα περίμενα, τόση ώρα δεν πέρασε κανείς. Φεύγω γρήγορα μπροστά. Γενικά δεν οδηγώ με μεγάλη ταχύτητα, αλλά σήμερα δεν είναι μια συνηθισμένη μέρα. Απορώ με την αυτοσυγκράτηση που έχω δει μέχρι τώρα. Πολλές φορές στη μέχρι τώρα ζωή μου τα έχω χάσει με πολύ απλά πράγματα. Είμαι ο άνθρωπος για τον οποίο θα έλεγες «πνίγεται σε μια κουταλιά νερό». Κι όμως, σήμερα που νιώθω σα να μη με έχουν βουτήξει σε μια κουταλιά νερό αλλά στον ωκεανό, καταφέρνω και κρατάω την ψυχραιμία μου.
Βγαίνω στον περιφερειακό της πόλης και αυξάνω ταχύτητα ακόμη περισσότερο. Προλαβαίνω να διανύσω γύρω στα τρία χιλιόμετρα, ώσπου κάτι βλέπω που με κάνει να μειώσω την ταχύτητά μου πάρα πολύ. Ύστερα από λίγο σταματάω εντελώς. Μένω για λίγη ώρα ακίνητος, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι είναι ακριβώς αυτό που βλέπω μπροστά μου.
Πεντακόσια μέτρα παρακάτω, ο δρόμος τελειώνει. Ή μάλλον, ίσως και να συνεχίζει κανονικά. Εγώ όμως δεν μπορώ να διακρίνω τίποτε παραπέρα. Εκεί ξεκινάει το τείχος της ομίχλης που είχα παρατηρήσει νωρίτερα. Απλώνεται μπροστά μου, γκρίζο και δυσοίωνο. Από πάνω μου, ο ήλιος λάμπει κανονικά.
Μένω λίγη ώρα με το αυτοκίνητο ακίνητο, έτσι ώστε να σκεφτώ πώς να αντιμετωπίσω αυτό το νέο στοιχείο που εμφανίστηκε στη σημερινή απίθανη μέρα. Αν η ομίχλη είναι τόσο πυκνή όσο φαίνεται, θα προχωρώ αργά και με δυσκολία και θα η κίνηση θα είναι επικίνδυνη.
Από την άλλη όμως, υπάρχει και το ενδεχόμενο πως η ομίχλη αυτή συνεχίζεται για μικρή μόνο απόσταση. Ίσως η ατμόσφαιρα θα είναι ξανά καθαρή παρακάτω. Και σίγουρα πρέπει να μάθω πιο πολλά για την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι.
Έτσι, παίρνω την απόφασή μου. Ανάβω τους προβολείς ομίχλης του αυτοκινήτου και ξεκινάω ξανά να προχωράω μπροστά. Δεν αυξάνω πολύ την ταχύτητα αυτή τη φορά, τουλάχιστον για όσο θα είμαι μέσα στην ομίχλη. Όταν – αν – την περάσω κάποια στιγμή, τότε θα μπορώ να επιταχύνω ξανά.
Είμαι πια πολύ κοντά στα όρια του τέλους του οπτικού μου πεδίου. Ξαφνικά μου σχηματίζεται η εντύπωση πως κάτι κακό με περιμένει μέσα στην ομίχλη και πως πρέπει να επιστρέψω στην αίθρια περιοχή όσο είμαι ακόμη καλά. Αλλά είναι αργά πια. Το αυτοκίνητο έχει διανύσει και τα τελευταία μέτρα της καθαρής ατμόσφαιρας και πριν προλάβω να αλλάξω πορεία, έχω μπει μέσα στην περιοχή της ομίχλης.
Η αλλαγή είναι δραματική. Από τη μια στιγμή στην άλλη, έξω από το αυτοκίνητο δεν μπορώ να δω απολύτως τίποτε. Τέτοια πυκνή ομίχλη δεν έχω δει άλλη φορά. Με δυσκολία διακρίνω το οδόστρωμα, ακόμη κι ακριβώς μπροστά μου. Οι διαχωριστικές γραμμές είναι δυσδιάκριτες και πρακτικά δε μπορώ να ξεχωρίσω τίποτε άλλο. Μειώνω την ταχύτητά μου στα είκοσι χιλιόμετρα την ώρα. Και ίσως ακόμη κι αυτή είναι μεγάλη για τις συνθήκες όπου βρίσκομαι. Είναι μια από τις στιγμές που μετανιώνω για το γεγονός πως δεν έχω συσκευή GPS στο αυτοκίνητο ή στο κινητό μου τηλέφωνο. Θα βοηθούσε πολύ στην οδήγηση μέσα σε τέτοιες άσχημες συνθήκες.
Υποθέτοντας βέβαια, πως μια συσκευή GPS θα εξακολουθούσε να δούλευε. Κάτι για το οποίο δεν είμαι πια σίγουρος.
Προχωρώ έτσι για ένα λεπτό ακόμη, έχοντας την προσοχή μου όλη στραμμένη μπροστά μου, να διακρίνω ό, τι μπορώ από το δρόμο. Ακόμη κι έτσι, έρχεται η στιγμή που νιώθω τους τροχούς από τη δεξιά πλευρά να κατεβαίνουν πιο χαμηλά και τους ακούω να κινούνται πάνω σε χαλίκια. Βγήκα από το δρόμο! Με πιάνει ξαφνικός πανικός. Στρίβω απότομα το τιμόνι προς τα αριστερά και νιώθω τις ρόδες να ανεβαίνουν ξανά στην άσφαλτο. Πατάω με όλη τη δύναμη το φρένο και το αυτοκίνητο σταματάει. Σβήνει κιόλας, μιας και στον πανικό μου ξέχασα να βάλω νεκρό.
Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Ήμουν τυχερός. Δεκαπέντε χιλιόμετρα παρακάτω, ο δρόμος αρχίζει και ανηφορίζει προς κάτι λόφους. Αν είχα βγει από το οδόστρωμα σε εκείνο το σημείο, θα είχα φύγει στην πλαγιά και τώρα θα βρισκόμουν πολύ πιο χαμηλά, πιθανότατα τραυματισμένος και μέσα σε ένα αναποδογυρισμένο και κατεστραμμένο αυτοκίνητο. Αν και δεν διένυσα τόσο μεγάλη απόσταση μέσα στην ομίχλη, δεν βλέπω σημάδια πως πρόκειται να αραιώσει. Είναι αδύνατο να συνεχίσω με τέτοιες συνθήκες. Μου σχηματίζεται η ιδέα να εγκαταλείψω το αυτοκίνητο και να προχωρήσω πεζός. Αλλά σύντομα απορρίπτω την ιδέα αυτή. Δεν μπορώ να αφήσω το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου και να πέσει κάποιος άλλος επάνω του, επειδή δεν το έχει δει. Ούτε μπορώ να ρισκάρω να επιχειρήσω να το σταθμεύσω στην άκρη του δρόμου και να το ρίξω μέσα σε κάποιο χαντάκι.
Οι χτύποι της καρδιάς μου έχουν επανέλθει σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Το παίρνω απόφαση πως πρέπει να επιχειρήσω να επιστρέψω. Βάζω ξανά εμπρός το αυτοκίνητο και στρίβω προς τα δεξιά. Συνεχίζω να στρίβω μέχρι να υπολογίσω πως έχω ξεκινήσει να κινούμαι αντίστροφα. Βέβαια, δεν μπορώ να είμαι απόλυτα σίγουρος για αυτό και θεωρώ πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να κάνω λίγα μόνο μέτρα και να βγω ξανά από το δρόμο.
Αλλά μπορεί και όχι. Μπροστά μου φαίνεται πως καθαρίζει λίγο η ατμόσφαιρα. Δεν έχω την εξαιρετική ορατότητα, αλλά τουλάχιστον είμαι σίγουρος πως μπορώ να ακολουθώ το δρόμο αν πηγαίνω με χαμηλή ταχύτητα. Αν βελτιώνεται πράγματι η ορατότητα, ίσως είναι καλή ιδέα να επιχειρήσω ξανά να φύγω. Αλλά ένα βλέμμα προς τα πίσω με απογοητεύει ξανά. Στο δρόμο που οδηγεί προς τα έξω, η ομίχλη παραμένει αδιαπέραστη. Μόνο προς την κατεύθυνση που θα με φέρει ξανά στην πόλη, είναι ελαφρώς πιο αραιή.
Σχεδόν σα να υπάρχει κάποια δύναμη που θέλει να με κρατήσει μέσα στην πόλη, για κάποιο λόγο.
Σχεδόν με έχουν επηρεάσει όλα αυτά τα περίεργα που συμβαίνουν και κάνω τρελές σκέψεις. Σαν την άλλη νωρίτερα, πως κάτι θα υπήρχε μέσα στην ομίχλη και θα μου έκανε επίθεση. Άκου εκεί, δύναμη που θέλει να με κρατήσει μέσα στην πόλη και ελέγχει την πυκνότητα της ομίχλης! Είμαι σίγουρος πως θα υπάρχει μια απόλυτα λογική εξήγηση για αυτό και για όλα τα άλλα τα οποία συμβαίνουν. Αρκεί να ανακαλύψω την εξήγηση αυτή.
Χαμένος στις σκέψεις μου, περνάω από την περιοχή της ομίχλης στην αίθρια περιοχή χωρίς να το καταλάβω. Το πρώτο μου συναίσθημα είναι μια ελαφριά ανακούφιση μιας και επιτέλους βλέπω μπροστά μου, ακόμη κι αν εξακολουθώ να μην ξέρω κάτι για την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι. Η πρώτη μου σκέψη είναι πως τελικά τίποτα δεν με περίμενε μέσα στην ομίχλη.
Η ανακούφιση όμως δεν κράτησε πολύ, καθώς ξανά συνειδητοποιώ πως είμαι χαμένος. Τώρα καταλαβαίνω πως νιώθει ένα ποντίκι σε ένα εργαστήριο, το οποίο το έχουν αφήσει μέσα σε έναν λαβύρινθο και γυρνάει εδώ κι εκεί χωρίς να μπορεί να βρει την έξοδο.
Λες να είναι αυτό; Να είμαι το πειραματόζωο κάποιου σε κάποιο πείραμα το οποίο αγνοώ;
Αν είναι έτσι, ποιος το οργάνωσε αυτό το πείραμα; Με ποιον σκοπό; Γιατί επέλεξε εμένα ως πειραματόζωο και τι απέγιναν οι συμπολίτες μου; Δεν μπορώ να δώσω απάντηση σε αυτό. Από συνήθεια κοιτάζω το κινητό μου, αλλά το μηδενικό σήμα παραμένει. Δεν μπορώ να ελπίζω πως θα επικοινωνήσω με κάποιον με αυτό τον τρόπο.
Περνάω μπροστά από την αυλή ενός ναού. Η πόρτα του είναι ανοιχτή. Νιώθω μια ξαφνική έλξη να μπω μέσα. Τα τελευταία χρόνια είχα απομακρυνθεί από την Εκκλησία. Στην καλύτερη περίπτωση, να παρακολουθήσω τη Θεία Λειτουργία τα Χριστούγεννα, μια ή δυο φορές μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα και ίσως μια ή δυο φορές ακόμη μέσα στη χρονιά. Δεν έχω κάτι ενάντια της θρησκείας, εξακολουθώ να θεωρώ τον εαυτό μου Χριστιανό Ορθόδοξο. Απλά δεν εγκρίνω πολλές από τις πράξεις των ανθρώπων της Εκκλησίας και τους θεωρώ ανάμεσα στους χειρότερους εχθρούς της, σκοπίμως ή μη.
Σήμερα όμως, νιώθω έντονη τη διάθεση να μπω μέσα και να προσευχηθώ λίγο. Παρκάρω λίγο παρακάτω στο δρόμο. Σήμερα έχω την αίσθηση πως δεν θα δυσκολευτώ να βρω θέση για παρκάρισμα οπουδήποτε το επιθυμήσω. Βγαίνω από το αυτοκίνητο και βαδίζω γρήγορα προς το ναό. Ο καιρός έχει ζεστάνει κι άλλο. Δεν θα ήμουν άνετα αν κούμπωνα το φερμουάρ από το πανωφόρι μου.
Φτάνω στην είσοδο του ναού και κοντοστέκομαι. Τα ηλεκτρικά φώτα είναι σβηστά, ο μόνος φωτισμός στο εσωτερικό του ναού είναι από την ανοιχτή πόρτα και από τα παράθυρα. Είναι σχετικά σκοτεινά σε σχέση με τη λαμπρή μέρα στο εξωτερικό του. Μου έρχεται ανάμνηση από μια ταινία τρόμου που είχα δει πρόσφατα, όπου ο πρωταγωνιστής συνήλθε σε ένα νοσοκομείο ύστερα από κώμα αρκετών ημερών. Βρέθηκε κι αυτός σε μια πόλη όπου εκτός από αυτόν δεν κινούταν τίποτε. Είχε κι αυτός αποφασίσει να μπει σε έναν ναό κι εκεί ανακάλυψε τι είχε συμβεί με μάλλον ξαφνικό τρόπο. Οι συμπολίτες του είχαν μετατραπεί σε αιμοβόρα τέρατα, και κάποιοι κρύβονταν στο ναό κάνοντάς του επίθεση όταν αυτός είχε μπει μέσα.
Βέβαια, εγώ δεν είμαι πρωταγωνιστής σε ταινία και ο κόσμος δεν μετατρέπεται σε τέρατα από τη μια στιγμή στην άλλη. Έτσι, μπαίνω μέσα στον σκοτεινό ναό χωρίς δισταγμό. Όπως περίμενα, είναι έρημος. Από συνήθεια, βγάζω ένα νόμισμα και το ρίχνω στο παγκάρι. Επιλέγω ένα κερί από μια στοίβα κεριών που είναι χρώματος σκούρου καφέ. Αυτά αποτελούνται από φυσικό κερί κι όχι από παραφίνη όπως τα αυτά που χρησιμοποιούνται συνήθως. Το άρωμά του φτάνει στη μύτη μου, πλούσιο και ευχάριστο.
Δεν υπάρχει άλλο κερί αναμμένο αλλά αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Σε μια από τις τσέπες μου βρίσκω έναν αναπτήρα και τον χρησιμοποιώ για να ανάψω το κερί που κρατάω. Το τοποθετώ στο μανουάλι και παρατηρώ για λίγο το αδύναμο φως που βγάζει, μόνο του μέσα σε αυτό τον σκοτεινό και άδειο ναό.
Κάπως έτσι είμαι κι εγώ, υποθέτω. Μόνος μέσα στην έρημη πόλη. Χωρίς να έχω κάποια ένδειξη πως υπάρχει και κάποιος άλλος. Χωρίς τρόπο να ξεφύγω. Χωρίς τρόπο να επικοινωνήσω με τον υπόλοιπο κόσμο, ακόμη κι αν υπάρχει κάποιος με τον οποίο μπορώ να επικοινωνήσω. Με βαριά βήματα πηγαίνω προς μια σειρά από καρέκλες και κάθομαι στην πιο κοντινή.
Νιώθω δάκρια να έρχονται ξανά στα μάτια μου. Οι απορίες μου είναι πολλές κι απάντηση δεν υπάρχει καμία. Έχουν πράγματι εξαφανιστεί όλοι; Τα αγαπημένα μου πρόσωπα δεν υπάρχουν πια κι έχω μείνει μόνος; Θα τους ξαναδώ; Τι να κάνω; Που να τους αναζητήσω;
Τι συμβαίνει;

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 5ο



Αρχίζω να λέω μέσα μου πως πρέπει να ηρεμήσω. Ιδέα μου είναι. Μια κουτή ιδέα πως έχουν εξαφανιστεί όλοι και έχω απομείνει μόνος μου.
Αυτές τις σκέψεις κάνω, σε μια απόπειρα καθησυχασμού μου. Όμως, δεν στέφεται με επιτυχία. Μια ματιά στις άδειες καφετέριες είναι ικανή να καταρρίψει οποιονδήποτε τέτοιο συλλογισμό.
Παρατηρώ τους ατμούς που προκαλεί η αναπνοή μου. Τα μικρά συννεφάκια υδρατμών βγαίνουν από το στόμα μου με ταχύ ρυθμό. Το κρύο παραμένει έντονο. Τα χέρια μου είναι σφιγμένα και παγωμένα, παρά τα γάντια που φοράω. Παρ' όλα αυτά, νιώθω το σώμα μου ιδρωμένο.
Δεν είναι φυσιολογικό να μην έχω δει κανέναν τόση ώρα, είτε πεζό είτε μέσα σε κάποιο όχημα. Κάτι άσχημο έχει συμβεί. Κάτι πολύ άσχημο. Και ό, τι κι αν είναι αυτό, εγώ έχω παραμείνει εδώ και είμαι καλά.
Πρέπει να ηρεμήσω. Κάτι έχει γίνει, αλλά επιτρέποντας στον πανικό να επικρατήσει δεν πρόκειται να κερδίσω κάτι.
Κάνω προσπάθεια μεγάλη και τελικά καταφέρνω να χαλαρώσω το σφιγμένο σώμα μου. Ο ρυθμός της αναπνοής μου επιβραδύνεται. Νιώθω ξανά τα πόδια μου δυνατά και σηκώνομαι από το παγκάκι όπου είχα καθίσει.
Η πρώτη εποικοδομητική ιδέα που μου έρχεται, είναι να βγάλω το κινητό και να αρχίσω να δοκιμάζω να κάνω κάποια τηλεφωνήματα σε διάφορους γνωστούς μου. Ίσως να μην είμαι ο μόνος που έχει μείνει, ή ίσως έτσι να ανακαλύψω πως κάτι άλλο έχει συμβεί, ή έστω πως όλα αυτά τελικά όντως είναι ιδέα μου.
Πριν φύγω από το σπίτι μου, είχα βάλει το κινητό μου σε μια από τις εσωτερικές τσέπες του μπουφάν μου. Κατεβάζω το φερμουάρ και με δυσκολία βγάζω το δεξιό μου χέρι στην τσέπη όπου βρίσκεται το κινητό μου. Πάντα με δυσκολεύει αυτή η κίνηση όταν φοράω τα γάντια μου. Παρ’ όλα αυτά, το κρύο είναι τόσο έντονο ώστε να μην τολμήσω να τα αφαιρέσω από τα ήδη παγωμένα χέρια μου, ούτε για αυτό το ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Επιτέλους κατάφερα και το έβγαλα. Το φέρνω μπροστά στα μάτια μου. Δεν έχω αποφασίσει σε ποιον θα τηλεφωνήσω πρώτα. Δεν μπορώ να σκεφτώ ιδιαίτερα ψύχραιμα αυτή τη στιγμή. Μάλλον θα ακολουθήσω την πιο απλή λύση. Θα ξεκινήσω από την αρχή του τηλεφωνικού μου καταλόγου. Αρκεί ένας από αυτούς που θα τηλεφωνήσω να απαντήσει και νομίζω πως θα ηρεμήσω αρκετά.
Ο δείκτης πάει προς το κουμπί του μενού αλλά σταματάει στη μέση της διαδρομής του, μιας και εκείνη τη στιγμή κάτι παρατηρώ στην οθόνη και παγώνω ακόμη περισσότερο.
Ο δείκτης του σήματος στο κινητό μου είναι στο μηδέν.
Είμαι στο κέντρο της πόλης, μεσημέρι, και δεν έχω καθόλου σήμα. Τι διάολο;
Ίσως, απλά λόγω κακοκαιρίας να έχει κάτι συμβεί στην κεραία βάσης, ή ακόμη και συνολικά στο δίκτυο κινητής τηλεφωνίας. Νιώθω όμως μέσα μου πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Τι διάολο συμβαίνει στην πόλη γύρω μου;
Αποφασίζω πως αυτό που πρέπει να κάνω είναι να επιστρέψω στο σπίτι μου και θα δοκιμάσω να χρησιμοποιήσω το σταθερό τηλέφωνό μου. Θα στείλω μηνύματα από το Internet. Οτιδήποτε. Δεν μπορεί. Δεν γίνεται να είμαι μόνος. Θα υπάρχουν κι άλλοι. Ή θα ανακαλύψω πως όλα αυτά τα ονειρεύομαι.
Βάζω ξανά το κινητό στην τσέπη μου και στέκομαι όρθιος. Αλλά όχι. Είμαι σίγουρος πως δεν ονειρεύομαι. Το πόδι μου πονάει ακόμη από το χτύπημα με το κολωνάκι λίγο νωρίτερα. Λένε πως αν χτυπήσεις ενώ ονειρεύεσαι, το σοκ από το χτύπημα (έστω κι αν πρόκειται απλά για ένα ονειρικό χτύπημα) είναι αρκετό για να σε ξυπνήσει.
Ό, τι κι αν είναι αυτό που συμβαίνει γύρω μου, σίγουρα δεν είναι όνειρο.
Το βήμα μου είναι πολύ γρήγορο ενώ περπατάω προς το σπίτι μου. Η ανάσα μου βγαίνει με γοργό ρυθμό. Παλεύω μέσα μου να μην επιτρέψω στο αυξανόμενο κύμα πανικού να γίνει πλημμύρα μέσα στις σκέψεις μου. Δεν πρόκειται να βοηθήσει σε τίποτε αυτό. Προσπαθώ να πιάσω ξανά στο μυαλό μου το μαθηματικό πρόβλημα που σκεφτόμουν νωρίτερα. Ίσως έτσι καταφέρω να ηρεμήσω λίγο. Άδικος κόπος και αυτό.
Δεν περνάνε ούτε δεκαπέντε λεπτά και είμαι ξανά μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ο μόνος ήχος που ακούγεται είναι από τον καυστήρα του καλοριφέρ που βρίσκεται σε ένα δωμάτιο, στα αριστερά της εισόδου και σε τέσσερα μέτρα απόσταση. Είναι σε πλήρη λειτουργία. Κατευθύνομαι προς τα εκεί. Χθες ανεφοδιάσαμε τη δεξαμενή με πετρέλαιο. Μια αμυδρή μυρωδιά από το καύσιμο πλανάται ακόμη στην ατμόσφαιρα. Δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί, αλλά αυτό με κάνει και αισθάνομαι λίγο καλύτερα.
Επιστρέφω στην εξώπορτα. Βγάζω το ένα γάντι, βρίσκω τα κλειδιά μου κι ανοίγω την πόρτα. Ανεβαίνω σχεδόν τρέχοντας τα σκαλοπάτια, δύο τη φορά, και φτάνω στον πρώτο όροφο. Εκεί είναι το διαμέρισμά μου. Ανοίγω την πόρτα και ορμάω μέσα. Πηγαίνω στο καθιστικό μου, αρπάζω το σταθερό τηλέφωνο και σηκώνω το ακουστικό. Το φέρνω στο αυτί μου και απλώνω το χέρι να σχηματίσω τον αριθμό του πατρικού μου. Όπως και νωρίτερα, το χέρι παγώνει και σταματάει στη μέση της πορείας.
Από το ακουστικό δεν ακούγεται κανένας τόνος. Και αυτό το τηλέφωνο είναι νεκρό.
Μου έρχεται να φωνάξω, να κραυγάσω. Τόσο απελπισία νιώθω. Με δυσκολία συγκρατώ την παρόρμησή μου αυτή. Πηγαίνω στον υπολογιστή μου και τον ενεργοποιώ. Επιχειρώ να ανοίξω ένα πρόγραμμα περιήγησης στο Internet. Δεν μπορεί, κάποιον θα βρω. Δεν είναι δυνατόν να έχω απομείνει μόνος
Το μήνυμα που βλέπω είναι αποκαρδιωτικό.

Δεν είναι δυνατή η εμφάνιση της σελίδας.

Δοκιμάζω να ανοίξω κάποιον άλλο ιστότοπο. Τίποτε. Κάνω επανεκκίνηση στο modem. Οτιδήποτε κι αν επιχειρήσω, το αποτέλεσμα είναι να εμφανίζεται το ίδιο μήνυμα.

Δεν είναι δυνατή η εμφάνιση της σελίδας.

Μου έρχονται δάκρυα στα μάτια. Δάκρυα απελπισίας. Δεν αφήνω τον εαυτό μου να κυλίσει παρακάτω. Θα τη βρω τη λύση.
Ένα βήμα τη φορά, όμως. Απενεργοποιώ τον υπολογιστή. Νιώθω το στομάχι μου να διαμαρτύρεται. Θυμήθηκα πως δεν είχα φάει πρωινό. Ούτε βραδινό χθες το βράδυ, τώρα που το σκέφτομαι. Νιώθω το λαιμό μου να έχει έναν κόμπο που θα με αποτρέψει από το να φάω πλήρες γεύμα. Σε αυτό βοηθάει και η φρίκη που νιώθω αυτή τη στιγμή. Αλλά τουλάχιστον θα προσπαθήσω να φάω ένα μήλο ή κάτι άλλο ελαφρύ.
Πάω στην κουζίνα μου. Δίπλα στο ψυγείο έχω ένα μπολ που αυτή τη στιγμή περιέχει αρκετά μήλα και δυο μπανάνες.
Διαλέγω ένα από τα μήλα, παίρνω ένα μαχαίρι και αφού το καθαρίσω, το κόβω σε μικρά κομμάτια. Ξεκινάω να το τρώω. Με δυσκολία τα καταπίνω, ακόμη και η έντονη γλυκύτητά τους δεν είναι αρκετή να με κάνει να νιώσω καλύτερα. Αλλά συνεχίζω μέχρι να το τελειώσω. Αυτή η διαδικασία διήρκησε πολύ περισσότερο από όσο θα περίμενε κανείς.
Τώρα πρέπει να σκεφτώ τι θα κάνω στη συνέχεια. Κι επίσης δεν πρέπει να χάσω την ψυχραιμία μου. Κάτι που το καταφέρνω με δυσκολία αυτή τη στιγμή.
Αρχίζω κι ελέγχω τις επιλογές μου. Τηλέφωνα και Internet, δοκίμασα ήδη και διαπίστωσα πως δεν λειτουργούν. Ηλεκτρικό ρεύμα, έχουμε ακόμη. Τουλάχιστον αυτό δείχνει πως ο πολιτισμός δεν εξαφανίστηκε, όπως φαίνεται να έχει γίνει με τους συμπολίτες μου.
Αλλά πρέπει να μάθω νέα. Ακόμη δεν ξέρω τι έχει γίνει, αν έχει γίνει κάτι. Πρέπει να βρω τρόπο να ενημερωθώ. Ανοίγω την τηλεόραση και κάνω ένα γρήγορο ζάπινγκ. Όλα τα κανάλια δείχνουν παράσιτα. Δοκιμάζω το ραδιόφωνο, αλλά κι από εκεί δεν έχω αποτέλεσμα. Από παντού ακούγονται παράσιτα, εκτός από  έναν τοπικό σταθμό. Από τη συχνότητά του μεταδίδεται μουσική και τραγούδια, αλλά χωρίς διαφημίσεις ή κάποιον σχολιασμό. Πιθανότατα η αυτοματοποιημένη λίστα αναπαραγωγής που παίζει αυτόματα, όταν πρέπει να καλυφθεί κάποιο κενό στο πρόγραμμα.
Τίποτα. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος πως υπάρχει και κάποιος άλλος.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει στα αλήθεια. Αλλά που θα βρω αν υπάρχει και κάποιος άλλος που να έχει απομείνει σε αυτή την απίστευτη κατάσταση; Χρειάζομαι ένα σχέδιο. Πρέπει να καθίσω κάτω και να σκεφτώ κάτι να κάνω.

Σχεδόν μισή ώρα πέρασε και ακόμη δεν έχω σκεφτεί κάτι. Βέβαια, δεν βοηθάει το γεγονός πως κάθε λίγα λεπτά νιώθω ένα κύμα πανικού να σηκώνεται μέσα μου. Και κάθε φορά που γίνεται αυτό, σηκώνομαι και να αρχίσω να περπατάω πέρα – δώθε μέσα στο σπίτι μου.
Τελικά αποφασίζω πως το καλύτερο που έχω να κάνω θα είναι να πάρω το αυτοκίνητο και να πάω να ελέγξω πως είναι τα πράγματα στις γειτονικές πόλεις. Αν προσπαθείς να απομακρυνθείς από ένα δύσκολο πρόβλημα, πολλές φορές η αλλαγή στο οπτικό πεδίο βοηθάει στην ευκολότερη επίλυσή του.
Ελέγχω ξανά τον υπολογιστή και το κινητό, μήπως άλλαξε κάτι. Τίποτε. Τα ίδια μηνύματα εμφανίζεται ξανά και ξανά. Φοράω ξανά το πανωφόρι μου. Τώρα να βρω τα κλειδιά. Που τα έχω πετάξει αυτή τη φορά; Διάβολε, γιατί δεν συνηθίζω κάποια στιγμή να τα βάζω σε μια συγκεκριμένη θέση και να τα βρίσκω αμέσως όταν τα χρειάζομαι;
Α ναι, θυμήθηκα! Πιθανότατα θα είναι στο δερμάτινο τζάκετ που φορούσα την Τετάρτη. Δεν είχα ξαναχρησιμοποιήσει το αυτοκίνητο από τότε. Βρίσκω το τζάκετ. Από την αριστερή τσέπη ακούγεται κάτι να κουδουνίζει. Είχα μαντέψει σωστά. Τα κλειδιά είναι μέσα εκεί. Τα παίρνω και ξαναβγαίνω από το σπίτι.
Ξεκινάω να περπατάω προς το σημείο όπου είναι σταθμευμένο το αυτοκίνητό μου. Την Τετάρτη είχε πολύ κίνηση, είχε και καλό καιρό, βαριόμουν να περιμένω και το είχα παρκάρει σχετικά μακριά από την πολυκατοικία μου. Από τότε δεν χρειάστηκε να το μετακινήσω μιας και πήγαινα παντού με τα πόδια. Ευτυχώς που δεν βαριέμαι το περπάτημα. Το είχα συνηθίσει από μικρός.
Πριν βγω από το διαμέρισμα, είχα κουμπώσει το φερμουάρ από πανωφόρι μου μέχρι όσο πάνω πήγαινε. Τώρα όμως ζεσταίνομαι λίγο και το κατεβάζω. Ιδέα μου είναι, ή από την προηγούμενη φορά που βγήκα έξω η θερμοκρασία ανέβηκε πάρα πολύ;
Μάλλον ιδέα μου θα είναι. Θα έχω ζεσταθεί από το γρήγορο περπάτημα και το άγχος. Δεν είναι φυσιολογικό να ανεβαίνει η θερμοκρασία τόσο απότομα, ειδικά στην εποχή που διανύουμε.
Από την άλλη βέβαια, δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις φυσιολογικό ούτε το γεγονός πως ξύπνησα ένα πρωί και ανακάλυψα πως είμαι μόνος στην πόλη. Θα δούμε.
Επιτέλους έφτασα στο αυτοκίνητό μου. Το είχα αγοράσει μεταχειρισμένο πριν πέντε χρόνια κι από τότε έχουμε κάνει πολλές διαδρομές μαζί. Αρχίζει και δείχνει τα χιλιόμετρά του και συνεχώς εμφανίζει διάφορα μικρά προβλήματα, αλλά γενικά δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ.
Βγάζω το μπουφάν μου και το αφήνω στο πίσω κάθισμα. Μπαίνω στη θέση του οδηγού. Γυρίζω το κλειδί. Δυσκολεύεται να πάρει μπροστά. Μάλλον φταίει που το είχα μέρες στο κρύο, ακίνητο. Αυτό μου έλειπε τώρα, να μην παίρνει μπροστά ούτε το αυτοκίνητο.
Όχι, ευτυχώς, αφού το σκέφτηκε για μερικά δευτερόλεπτα, ξεκίνησε κανονικά. Επιτέλους, να και κάτι που λειτουργεί σωστά αυτή τη μέρα που όλα φαίνονται να πάνε στραβά! Ανοίγω το ραδιόφωνο, αλλά σε όλες τις συχνότητες πιάνω μόνο παράσιτα. Δεν μπορώ να πως αυτό με εκπλήσσει ιδιαίτερα. Μάλλον αναμενόμενο ήταν. Ψάχνω τη θήκη με τα CD μου, διαλέγω ένα και το βάζω να παίζει. Δυνατή μουσική κατακλύζει το εσωτερικό του αυτοκινήτου.