Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 21ο



«Ένα από τα πρώτα που κάναμε με επιτυχία» συνέχισε ο άνδρας ύστερα από μια σύντομη παύση, «ήταν να παραβιάσουμε κάποιους λογαριασμούς email της εταιρείας. Για αρκετούς μήνες, δεν είχαν κάνει τίποτε. Κάποια στιγμή, υπέπεσε στην αντίληψή μας ότι άρχισαν να στέλνουν email και να καλούν υποψηφίους για κάποια υποτιθέμενη συνέντευξη. Τότε καταλάβαμε ήταν η στιγμή που ξεκινήσαμε να αναζητούμε αυτούς τους υποψήφιους ώστε να κάνουμε κάτι και να τους σώσουμε».
«Είναι και άλλοι σαν κι εμένα, δηλαδή;» ρωτάω. Στο μυαλό μου έρχεται η ανάμνηση από εκείνον τον διάδρομο με τις πολλές πόρτες που ήταν παρόμοιες με αυτή που οδηγούσε στο σκοτεινό δωμάτιο όπου ήμουν εγώ.
«Ναι. Όχι πολλοί όμως. Κληθήκαν σαν κι εσένα, υποτίθεται να δώσουν συνέντευξη με προοπτική να προσληφθούν στην εταιρεία. Όλοι τους στην ηλικία σου περίπου, άνεργοι και σε όχι πολύ καλή οικονομική κατάσταση».
Κάνω νόημα προς τη Μαρία, η οποία κοιτούσε και άκουγε σα μαγεμένη τον άνδρα να αφηγείται την ιστορία. «Και η μικρή από εδώ;» ρωτάω. «Σίγουρα δεν τη δελεάσανε με προοπτική για εργασία. Πως βρέθηκε εδώ;»
«Αυτό δεν το γνωρίζω. Γενικά, κατάσταση σαν αυτή που έχετε εδώ δεν έχω ξανασυναντήσει. Είναι μοναδική. Δεν ήξερα πως θα έβαζαν δυο άτομα στον ίδιο εικονικό κόσμο. Συνήθως, το κάθε πειραματόζωο είναι μόνο του».
Όλη η ιστορία εξακολουθεί να μου φαίνεται εντελώς εξωπραγματική. Και ακόμη χειρότερα, έχει υπερβολικά πολλά σημεία που είναι αδύναμη.
«Οκ, ας υποθέσω πως μου λες την αλήθεια», λέω, και βλέπω τον συνομιλητή μου να σφίγγεται ξανά. «Τότε που σε συνάντησα στους δρόμους της Αθήνας, γιατί με κυνηγούσες για να μου πουλήσεις εκείνο το μαραφέτι;»
Ο άνδρας ξεφύσησε και πήρε ένα απαξιωτικό ύφος. «Αυτό το μαραφέτι, όπως τόσο υποτιμητικά το χαρακτηρίζεις, ήταν πολύ περισσότερο από όσο έδειχνε. Περιείχε προηγμένο ηλεκτρονικό εξοπλισμό, με σκοπό να κάνει παρεμβολές στα σήματα της εξομοίωσης. Χάρη σε αυτό ήταν που ξύπνησες, έστω και για λίγο. Επίσης, αυτές οι παρεμβολές μου επιτρέπουν να εμφανιστώ μπροστά σου, αυτή τη στιγμή».
Αυτό, ομολογώ πως δεν το περίμενα. Μένω να τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό.
«Με… με κυνηγούσες στο κέντρο της Αθήνας για αυτό το λόγο; Πως ήξερες που θα με βρεις;»
«Ναι, αυτός ήταν ο λόγος που σε είχα πάρει από πίσω. Ήσουν τυχερός. Αν δεν σε είχαν πάρει τηλέφωνο το πρωί εκείνο για να αλλάξουν την ώρα της “συνέντευξης”, δεν θα σε έβρισκα ποτέ».
Κουνάω το κεφάλι μου. Είναι στιγμές που νιώθω πως με κοροϊδεύει με παραμύθια. Μια τόσο τρελή ιστορία δεν μπορεί να είναι τίποτε περισσότερο.
«Και γιατί ήθελες να μου το πουλήσεις και δεν μου το προσέφερες απλά;» ρωτάω.
«Γιατί, αν έρχονταν ένας άγνωστος και σου προσέφερε κάτι δωρεάν, θα το δεχόσουν; Η ιστορία πως έψαχνα να το πουλήσω ήταν πιο πιστευτή». Εντάξει, παραδέχομαι πως αυτό έχει μια λογική. «Πάντως, αν δεν δεχόσουν να το αγοράσεις ούτε με την ελάχιστη τιμή που σου ζήτησα, ήμουν διατεθειμένος να στο χάριζα».
«Ναι, ε; Κι όλο αυτό το κόλπο, γιατί; Πιο απλό δεν θα ήταν να με πιάσεις και να μου πεις την αλήθεια, ώστε να μην πάω καθόλου;»
«Αν ξεκινούσα να σου λέω αυτά τα πράγματα ενώ ήμασταν στο δρόμο, πιο θεωρείς πιο πιθανό ενδεχόμενο; Πως θα πίστευες πως λέω αλήθεια; Ή πως είμαι τρελός ή έχω κάποιο προσωπικό συμφέρον με το να σε αποτρέψω από το να εμφανιστείς στη συνέντευξη; Θα μπορούσα με λόγια να σε εμποδίσω να πας σε μια συνέντευξη για μια δελεαστική προοπτική;»
Η αλήθεια είναι πως όχι. Και σε αυτό έχει δίκιο. Κάνω νόημα πως συμφωνώ και τον αφήνω να συνεχίσει.
Δεν συνεχίζει όμως. Τον βλέπω να κοιτάζει τριγύρω και να παίρνει ένα ανήσυχο ύφος.
«Τι έγινε; Τι έπαθες ξαφνικά;» ρωτάω.
«Δεν έχουμε πολύ χρόνο», απαντάει και η ένταση στη φωνή του είναι έκδηλη.
«Τι εννοείς; Τι συμβαίνει;» Νιώθω κι εγώ μια ανησυχία με τα λόγια του. Η Μαρία μου πιάνει το χέρι και το κρατάει σφιχτά. Μάλλον το αισθάνεται κι αυτή.
Ο άνδρας κάνει μια ξαφνική κίνηση και με τα δυο του χέρια με αρπάζει από τον γιακά.
«Άκουσέ με!» λέει, σχεδόν φωνάζοντας. «Το πρώτο πράγμα που είδες, όταν ξεκίνησε η εξομοίωσή σου, μετά από τη συνέντευξη, ποιο ήταν;»
Απλό είναι αυτό.
«Ξύπνησα στο σπίτι μου από το ξυπνητήρι!» απαντάω. Τον βλέπω πως κουνάει το κεφάλι του.
«Όχι, δεν κάνει αυτό», μονολογεί. «Από όσο έχω δει, στην αρχή πάντα σου δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο μπορείς τελικά να βγεις και να επανέλθεις στον κανονικό κόσμο, αν το επιθυμήσεις. Μέσα στο σπίτι σου, αυτό δεν θα έγινε. Η μήπως γίνεται;» Φαίνονταν πως μιλούσε μόνος του.
«Για περίμενε, μισό λεπτό», τον διακόπτω. «Υπάρχει τρόπος να βγεις από εδώ; Ποιος είναι αυτός; Και αφού υπάρχει, γιατί να στήσεις όλο αυτό το σκηνικό;»
«Υπάρχει τρόπος», μου απαντάει. «Πάντα υπάρχει κάποιου είδους δοκιμασία, που αν το πειραματόζωο την περάσει, θα είναι ελεύθερο να επιστρέψει στον πραγματικό κόσμο. Αυτό είναι χρήσιμο, σε περίπτωση που η δράση της εταιρείας αποκαλυφθεί στο ευρύ κοινό. Οι άνθρωποί της θα μπορούν να ισχυριστούν πως τα πειραματόζωα μένουν μέσα στο πείραμα με την θέλησή τους. Δεν είναι στην πραγματικότητα παγιδευμένοι, αλλά είναι στο χέρι τους να ελευθερωθούν αν το επιθυμήσουν».
Παρατηρώ πως αρθρώνει τις λέξεις με γρήγορο ρυθμό και κοιτάζει συνεχώς σε διάφορα σημεία γύρω του. Φαίνεται ανυπόμονος. «Βέβαια, τα πρώτα στοιχεία εμφανίζονται στην αρχή, όταν τα πειραματόζωα είναι μπερδεμένα ακόμη και δεν έχουν καταλάβει πως κάτι συμβαίνει. Είναι πολύ πιθανό να μην τους δώσουν καμία σημασία. Ακόμη κι αν βρεθούν αντιμέτωποι με τη δοκιμασία, είτε τυχαία είτε επειδή παρατήρησαν τα στοιχεία, μπορεί να μην καταφέρουν να την ολοκληρώσουν. Ακόμη χειρότερα, ενδέχεται να πειστούν πως είναι καλύτερο να μην το προσπαθήσουν καν».
Το πειραματόζωο ενδέχεται να μην καταφέρει να ολοκληρώσει τη δοκιμασία. Σαν ένα αναθεματισμένο ηλεκτρονικό παιχνίδι, όπου πρέπει να λύσεις γρίφους ή να σκοτώσεις κάποιον συγκεκριμένο αντίπαλο για να περάσεις στο επόμενο επίπεδο.
Τώρα, είμαι ο πρωταγωνιστής στο δικό μου ηλεκτρονικό παιχνίδι. Μόνο που αυτή η κατάσταση ξεκίνησε χωρίς να το θελήσω.
«Πρέπει να φύγω», λέει ξαφνικά ο άνδρας. «Θυμήσου τι είδες και τι ένιωσες στην αρχή, όταν ξεκίνησες να ζεις την εξομοίωση. Κάντο γρήγορα! Και έχε υπόψη πως θα κάνουν ό, τι μπορούν για να σε κρατήσουν μέσα!»
Με το που λέει αυτά τα λόγια, πετάγεται όρθιος. Αρχίζει να τρέχει με κατεύθυνση προς την εκκλησία. Μένω αποσβολωμένος για δυο δευτερόλεπτα. Ύστερα αφήνω το χέρι της Μαρίας και σηκώνομαι κι εγώ με σκοπό να τον ακολουθήσω. Αυτός έχει ήδη φτάσει στο πλάι του ναού και χάνεται πίσω του. Σχεδόν αμέσως, φτάνω κι εγώ. Κοιτάζω από την πίσω πλευρά, τίποτε. Ούτε ίχνος από τον άνδρα. Κάνω τρέχοντας το γύρο του ναού. Κανένα αποτέλεσμα.
Είναι σα να εξαφανίστηκε εντελώς. Νιώθω απογοήτευση και αγανάκτηση ταυτόχρονα. Δίνω ένα δυνατό χτύπημα στον τοίχο του ναού με τη γροθιά μου.
Γυρίζω πίσω στο παγκάκι όπου καθόμουν, με αργά βήματα και με κατεβασμένο το κεφάλι. Βλέπω πως και η Μαρία φαίνεται πολύ  στεναχωρημένη. Πηγαίνω και κάθομαι ξανά δίπλα της. Γυρίζει το κεφάλι της και με κοιτάζει. Το ύφος της φαίνεται να λέει πως περιμένει από μένα ένα λόγο που να την παρηγορήσει, οτιδήποτε.
Απλώνω το χέρι και της χαϊδεύω τα μαλλιά. Τη χαμογελάω με σκοπό να την εμψυχώσω. Γιατί δεν έχω λόγια παρηγοριάς να δώσω αυτή τη στιγμή.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 20ο



Ο άνδρας κατεβάζει το κεφάλι. Μένει σε αυτή τη θέση να σκέφτεται για αρκετή ώρα. Φαίνεται σαν να μην είναι σίγουρος για πως να ξεκινήσει. Αποφασίζω να τον βοηθήσω κάνοντας μια ερώτηση. Έτσι, θα επιβεβαιώσω αν μια υποψία που έχω εδώ και πολλή ώρα είναι πραγματική.
Ή θα επιβεβαιώσω πως είμαι παρανοϊκός. Σίγουρα ίσχυε το ένα από τα δυο.
«Το μέρος που είμαστε τώρα», ξεκινάω να λέω και παρατηρώ πως σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει προς το μέρος μου με ενδιαφέρον. Αυτό με εμψυχώνει για να συνεχίσω. «Αυτό το μέρος εδώ, όλα… θα ακουστεί τρελό, αλλά νομίζω πως δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα». Τον βλέπω πως συνεχίζει να με κοιτάζει χωρίς να μιλάει.
«Εννοώ, πως τα αναγνωρίζω και ξέρω πως υπάρχουν. Αλλά πιστεύω πως δεν είμαι εδώ στην πραγματικότητα».
Ο τύπος χαμογελάει ξανά με αυτό το απαίσιο χαμόγελό του και το δόντι του που λείπει.
«Πολύ παρατηρητικό εκ μέρους σου. Συγχαρητήρια, έχεις καταλάβει σωστά. Νομίζω πως οι πιο πολλοί στη θέση σου δεν θα είχαν καταλάβει τίποτα ακόμη», μου λέει με επαινετικό ύφος.
Ξαφνικά, νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει πολύ γρήγορα. Παρά το ότι εδώ και ώρα ένιωθα σίγουρος πως αυτό είναι αλήθεια, η επιβεβαίωση με συγκλόνισε. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσω.
«Και που βρίσκομαι – βρισκόμαστε τότε;» ρωτάω. Αν και νιώθω πως γνωρίζω την απάντηση και αυτής της ερώτησης.
«Στην πραγματικότητα, και οι δυο σας – » λέει, κοιτώντας εναλλάξ εμένα και τη Μαρία, «αυτή τη στιγμή βρίσκεστε ναρκωμένοι σε δυο μικρά σκοτεινά δωμάτια, σε ένα κτήριο που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας».
Ακούω τη Μαρία να βγάζει έναν μικρό ήχο. Την κοιτάζω και βλέπω πως κοιτάζει τον άνδρα με ορθάνοιχτα μάτια και τρομοκρατημένο βλέμμα.
Υποθέτω πως και το δικό μου βλέμμα θα φαίνεται παρόμοιο σε κάποιον παρατηρητή.
«Το γραφείο όπου είχα πάει για εκείνη την καταραμένη συνέντευξη», συμπεραίνω και τον βλέπω να γνέφει καταφατικά.
«Αλλά πως, γιατί γίνονται όλα αυτά;» ρωτάω και σηκώνω τα χέρια μου, δείχνοντας τριγύρω. «Ποιον σκοπό εξυπηρετούν;»
Ο τύπος κοιτάζει τριγύρω. Το βλέμμα του στάθηκε για λίγο στην εκκλησία, στο ρυάκι, στο παγκάκι. Ύστερα στρέφει ξανά την προσοχή του στη Μαρία και σε μένα.
«Ο χώρος στον οποίο βρισκόμαστε είναι μια εξομοίωση υπολογιστή. Μην απορείς για την τελειότητά της, βασίζεται σε τεχνολογία την οποία το ευρύ κοινό θα γνωρίσει σε αρκετά χρόνια από τώρα», είπε, βλέποντας το βλέμμα που του έριξα και προλαβαίνοντας τις ερωτήσεις μου. «Τα σώματά σας είναι ναρκωμένα και ακίνητα, αλλά τα μυαλά σας είναι μέσα στην εξομοίωση και τη ζούνε. Η εξομοίωση στέλνει ερεθίσματα στον εγκέφαλό σας και εσείς τα αντιλαμβάνεστε ως ερεθίσματα που προέρχονται από τις πέντε αισθήσεις σας. Υπάρχουν ταινίες επιστημονικής φαντασίας που περιγράφουν το ίδιο πράγμα, αν αυτό σε βοηθήσει να καταλάβεις περί τίνος μιλάω».
Γνέφω καταφατικά. Πράγματι κατάλαβα την έννοια στην οποία αναφέρθηκε.
«Ποιος ο σκοπός όμως;» ρωτάω. «Δεν πιστεύω να έγινε κάποιος πόλεμος μεταξύ ανθρώπων και μηχανών, να κερδίσανε οι μηχανές και να μας έχουν υποδουλώσει!»
«Φυσικά και όχι!» λέει ο τύπος και τον πιάνουν ξανά τα γέλια. Σύντομα ηρεμεί ξανά και συνεχίζει να μιλάει. «Όχι, ο κόσμος συνεχίζει κανονικά. Έχουν περάσει μόνο δυο μέρες από τότε που σε κυνηγούσα στο κέντρο της Αθήνας για να σου δώσω εκείνο το αντικείμενο».
Η τελευταία πρόταση μου δημιουργεί νέες ερωτήσεις, αλλά αποφασίζω να τις κρατήσω για αργότερα.
«Στην πραγματικότητα, η εξομοίωση αυτή εξυπηρετεί όχι έναν, αλλά δυο σκοπούς. Ο πρώτος και κυριότερος σκοπός, είναι πως αποτελεί μέλος ενός πειράματος», συνέχισε.
«Πείραμα; Τι είδους πείραμα;» ρωτάω.
«Σκοπός του πειράματος είναι η μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, σε πρωτόγνωρες αλλά ελεγχόμενες συνθήκες. Τα πειραματόζωα δεν γνωρίζουν πως είναι σε πείραμα και συνεχίζουν να λειτουργούν κανονικά. Δηλαδή, όσο κανονικά τους επιτρέπεται. Αυτοί που κάνουν το πείραμα, ανά τακτά χρονικά διαστήματα τους βάζουν νέες προκλήσεις και οι αντιδράσεις των πειραματόζωων παρακολουθούνται και ελέγχονται».
Με αυτή την αποκάλυψη ανατριχιάζω, καθώς θυμάμαι πως χθες είχα παρομοιάσει την κατάστασή μου με αυτή ενός ποντικιού χαμένου σε έναν λαβύρινθο, με μια ομάδα από περίεργους επιστήμονες να το κοιτάζουν από ψηλά.
Πόσο δίκιο είχα, τελικά!
Σύντομα ανακτώ την ψυχραιμία μου. Θέλω να μάθω ακόμη περισσότερα.
«Και ο δεύτερος σκοπός; Ποιος είναι;»
«Τα χρήματα. Υπάρχουν άνθρωποι που πληρώνουν, και μάλιστα αδρά, για να παρακολουθούν τη ζωή των πειραματόζωων μέσα στον εικονικούς κόσμους. Σε αυτούς, αυτό που βλέπουν μοιάζει με μια ταινία δράσης, μόνο που οι πρωταγωνιστές της ταινίας αυτής πιστεύουν πως τα ζούνε στ’ αλήθεια. Φαίνεται πως αυτό τους προσφέρει συγκινήσεις που ο κινηματογράφος δε μπορεί να πλησιάσει. Είναι μια πολύ επικερδής εταιρεία, να το ξέρεις. Και πολύ ισχυρή, επίσης».
Νιώθω την καχυποψία να φουντώνει μέσα μου. «Εσύ πως τα ξέρεις όλα αυτά, αλήθεια; Πως βρέθηκες εδώ μέσα; Πως μπορείς να μου αποδείξεις πως δεν είσαι κάποιο τέχνασμα αυτών που ελέγχουν τον κόσμο εδώ;» ρωτάω.
Ο τύπος σηκώνει τα χέρια του ψηλά. «Στην πραγματικότητα, δεν μπορώ να σου αποδείξω τίποτε», παραδέχεται. «Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να σου πω τα γεγονότα όπως τα ξέρω και να σε συμβουλεύσω. Εσύ θα αποφασίσεις αν θα ακολουθήσεις τις συμβουλές μου ή όχι».
Δεν είμαι απόλυτα ικανοποιημένος από αυτή την απάντησή του, αλλά δε διακρίνω να έχω και κάποια άλλη επιλογή. Δεν μιλάω, απλά του κάνω νόημα να συνεχίσει.
«Όσον αφορά την πρώτη ερώτησή σου, το ξέρω γιατί πρόσφατα στο παρελθόν βρέθηκα στην ίδια θέση με σένα. Η Αθήνα δεν είναι το πρώτο μέρος όπου αυτοί οι άνθρωποι έστησαν αυτή την επιχείρηση. Έχουν διαλέξει διάφορα μέρη στο κόσμο, με προτίμηση χώρες που έχουν μεγάλη ανεργία και φτώχεια. Και σε ένα μέρος, με είχαν και μένα ως πειραματόζωο».
«Εσύ όμως, κατάφερες να ξεφύγεις από το πείραμά σου», συμπέρανα.
«Ναι, ήμουν τυχερός. Ήμουν από τα πρώτα πειράματα και η εξομοίωση εμφάνιζε αρκετά σφάλματα. Επιφάνειες χωρίς κάποια υφή που εμφανίζονταν απλά μαύρες, ήχοι που είναι λανθασμένοι, τέτοια πράγματα. Ήταν εύκολο να καταλάβεις πως κάτι πάει στραβά με τον κόσμο γύρω σου. Και ήμουν διπλά τυχερός, αφού οφείλω την ελευθερία μου σε μια διακοπή ρεύματος στο κτήριο όπου με φυλούσαν. Η έλλειψη ηλεκτρισμού σταμάτησε την εξομοίωση και επανήλθα στον πραγματικό κόσμο, και τα σφάλματα που παρουσιάζονταν με βοήθησαν στο να καταλάβω την αλήθεια».
Έμεινα για λίγο, να σκέφτομαι τα λόγια του. «Αν έχουν έτσι τα πράγματα, αληθινά ήσουν πολύ τυχερός που έτυχαν αυτά και τους ξέφυγες».
Ο άνδρας χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά. «Το ξέρω. Και αφού ξύπνησα, κατάφερα να αποδράσω και από το κτήριο όπου με κρατούσαν. Αυτό συνέβη ένα χρόνο νωρίτερα».
«Απίστευτο!» αναφώνησα, εισπράττοντας ένα βλέμμα γεμάτο περιέργεια. «Εννοώ, μου κάνει τρομερή εντύπωση το γεγονός πως αυτά γίνονται για τόσο καιρό και κανείς δεν ξέρει τίποτα. Δε μίλησες με τις διωκτικές αρχές;»
Ο άνδρας πήρε ένα θλιμμένο ύφος. «Εσύ τι λες, να άφηνα τους ανθρώπους που με απήγαγαν ήσυχους; Φυσικά και πήγα στην αστυνομία. Δυστυχώς όμως, ήμουν υπερβολικά ειλικρινής στην μαρτυρία μου. Τα αφηγήθηκα όλα όσα έζησα, χωρίς να παραλείψω την παραμικρή λεπτομέρεια».
«Αλλά δεν πίστεψαν λέξη από όσα είπες», συμπέρανα.
«Έτσι ακριβώς είναι. Οι πιο ευγενικοί, απλά υπαινίχθηκαν πως πρέπει να κοιταχτώ σε κάποιον γιατρό. Άλλοι, απλά με πέταξαν έξω από τα τμήματα, με βρισιές για τον βλαμμένο που σπαταλάει τον χρόνο τους λέγοντάς τους παραμύθια».
«Εντάξει, πρέπει να παραδεχθείς πως η ιστορία που τους διηγήθηκες ήταν υπερβολικά τρελή. Δεν είχαν εντελώς άδικο που δεν την πιστέψανε».
Τα μάτια του άνδρα αστράφτουν σε ένα στιγμιαίο ξέσπασμα θυμού. Σχεδόν αμέσως φαίνεται να ηρεμεί ξανά. «Έχεις δίκιο σε αυτό που λες», λέει με σιγανή φωνή.
«Και μετά, τι έκανες;» ρωτάω. Η ιστορία του ανθρώπου αυτού μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα και θέλω να την ακούσω ολόκληρη.
«Ύστερα, σκέφτηκα πως αφού η αστυνομία δεν πρόκειται να ασχοληθεί με αυτή την υπόθεση, ίσως ασχολούνταν ο τύπος. Προσέγγισα τον διαχειριστή ενός μεγάλου blog ειδήσεων. Αφηγήθηκα και σε αυτόν τα ίδια. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και μου είπε πως θα το έψαχνε και αυτός με τις διασυνδέσεις του».
Εδώ κάνει μια παύση, σα να προσπαθεί να ανακαλέσει μια επώδυνη ανάμνηση.
«Δυο μέρες μετά, διάβασα σε εφημερίδα πως σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα».
«Και πιστεύεις πως οι απαγωγείς σου… μας… είχαν να κάνουν με αυτό το ατύχημα;» ρωτάω.
«Αυτό πιστεύω. Αλλά το πιο πιθανό είναι πως δεν θα μάθω ποτέ την αλήθεια με βεβαιότητα», απαντάει. «Παρ’ όλα αυτά, πείσμωσα μετά από αυτό. Προσέγγισα κατάλληλους ανθρώπους – μη με ρωτήσεις, δεν πρόκειται να σου πω», προσθέτει, βλέποντας την απορία να σχηματίζεται στο βλέμμα μου. «Θυμήσου πως είμαστε μέσα σε έναν εικονικό κόσμο που ελέγχεται από αυτούς τους ανθρώπους. Έχω λάβει τα μέτρα μου και δεν πιστεύω πως μπορούν να μας δουν αυτή τη στιγμή, αλλά ούτε και μπορώ να είμαι σίγουρος. Αυτοί οι άνθρωποι με πιστέψανε και μαζί ξεκινήσαμε την προσπάθεια να αποκαλύψουμε τις δράσεις αυτής της εταιρείας».
Σε αυτό το σημείο κάνει ξανά μια στάση. Τον περιμένω να συνεχίσει. Νιώθω πως η υπομονή μου αρχίζει να εξαντλείται. Όσα μου λέει είναι ενδιαφέροντα, αλλά θέλω να μου πει και πράγματα σχετικά με το τι πρέπει να κάνω εγώ!

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 19ο



«Πως θα το περάσουμε αυτό;» ακούω τη Μαρία να ρωτάει. Σκέφτομαι πως αυτό είναι μια καλή ερώτηση. Με το αυτοκίνητο, σίγουρα δεν γίνεται. Βγαίνουμε από μέσα και πλησιάσουμε πεζοί, ώστε να εξετάσουμε πιο καλά το νέο μυστήριο που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μας. Για καλό και για κακό, παίρνω μαζί μου το όπλο και τα φυσίγγια.
Έχω πάψει να εκπλήσσομαι με καθετί περίεργο που συναντώ από χθες το πρωί. Σε άλλη περίπτωση, σίγουρα θα καθόμουν να αναλογιστώ την αιτία της δημιουργίας αυτού του χάσματος που διασχίζει το δρόμο. Δεν είναι πολύ πλατύ, ίσως εξήντα ή εβδομήντα εκατοστά. Άνετα μπορούμε να περάσουμε από πάνω του. Το αυτοκίνητο είναι σίγουρο πως θα κολλήσει εκεί. Άρα, όσο προχωρήσαμε με αυτό, προχωρήσαμε. Από εδώ και κάτω μόνο με τα πόδια μπορούμε να συνεχίσουμε.
Είναι περίεργο, όμως. Καθώς το κοιτάζω, μου δημιουργείται η ίδια αίσθηση που είχα όταν αντίκριζα εκείνη την σκοτεινή επιφάνεια, μέσα στη ντουλάπα του σπιτιού της Μαρίας. Κατεβάζω το πόδι μου και διαπιστώνω πως δεν πρόκειται απλά για μια επιφάνεια που είναι βαμμένη μαύρη, αλλά πράγματι είναι κενό.
Κενό. Απόλυτο, μαύρο κενό. Σα να ξεφλουδίστηκε ο κόσμος όπως μας τον εμφανίζουν οι αισθήσεις μας και να αποκαλύφθηκε το κενό που υπάρχει από πίσω του. Κρυμμένο καλά, αυτό που μας περιμένει όλους μας.
Αν συνέβαινε να το αντιμετωπίσω κάποια άλλη στιγμή, ίσως αφιέρωνα χρόνο να σκεφτώ τις μεταφυσικές προεκτάσεις αυτού του γεγονότος. Τώρα όμως, δεν έχω ούτε διάθεση, ούτε υπομονή να καθυστερήσω με αυτές τις σκέψεις. Το έδαφος στην άλλη πλευρά του χάσματος φαίνεται εξίσου στέρεο με αυτό από την από εδώ πλευρά. Έτσι, κάνω ένα βήμα και περνάω από πάνω του.
Γυρίζω προς την κατεύθυνση από όπου ήρθα και βλέπω πως η Μαρία διστάζει να επιχειρήσει να περάσει το χάσμα. Απλώνω το χέρι μου προς το μέρος της να την ενθαρρύνω.
«Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτα το τρομερό. Μπορείς να το περάσεις άνετα κι εσύ. Έλα, Δώσε μου το χέρι σου να σε κρατάω», της λέω. Αυτή με υπακούει, αν και με δισταγμό. Την πιάνω και τη βοηθάω να περάσει κι αυτή. Κοιτάζω το μονοπάτι που ελίσσεται σαν φίδι, ανεβαίνοντας την πλαγιά του λόφου.
Θα πρέπει να το ανεβούμε με τα πόδια. Η διαδρομή θα μας πάρει τουλάχιστον είκοσι λεπτά.
Ίσως και περισσότερο, αφού όταν την κάλυπτα μέσα σε ένα εικοσάλεπτο, δεν είχα μαζί μου ένα μικρό κοριτσάκι και δεν είχα και τον τραυματισμό…
…μόλις συνειδητοποίησα πως το τραυματισμένο πόδι μου δεν με έχει ενοχλήσει καθόλου όλη τη μέρα. Το πρωί, την ώρα που ξύπνησα, τι έκανε; Δεν μπορώ να θυμηθώ με βεβαιότητα. Σίγουρα όμως, από την ώρα που φύγαμε από το σπίτι της Μαρίας, δεν με έχει ενοχλήσει καθόλου. Κι ας έχω περπατήσει μεγάλη απόσταση. Το φυσιολογικό θα ήταν, να με πονάει πολύ σε κάθε μου βήμα.
Ανασηκώνω τους ώμους. Άλλο ένα παράξενο που ίσως βρει απάντηση κάποια στιγμή.
«Λοιπόν, έχουμε περπάτημα από εδώ και μπρος», λέω στη Μαρία. «Μπορείς να το καταφέρεις;»
«Φυσικά!» αναφωνεί και με κοιτάζει γουρλώνοντας τα μάτια της. Δείχνει να νιώθει μεγάλη έκπληξη. «Δεν είμαι μικρή!»
Στο άκουσμα του τελευταίου σχόλιού της, με δυσκολία κρατήθηκα να μην γελάσω. Παρά την προσπάθεια που έκανα όμως, ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου.
«Ό, τι πείτε, μεγάλη κυρία!» είπα και έκανα μια υπόκλιση. Το χαμόγελο μετατράπηκε σε γέλιο. Η Μαρία μούτρωσε.
«Ας ξεκινήσουμε», είπα και στάθηκα ξανά στητός. Το ύφος μου σοβάρευσε ξανά. «Έχουμε αρκετή απόσταση να περπατήσουμε».

Τελικά μας πήρε πολύ παραπάνω από είκοσι λεπτά για να φτάσουμε στο ξωκλήσι. Δεν είχα υπολογίσει πως η Μαρία θα σταματούσε και θα χάζευε πολλά από τα δένδρα που ήταν διάσπαρτα και από τις δυο πλευρές του δρόμου. Άπλωνε τα χεράκια της και περιεργάζονταν τα δένδρα και τα λουλούδια.
Μια φορά μάλιστα, πήγε υπερβολικά κοντά σε μια απότομη κατηφόρα, στην προσπάθειά της να φτάσει και να περιεργαστεί ένα ακόμη λουλούδι. Ευτυχώς που πρόλαβα και την έπιασα, λίγο πριν χάσει την ισορροπία της και φύγει προς τα κάτω.
Και η ανάβαση καθαυτή ήταν άνετη. Δεν είχε πολύ κρύο και ο ήλιος φώτιζε και ζέσταινε ευχάριστα τον τόπο. Θα ήταν μια ευχάριστη βόλτα, αν δεν είχα το νου μου τόσο πολύ στον προορισμό μας.
Και κυρίως, στο τι θα μάθαινα και ποια από τα συμπεράσματά μου θα επαληθεύονταν.
Τελικά, φτάσαμε στο ξωκλήσι. Είναι τοποθετημένο γύρω στα πενήντα μέτρα απόσταση εκτός του δρόμου τον οποίο ακολουθούσαμε, χτισμένο σε έναν σκαμμένο, επίπεδο χώρο. Παντού τριγύρω ο χώρος είναι γεμάτος πεύκα. Όπως ερχόμαστε, το ξωκλήσι είναι τοποθετημένο στα δεξιά. Στην αριστερή πλευρά υπάρχει μια σειρά από μεγάλα, ξύλινα παγκάκια και στο βάθος μια πέτρινη βρύση.
Η Μαρία αφήνει το χέρι μου και φεύγει μπροστά, με κατεύθυνση προς την βρύση. Την αφήνω. Από όσο ξέρω, το νερό που βγαίνει προέρχεται κατευθείαν από το βουνό και είναι καθαρό. Εγώ ο ίδιος έχω πιεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των περιπάτων μου. Μόνο ένας κίνδυνος υπάρχει.
«Αν διψάς και θες να πιείς, κάντο αργά και με μικρές γουλιές. Να μην σε πονέσει ο λαιμός σου», της φωνάζω. Γυρίζει προς το μέρος μου, κάνει ένα μικρό νόημα πως συμφωνεί και συνεχίζει μπροστά.
Εγώ δεν έχω το νου μου στη βρύση και στο νερό. Κοιτάζω τριγύρω, αναζητώντας αυτόν τον άνθρωπο που μας έφερε εδώ. Δεν υπάρχει κάποιο σημάδι. Κάνω το γύρο της εκκλησίας με το όπλο μου προτεταμένο. Η πόρτα είναι κλειδωμένη με ένα χοντρό λουκέτο. Δεν υπάρχει σημάδι κάποιας άλλης ανθρώπινης ύπαρξης. Πηγαίνω και ελέγχω το ρυάκι που ξεκινάει από τη βρύση και κατηφορίζει την πλαγιά. Ούτε εκεί διακρίνω κάτι.
Νιώθω μια ξαφνική απογοήτευση να με καταβάλλει. Ήρθαμε μέχρι εδώ χωρίς λόγο; Με αργά, βαριά βήματα κατευθύνομαι προς ένα από τα παγκάκια. Σωριάζομαι πάνω. Απλώνω τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι και βάζω το κεφάλι μου πάνω τους.
Από τα δεξιά μου ακούω βήματα να με πλησιάζουν. Χωρίς να κοιτάξω, καταλαβαίνω πως είναι η Μαρία που έρχεται κοντά μου, από τη βρύση. Χωρίς να μιλήσει, έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Δεν γυρίζω να την κοιτάξω. Κρατάω το κεφάλι μου πάνω στο τραπέζι. Δεν θέλω να το σηκώσω. Δεν θέλω να μιλήσω με κανέναν και δεν θέλω να κοιτάξω τίποτε.
«Καλώς τους», ακούω ξαφνικά μια γνώριμη φωνή, προερχόμενη από πίσω μου. Με τρομάζει και πετάγομαι όρθιος. Γυρίζω και βλέπω εκείνον τον ταλαιπωρημένο πωλητή να στέκεται μπροστά μου, έχοντας τα χέρια του μέσα στις τσέπες από τα παντελόνια του.
Ξεκρεμάω από τον ώμο μου το όπλο και το φέρνω στο πλάι της μέσης μου. Σημαδεύω προς το μέρος όπου στέκονταν. Το μόνο που κάνει ως απάντηση, είναι να ξεκαρδιστεί στα γέλια. Αυτή η αντίδρασή του με αποκαρδιώνει.
«Βάλ’ το… αυτό… εκεί που… ήταν… πριν… χτυπήσεις… κανέναν!» καταφέρνει να ψελλίσει, τις λίγες φορές που παίρνει ανάσα ανάμεσα στα γέλια του. Το δόντι που λείπει, κυριολεκτικά λάμπει δια της απουσίας του.
Η οργή μου φουντώνει. Ποιος είναι αυτός που μας ειρωνεύεται έτσι; Τι θέλει;
«Σε συμβουλεύω να σταματήσεις να γελάς σύντομα και να μου πεις γιατί είπες στη μικρή να έρθουμε εδώ», του λέω με φωνή υπερβολικά ήρεμη. Σηκώνω το όπλο και τον σημαδεύω στο πρόσωπο. Νιώθω πως η Μαρία έχει έρθει δίπλα μου και έχει αγκαλιάσει σφιχτά το ένα μου πόδι. Υποθέτω πως φοβάται πολύ αυτή τη στιγμή.
«Κι όσο συντομότερα σταματήσεις, τόσο το καλύτερο για σένα», του λέω με την ίδια ήρεμη φωνή. Αμέσως μετάνιωσα για την απειλή που ξεστόμισα. Παρά την επιφανειακή ηρεμία μου, μέσα μου έτρεμα στην προοπτική να μη με υπάκουγε. Δεν είχα κανέναν σκοπό να τον πυροβολήσω.
Βλέπω πως η απειλή μου μάλλον αποδίδει καρπούς, καθώς ο άνδρας αυτός σταματάει σταδιακά να γελάει. Με κοιτάζει με ένα σοβαρό ύφος στο πρόσωπό του.
«Κι εγώ σε συμβουλεύω, να μην απειλείς κάποιον αν δεν έχεις σκοπό να πραγματοποιήσεις την απειλή σου», λέει και η φωνή του ακούγεται βροντερή.
Προφανώς κατάλαβε τη μπλόφα μου. Κατεβάζω το όπλο, αφού δεν έχει νόημα να τον σημαδεύω πλέον. Και οι δυο ξέρουμε πως δεν πρόκειται να πατήσω τη σκανδάλη.
«Και ούτως ή άλλως, δεν θα κέρδιζες τίποτα με το να με πυροβολούσες», συνεχίζει ο άνδρας, με πιο ήπιο τόνο αυτή τη φορά. «Δεν συγκαταλέγομαι ανάμεσα στους εχθρούς σου».
Η τελευταία παρατήρηση μου κεντρίζει το ενδιαφέρον. «Ποιους εχθρούς έχω; Σε τι πράγμα αναφέρεσαι;» ρωτάω.
Τον βλέπω να παίρνει μια βαθιά ανάσα και ένα συλλογισμένο ύφος στο πρόσωπό του.
«Μάλλον πρέπει να σου τα εξηγήσω από την αρχή. Αλλιώς, φοβάμαι πως θα μπερδευτείς ακόμα χειρότερα», λέει ύστερα από αρκετή ώρα αναμονής.
«Νομίζω πως αυτό όντως θα είναι το καλύτερο να κάνεις», συμφωνώ.