Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 9ο



«Δεν μου αρέσει», επαναλαμβάνει η Μαρία, με περισσότερη έμφαση αυτή τη φορά. Με κοιτάζει και το ύφος της γίνεται ελαφρώς πεισμωμένο.
«Ναι, αλλά πρέπει να φας κάτι. Δεν έχεις φάει τίποτε από τότε που σε βρήκα!» της απαντάω. Πόσο ξεροκέφαλο αποδεικνύεται να είναι αυτό το παιδί! Εντάξει, κι εγώ ποτέ δεν συγκατέλεγα τις κονσέρβες με όσπρια ανάμεσα στα αγαπημένα μου φαγητά, ιδιαίτερα όταν ήμουν στην ηλικία της. Αλλά όταν μου έλεγε κάτι ένας μεγαλύτερος, συνήθως τον υπάκουγα.
Και τώρα που είμαστε μόνοι μας, πρέπει να με ακούει. Όσο προχωράει η ώρα, η κατάσταση δυσχεραίνει. Το μόνο φως που υπάρχει στο δωμάτιο, είναι από την φωτιά που χορεύει μέσα στο τζάκι. Όταν απομακρύνομαι από αυτό, αμέσως με τυλίγει μια παγωνιά.
Η διάθεσή μου, χαλάει όλο και περισσότερο όσο περνάει η ώρα. Μαζί, αυξάνεται κι ο πόνος στο πόδι μου. Το νιώθω πρησμένο και είμαι σίγουρος πως με δυσκολία θα περπατήσω έστω και λίγα βήματα. Για τρέξιμο, φυσικά ούτε λόγος δεν μπορεί να γίνει, αν χρειαστεί για οποιονδήποτε λόγο.
Μέχρι ένα σημείο, πηγαίναμε καλά. Λίγο μετά από τη στιγμή που βρήκα τη Μαρία, η θερμοκρασία άρχισε να πέφτει ξανά. Αυτό έκανε πιο επιτακτική την ανάγκη να την ντύσω καλύτερα. Έτσι, επέμεινα και τελικά κατάφερα να την πείσω να μου δείξει που ήταν το σπίτι της. Όταν είχε βγει από το σπίτι, ευτυχώς είχε σκεφτεί να πάρει τα κλειδιά μαζί της. Έτσι, το να μπούμε μέσα δεν αποτέλεσε πρόβλημα.
Το σπίτι της αποδείχθηκε πως ήταν ένα τεράστιο οροφοδιαμέρισμα στον δεύτερο όροφο ενός κτηρίου με τέσσερις συνολικά ορόφους. Άρα, η οικογένειά της μάλλον τα πήγαινε καλά από οικονομικής άποψης. Το εσωτερικό του διαμερίσματος ήταν ανάλογα διακοσμημένο.
«Τι δουλειά κάνουν οι γονείς σου;» ρώτησα τη Μαρία κάποια στιγμή.
«Ο μπαμπάς μου κάνει καλά τους ανθρώπους! Έρχονται σε αυτόν και τους κάνει καλά! Η μαμά… η μαμά μου…», σταμάτησε να μιλάει και δάκρυσε. Χαμήλωσε το κεφάλι της και έκρυψε το προσωπάκι της πίσω από την κούκλα της.
Από τα λόγια της συμπέρανα πως ο πατέρας της είναι γιατρός. Δεν ήθελα να ρωτήσω περισσότερα, προφανώς έπρεπε να προσπαθήσω να αλλάξω το θέμα της συζήτησης ώστε να της αποσπάσω την προσοχή από τους εξαφανισμένους γονείς της.
«Δείξε μου που έχεις το δωμάτιό σου!» της είπα, με όσο πιο πολύ ενθουσιασμό μπορούσα να βάλω στη φωνή μου. Την έπιασα από το χέρι και την άφησα να με οδηγήσει εκεί.
Και αφού με πήγε εκεί, άρχισε να μου δείχνει όλες τις κούκλες της. Εγώ έβαζα τα δυνατά μου να προσποιούμαι πως διασκεδάζω και πως με ενδιαφέρουν αυτά που μου έλεγε για την ιστορία της καθεμίας από αυτές. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα πως το φως του ηλίου είχε αρχίσει να μειώνεται. Θυμήθηκα πως ξεκίνησα με σκοπό να μεταβώ στον ραδιοφωνικό σταθμό και να επιχειρήσω να εκπέμψω κάποιο μήνυμα. Ξαφνικά ένιωσα πως θα έπρεπε να βιαστούμε, να προλάβω να το κάνω πριν δύσει ο ήλιος.
Δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί, αλλά όσο περνούσε η ώρα ένιωθα πως δεν θα έπρεπε να πέσει το σκοτάδι κι εμείς να είμαστε έξω στον δρόμο.
«Μαρία, κάπου πρέπει να πάμε. Που έχετε τα ρούχα σου; Θα κάνει κρύο και πρέπει να ντυθείς πιο ζεστά», της είπα, την στιγμή που είχε αφαιρεθεί που είχε αφαιρεθεί χαϊδεύοντας τα ξανθά μαλλιά της κούκλας που κρατούσε και νωρίτερα.
Με κοίταξε με βλέμμα γεμάτο περιέργεια.
«Που πρέπει να πάμε;» ρώτησε.
 «Θέλω να στείλω ένα μήνυμα. Αν είναι και κάποιος άλλος εδώ τριγύρω, μπορεί να ακούσει αυτό το μήνυμα και θα έρθει να μας συναντήσει», απάντησα, μιας και δεν βρήκα κάποιο λόγο να της αποκρύψω την αλήθεια.
Έμεινε σκεπτική για λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα ρώτησε ξανά. «Πως θα το στείλεις αυτό το μήνυμα;»
«Σκοπεύω να χρησιμοποιήσω το ραδιόφωνο. Ξέρεις τι είναι το ραδιόφωνο;»
Έγνεψε καταφατικά. «Αν όμως το ακούσει ο μαύρος άντρας και έρθει κι αυτός; Τι θα κάνουμε τότε;»
Τα λόγια της με έπιασαν απροετοίμαστο καθώς δεν είχα σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο. Μένω μερικά δευτερόλεπτα αμίλητος, καθώς ζυγίζω τις επιλογές.
Τελικά αποφασίζω πως ούτως ή άλλως είναι θα καλό να το στείλουμε. Δεν χρειάζεται κανένας μακρύς λόγος. Ένας σύντομος χαιρετισμός θα αρκούσε, ώστε αν υπάρχει και κάποιος άλλος εδώ τριγύρω, να τον ακούσει και να ξέρει πως δεν είναι μόνος. Αν καταφέρω να αυτοματοποιήσω την εκπομπή ώστε να μεταδίδεται συνεχώς, ακόμη καλύτερα.
«Θα πάμε εκεί και απλά θα πούμε πως υπάρχουμε. Ακόμη κι αν το ακούει ο μαύρος άντρας, δεν θα καταλάβει που είμαστε και δεν θα μας βρει», απάντησα. Χαμογέλασα με το πιο ενθαρρυντικό χαμόγελο που μπορούσα και είδα πως το ανταπέδωσε.
«Τώρα, πάμε να σε ντύσω καλύτερα», επανέλαβα.
Μου έδειξε που είναι τα ρούχα της και διάλεξα ένα ζευγάρι μποτάκια, ένα παντελόνι τζιν και ζεστά μάλλινα ρούχα. Από πάνω της φόρεσα ένα μπουφανάκι κόκκινο. Βρήκα και ένα σκουφί που της έπεφτε μεγάλο και της το έβαλα κι αυτό.
Όταν τελειώσαμε, έκανα δυο βήματα πίσω και την κοίταξα.
«Έτοιμη;»
«Ναι, πάμε», απάντησε. Είχε αφήσει την κούκλα της στο πάτωμα καθώς την έντυνα. Τώρα την έπιασε ξανά στα χέρια της.
Βγήκαμε έξω από το κτήριο. Αμέσως με χτύπησε ένας παγωμένος αέρας. Η θερμοκρασία είχε πέσει πολύ. Το κρύο ήταν τσουχτερό, όπως το πρωί όταν πρωτοβγήκα από το σπίτι μου. Περπατήσαμε γρήγορα μέχρι το αυτοκίνητό μου. Κοίταξα ξανά το χτυπημένο προφυλακτήρα και το φτερό. Σκέφτηκα πως πραγματικά ήμουν πολύ τυχερός που μόνο αυτά επηρεάστηκαν από το ατύχημα. Το αυτοκίνητο θα μπορούσε άνετα να είχε αχρηστευτεί από εκείνη τη σύγκρουση.
Μπήκαμε μέσα και ξεκινήσαμε. Μερικά λεπτά αργότερα, φτάσαμε στο κτήριο όπου στεγάζονταν ο ραδιοφωνικός σταθμός. Ήταν στα περίχωρα της πόλης, βγαίνοντας προς τα ανατολικά. Μπήκα στο χώρο στάθμευσης. Ήταν έρημος, εκτός από ένα άσπρο φορτηγάκι με το λογότυπο του σταθμού τυπωμένο με κόκκινα γράμματα στο πλάι. Βγήκα από το αυτοκίνητο. Η Μαρία έκανε την κίνηση να βγει και αυτή.
«Μάλλον είναι καλύτερα να μείνεις εδώ», της είπα μόλις την είδα.
«Κι αν έρθει ο μαύρος άντρας; Φοβάμαι τον μαύρο άντρα! Φοβάμαι! Μη με αφήσεις εδώ, μόνη μου!» φώναξε και ο τρόμος ήταν ολοφάνερος στη φωνή και την έκφρασή της.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, δίσταζα να την πάρω μέσα στο κτήριο του σταθμού. Πίστευα πως θα ήταν καλύτερα αν έμενε στο αυτοκίνητο. Ένιωθα σίγουρος πως δεν θα απειλούνταν από κάτι – ή από κάποιον. Παρ’ όλα αυτά, είδα πόσο είχε τρομάξει με την προοπτική να μείνει μόνη της, κι έτσι αποφάσισα να την πάρω μαζί μου. Ούτως ή άλλως δεν σκόπευα να μείνουμε εκεί για ώρα. Λογικά, δεν θα μου έπαιρνε πολύ ώστε είτε να εκπέμψω το μήνυμα που σκόπευα, είτε να αποφασίσω πως δεν έχω τις απαιτούμενες γνώσεις να το κάνω.
Κοίταξα προς τα δυτικά. Μάλλον έπρεπε να βιαστώ ακόμη περισσότερο. Ο ήλιος πλησίαζε γρήγορα στον ορίζοντα. Με έπιασε ξανά το συναίσθημα πως όταν πέσει το σκοτάδι, θα πρέπει να είμαστε σε κάποιον κλειστό χώρο και όχι να τριγυρίζουμε εδώ κι εκεί.
Ένιωσα ξανά έντονο το συναίσθημα πως δεν θα ήταν ασφαλές αν τριγυρίζαμε έξω εκείνο το βράδυ.
Φτάσαμε στην εξώπορτα του κτηρίου. Είναι κλειδωμένη. Έπρεπε να το περιμένω αυτό. Έμεινα για λίγη ώρα να κοιτάζω την κλειδωμένη πόρτα, προσπαθώντας να αποφασίσω τι να κάνω. Για καλό και για κακό χτύπησα το κουδούνι. Περίμενα για λίγη ώρα. Δεν υπήρξε απάντηση. Φυσικά.
Κοίταξα την Μαρία που στεκόταν δίπλα μου. Γύρισε και με κοίταξε κι αυτή. Σα να κατάλαβε πως ήμουν αναποφάσιστος κι ανασήκωσε τους ώμους της.
Κοίταξα ξανά προς τη δύση. Ο δίσκος του ηλίου είχε ακουμπήσει στον ορίζοντα. Έπρεπε να πάρω μια απόφαση και έπρεπε να το κάνω γρήγορα.
Η εξώπορτα ήταν συρόμενη, αλλά αριστερά και δεξιά της υπήρχαν γυάλινες επιφάνειες. Λογικά δε θα ήταν και πολύ ανθεκτικές. Αν κατάφερνα να τις σπάσω, θα χωρούσαμε να περάσουμε.
Πήρα την απόφαση.
«Μαρία, κάνε μερικά βήματα πίσω για να μην χτυπήσεις. Θα σπάσω το τζάμι εδώ για να μπούμε μέσα», είπα. Η Μαρία υπάκουσε. Την είδα να περπατάει προς τα πίσω, κοιτάζοντάς με συνέχεια.
Πλησίασα τη γυάλινη επιφάνεια. Την κοίταξα. Σκέφτηκα πως είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που μπαίνω παράνομα σε κάποιο κτήριο. Αλλά σήμερα είναι μια μέρα που το δικαιολογεί αυτό. Ακόμη κι αν υπάρχει κάποιος μέσα, σίγουρα θα έχει αντιληφθεί πως κάτι περίεργο συμβαίνει στην περιοχή.
Σήκωσα το χέρι μου. Κάλυψα το πρόσωπό μου με την κουκούλα από το μπουφάν και κοίταξα προς την άλλη κατεύθυνση. Έβαλα όλη τη δύναμη και χτύπησα το τζάμι με τον αγκώνα. Αυτό θρυμματίστηκε αμέσως. Το πάτωμα από πίσω γέμισε μικρά κομμάτια.
Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία. Είχε αφαιρεθεί ξανά, κοιτάζοντας την κούκλα της.
«Μαρία, έλα. Μπαίνουμε μέσα», είπα. Χωρίς να πει κουβέντα, ήρθε δίπλα μου. Με έπιασε από το χέρι.
«Εδώ τριγύρω έχει πολλά σπασμένα γυαλιά. Έχε το νου σου μην κοπείς», την προειδοποίησα. Έγνεψε καταφατικά. Περάσαμε προσεκτικά μέσα από το άνοιγμα και μπήκαμε στον προθάλαμο του κτηρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου