Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 10



Ανεβήκαμε τρία σκαλοπάτια που υπήρχαν ακριβώς μετά την εξώπορτα. Το φως της ημέρας μειώνονταν γρήγορα. Στο κλιμακοστάσιο επικρατούσε ημίφως. Πάτησα ένα κουμπί και ο χώρος λούστηκε από το φως των λαμπτήρων που υπήρχαν στους διαδρόμους.
Είχα ξαναέρθει εδώ πιο παλιά και ήξερα πως το στούντιο που έψαχνα ήταν στον δεύτερο όροφο του κτηρίου. Ανεβήκαμε γρήγορα τις σκάλες και βρήκα την αίθουσα που έψαχνα. Μπήκαμε μέσα και άναψα τα φώτα. Κι εκεί ο χώρος ήταν έρημος. Διαπίστωσα προς ο χώρος βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του ορόφου. Ένα μεγάλο παράθυρο υπήρχε μπροστά μου, με θέα την πόλη. Κοίταξα για λίγο προς εκείνη την κατεύθυνση. Η νύχτα έπεφτε γοργά και τα δημόσια φώτα είχαν ήδη ανάψει.
Ενεργοποίησα δυο υπολογιστές που βρήκα μέσα στο δωμάτιο. Περίμενα με την ελπίδα μου να αυξάνεται καθώς προχωρούσε η εκκίνησή τους, αλλά απογοητεύτηκα όταν είδα πως χρειάζονταν κωδικό για να εισέλθουν στα Windows. Δοκίμασα μερικούς συνδυασμούς στην τύχη, αλλά η απόπειρά μου δεν είχε αποτέλεσμα. Βρήκα μερικές κονσόλες μίξης ήχου και τις κοίταξα. Δεν κατάλαβα και πολλά σχετικά με τη λειτουργία τους. Δύσκολα τα πράγματα.
Η Μαρία περπατούσε εδώ κι εκεί και περιεργάζονταν το ένα ή το άλλο. Υπό άλλες συνθήκες, θα μου άρεσε να βλέπω ένα παιδάκι να έχει περιέργεια, να ψάχνει έναν νέο χώρο και να περιεργάζεται νέα αντικείμενα.
Εκείνη τη στιγμή, το μόνο που κατάφερε ήταν να με εκνευρίσει. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ.
«Μαρία, βρες μια καρέκλα και κάθισε κάτω τώρα, σε παρακαλώ», της είπα, όσο πιο ήρεμα μπορούσα. Όπως το σκέφτομαι τώρα, μάλλον δεν το είπα αρκετά ήρεμα. Η Μαρία σταμάτησε απότομα τις βόλτες και με κοίταξε με τρομαγμένο ύφος. Χωρίς να βγάλει μιλιά, πήγε και κάθισε σε μια περιστρεφόμενη καρέκλα που ήταν δίπλα της. Είδα το ύφος με το οποίο με κοίταζε κι ο εκνευρισμός μου πέρασε αυτοστιγμεί.
«Συγνώμη που σου μίλησα απότομα», είπα και έστρεψα ξανά την προσοχή μου στις κονσόλες. Η Μαρία δεν απάντησε, απλά την ένιωσα πως συνέχισε να με κοιτάζει με το ίδιο ύφος.
Ύστερα από ένα δεκάλεπτο που πέρασα ψάχνοντας να αποκρυπτογραφήσω το τι κάνει το κάθε χειριστήριο, αποφάσισα πως κάτι έπρεπε να δοκιμάσω. Το μήνυμα σίγουρα δεν θα αποσταλεί αν το μόνο που κάνω όλη την ώρα είναι να κοιτάζω τα κουμπιά.
Αλλά από πού να ξεκινούσα; Κοίταξα τριγύρω νιώθοντας εντελώς ανήμπορος. Καταλάβαινα πως η ιδέα της εκπομπής ήταν υπερβολικά αισιόδοξη.
Δοκίμασα και πάτησα στην τύχη ένα κόκκινο κουμπί, που ήταν σε περίοπτη θέση στην κονσόλα που βρίσκονταν ακριβώς μπροστά μου. Δεν συνέβη απολύτως τίποτε. Γύρισα έναν διακόπτη στο ON. Ούτε αυτό είχε κάποιο αποτέλεσμα.
Γύρισα προς τη Μαρία με σκοπό να της πω πως τελειώσαμε και είναι ώρα να φύγουμε.
Εκείνη τη στιγμή, έσβησαν τα φώτα. Η έντονη φωταγώγηση που έλουζε τον χώρο, στη στιγμή αντικαταστάθηκε από ένα σκοτάδι πνιγηρό στην απολυτότητά του. Ένιωσα χαμένος. Κοίταξα αριστερά και δεξιά, μήπως εντοπίσω κάποιο φως ανάγκης που θα με βοηθούσε να ανακτήσω τον προσανατολισμό μου, αλλά δεν υπήρχε τίποτε. Μόνο ένα μαύρο κενό.
«Βασίληηηηηηηηηηηηηηη!» άκουσα τη φωνή της Μαρίας μια στιγμή αργότερα. Πρέπει να ήταν τρομοκρατημένη.
«Εδώ είμαι, μη φοβάσαι!» απάντησα. «Περίμενε λίγο, να ανάψω το κινητό μου. Θα φωτίσει αρκετά ώστε να δω που είσαι έρθω να σε πάρω. Φεύγουμε από εδώ».
«Φοβάμαι!» τσίριξε.
«Εδώ είμαι», επανέλαβα καθώς έψαχνα τις τσέπες μου να βρω το κινητό μου. «Μισό λεπτό μόνο».
Το βρήκα. Ευτυχώς που αυτή τη φορά δεν το είχα ξεχάσει στο αυτοκίνητο. Έχει λειτουργία φακού και αυτή θα φανεί χρήσιμη. Το άναψα και μια φωτεινή δέσμη δημιουργήθηκε. Έκανα ένα γύρο ψάχνοντας να βρω τη Μαρία. Μόλις την φώτισε η δέσμη, το προσωπάκι της στολίστηκε από ένα χαμόγελο.
Ταυτόχρονα, μέσα μου έβριζα για τη βλακεία μου να πάμε εκεί. Δεν είχα ιδέα πώς να λειτουργήσω τον εξοπλισμό αυτό. Είχα υπερεκτιμήσει τις τεχνικές μου γνώσεις, σε μια προσπάθεια να βρω κάποια πορεία δράσης ώστε να προχωρήσω στην αλλόκοτη κατάσταση στην οποία βρίσκομαι.
Ή μάλλον, όπως θυμήθηκα, στην οποία βρισκόμαστε. Γιατί θα έπρεπε να φυλάξω και αυτό το παιδάκι που βρέθηκε στο δρόμο μου.
Ίσως κάτι από αυτά που έκανα στην τύχη να είχε προκαλέσει την πτώση κάποιων ασφαλειών και αυτός θα ήταν ο λόγος που είχαμε τυλιχθεί στο σκοτάδι. Τουλάχιστον, έτσι πίστευα μέχρι που το βλέμμα μου πέρασε από το παράθυρο. Πάγωσα μόλις αντιλήφθηκα τι είχα δει. Έσβησα στιγμιαία το φακό του κινητού και ξανακοίταξα προς το παράθυρο.
«Γιατί έσβησες το φως;» παραπονέθηκε η Μαρία. Δεν απάντησα. Είχα μείνει να κοιτάζω προς τα έξω από το παράθυρο. Είχα δει σωστά την πρώτη φορά.
Κανονικά εκείνη τη στιγμή θα έπρεπε να αντικρίζω τα φώτα της πόλης, όπως τα έβλεπα όταν μπήκαμε στο στούντιο.
Αντί αυτών, μπροστά μου απλώνονταν ένα απόλυτο σκοτάδι. Στο οπτικό μου πεδίο, δεν υπήρχε η παραμικρή φωτεινή πηγή.
Ένιωσα ξανά έναν απέραντο τρόμο να απλώνεται μέσα μου. Μου ήρθε διάθεση να αρχίσω να χτυπάω το παράθυρο με γροθιές και να φωνάζω. Ήμουν κοντά στο όριο του να πάψω να σκέφτομαι λογικά. Δεν μπορούσα να σταματήσω τα πρωτόγονα ένστικτα που θέριευαν μέσα μου.
«Άναψε το φως πάλι!» τσίριξε η Μαρία. Ο ξαφνικός ήχος με συνέφερε λίγο.
Θυμήθηκα πως δεν ήμουν μόνος. Έπρεπε να φροντίσω και τούτο το παιδί. Άναψα το φως. Το έστρεψα προς το σώμα της Μαρίας. Έφυγα από το παράθυρο και την πλησίασα. Είδα πως το σώμα της έτρεμε. Κοιτούσε το πάτωμα. Θυμάμαι πως σκέφτηκα πόσο τρομοκρατημένη θα ήταν εκείνη τη στιγμή.
Ευτυχώς που συγκρατήθηκα και δεν άρχισα τις κραυγές. Μέτρησα μέχρι το δέκα, παίρνοντας βαθιές αναπνοές. Ένιωσα πως ηρέμησα λίγο. Άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος της.
«Φεύγουμε», της είπα με αποφασιστικότητα. Κοίταξε προς το μέρος μου. Σηκώθηκε όρθια και έπιασε το χέρι μου. Φώτισα με τον φακό μπροστά και ξεκινήσαμε να προχωράμε.
Κατεβήκαμε τους δυο ορόφους προσεκτικά, ενώ φώτιζα όσο μπορούσα με τον φακό. Τα νεύρα μου ήταν τεντωμένα. Με ενοχλούσε το απόλυτο σκοτάδι που μας τύλιγε.
Αλλά ακόμη χειρότερη ήταν η απόλυτη σιωπή που το συνόδευε. Εκτός από τα βήματά μας, δεν ακούγονταν τίποτε. Έχω βιώσει αρκετές νυχτερινές διακοπές ρεύματος, έτσι δεν ήμουν εντελώς ξένος με τόσο σκοτάδι.
Αλλά, ως άνθρωπος που έχω ζήσει όλη μου τη ζωή σε πόλεις, πάντα υπήρχε κάποιος ήχος στο περιβάλλον. Ακόμη και τις πιο ήσυχες στιγμές, ήταν εκεί. Οι κάτοικοι της πόλης το έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ, που δεν του δίνουμε πια σημασία. Η παντελής έλλειψη ακουστικών ερεθισμάτων που αντιμετωπίζαμε εκείνη τη στιγμή, ήταν κάτι που δεν την είχα ξαναζήσει.
Βέβαια, όλη την ημέρα έλειπαν οι ήχοι, τώρα που το σκέφτομαι. Αλλά εκείνη τη στιγμή, μέσα στην σκοτεινιά, ένιωθα πως η απόλυτη σιωπή μου βάραινε την καρδιά. Με πλάκωνε σαν ασήκωτο βάρος.
Κατεβήκαμε στο ισόγειο. Έκανα μια στάση εκεί, για να σκεφτώ τι θα έπρεπε να κάνουμε στη συνέχεια. Που να πάμε. Υπέθετα πως η διακοπή ρεύματος θα συνεχίζονταν, κι άρα το βράδυ το κρύο θα γινόταν αφόρητο. Μόνη λύση να ζεσταθούμε, θα ήταν να ανάψουμε φωτιά κάπου. Αλλά που θα μπορούσαμε…
Ξαφνικά, θυμήθηκα το τζάκι στο σπίτι της Μαρίας. Θα μπορούσα να το ανάψω και τουλάχιστον από ζέστη για το βράδυ θα ήμασταν εντάξει. Την επόμενη μέρα, θα βλέπαμε τι θα κάναμε. Και η Μαρία θα ήταν πιο άνετα, αφού θα βρίσκονταν σε έναν οικείο της χώρο.
Θεώρησα πως είχα μια καταπληκτική ιδέα. Ενθουσιασμένος με τον εαυτό μου, ξεκίνησα να περπατάω προς τα μπροστά. Βρήκα αέρα και έχασα την ισορροπία μου προς τα εμπρός. Αργοπορημένα, θυμήθηκα τα σκαλοπάτια που υπήρχαν στην είσοδο του κτηρίου, πίσω από την εξώπορτα.
Το δεξί μου πόδι προσγειώθηκε στην άκρη από το σκαλοπάτι. Τόσο άκρη, που δεν στηρίχθηκε εκεί. Έφυγε προς τα κάτω κι αυτή τη φορά είχε κλίση.
Ένιωσα έναν οξύτατο πόνο καθώς σωριάστηκα στο πάτωμα. Ευτυχώς, κάποια στιγμή είχα αφήσει το χέρι της Μαρίας, αλλιώς θα την είχα παρασύρει στην πτώση μου.
«Είσαι καλά;» είπε η Μαρία, σκύβοντας από πάνω μου. Αναρωτήθηκα κι ο ίδιος αν ήμουν καλά. Το πόδι πονούσε πολύ. Δοκίμασα να το περιστρέψω. Ο αστράγαλος πονούσε διαολεμένα, αλλά η περιστροφή έγινε. Μάλλον αυτό σημαίνει πως έπαθα διάστρεμμα στον αστράγαλο, δηλαδή.
«Καλά είμαι. Ένα λεπτό να πάρω ανάσες και σηκώνομαι», είπα ψέματα. Στηρίχθηκα στον τοίχο και δοκιμάζω να σηκωθώ. Το πόδι πονούσε, αλλά τουλάχιστον περπατούσα χωρίς πολλή δυσκολία. Ήξερα όμως πως μερικές ώρες αργότερα, θα ήταν χειρότερα. Έπρεπε να βρω να βάλω πάγο και ύστερα να το δέσω.
Αλλά όλα έπρεπε να γίνουν στην ώρα τους. Πρώτο μέλημα ήταν, να πάμε στο σπίτι της Μαρίας και να ανάψω τη φωτιά.
Αρκεί σε αυτό να έχω καλύτερη τύχη από ότι στον εξοπλισμό του ραδιοφωνικού σταθμού, σκέφτηκα, με την αυτοπεποίθησή μου μειωμένη κατά ένα μεγάλο ποσοστό.
Έπιασα ξανά το χέρι της Μαρίας και περάσαμε τα πεσμένα γυαλιά από το τζάμι που έσπασα για να μπούμε μέσα. Τουλάχιστον ήμουν τυχερός που δεν έπεσα πάνω τους. Θα μπορούσα να είχα τραυματιστεί πολύ άσχημα.
«Που θα πάμε;» ρώτησε η Μαρία. Τη φώτισα με τον φακό και είδα πως με κοιτούσε με τα μάτια της ορθάνοιχτα, καθώς περπατούσαμε προς το σημείο που είχα αφήσει το αυτοκίνητό μου. Εγώ περπατούσα αργά, προσπαθώντας να μην κουτσαίνω. Δεν ήθελα να δείξω στη μικρή πως πονάω. Το κρύο ήταν τσουχτερό στο δρόμο.
«Νομίζω πως καλό θα είναι να πάμε σπίτι σου απόψε. Εκεί θα έχεις παρέα και τις άλλες κούκλες σου. Τι λες, σου αρέσει αυτή η ιδέα;» είπα με ένα πλατύ χαμόγελο.
Η Μαρία χαμογέλασε. «Ναι! Θα ανάψουμε και το τζάκι για να ζεσταθούμε, όταν πάμε; Ελπίζω πως ναι! Θα κρυώσουμε πολύ αν δεν το ανάψουμε!»

Εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα πόσο έξυπνη είναι η μικρή.
«Ναι, θα το ανάψουμε κι αυτό», συμφώνησα.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου