Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 21ο



«Ένα από τα πρώτα που κάναμε με επιτυχία» συνέχισε ο άνδρας ύστερα από μια σύντομη παύση, «ήταν να παραβιάσουμε κάποιους λογαριασμούς email της εταιρείας. Για αρκετούς μήνες, δεν είχαν κάνει τίποτε. Κάποια στιγμή, υπέπεσε στην αντίληψή μας ότι άρχισαν να στέλνουν email και να καλούν υποψηφίους για κάποια υποτιθέμενη συνέντευξη. Τότε καταλάβαμε ήταν η στιγμή που ξεκινήσαμε να αναζητούμε αυτούς τους υποψήφιους ώστε να κάνουμε κάτι και να τους σώσουμε».
«Είναι και άλλοι σαν κι εμένα, δηλαδή;» ρωτάω. Στο μυαλό μου έρχεται η ανάμνηση από εκείνον τον διάδρομο με τις πολλές πόρτες που ήταν παρόμοιες με αυτή που οδηγούσε στο σκοτεινό δωμάτιο όπου ήμουν εγώ.
«Ναι. Όχι πολλοί όμως. Κληθήκαν σαν κι εσένα, υποτίθεται να δώσουν συνέντευξη με προοπτική να προσληφθούν στην εταιρεία. Όλοι τους στην ηλικία σου περίπου, άνεργοι και σε όχι πολύ καλή οικονομική κατάσταση».
Κάνω νόημα προς τη Μαρία, η οποία κοιτούσε και άκουγε σα μαγεμένη τον άνδρα να αφηγείται την ιστορία. «Και η μικρή από εδώ;» ρωτάω. «Σίγουρα δεν τη δελεάσανε με προοπτική για εργασία. Πως βρέθηκε εδώ;»
«Αυτό δεν το γνωρίζω. Γενικά, κατάσταση σαν αυτή που έχετε εδώ δεν έχω ξανασυναντήσει. Είναι μοναδική. Δεν ήξερα πως θα έβαζαν δυο άτομα στον ίδιο εικονικό κόσμο. Συνήθως, το κάθε πειραματόζωο είναι μόνο του».
Όλη η ιστορία εξακολουθεί να μου φαίνεται εντελώς εξωπραγματική. Και ακόμη χειρότερα, έχει υπερβολικά πολλά σημεία που είναι αδύναμη.
«Οκ, ας υποθέσω πως μου λες την αλήθεια», λέω, και βλέπω τον συνομιλητή μου να σφίγγεται ξανά. «Τότε που σε συνάντησα στους δρόμους της Αθήνας, γιατί με κυνηγούσες για να μου πουλήσεις εκείνο το μαραφέτι;»
Ο άνδρας ξεφύσησε και πήρε ένα απαξιωτικό ύφος. «Αυτό το μαραφέτι, όπως τόσο υποτιμητικά το χαρακτηρίζεις, ήταν πολύ περισσότερο από όσο έδειχνε. Περιείχε προηγμένο ηλεκτρονικό εξοπλισμό, με σκοπό να κάνει παρεμβολές στα σήματα της εξομοίωσης. Χάρη σε αυτό ήταν που ξύπνησες, έστω και για λίγο. Επίσης, αυτές οι παρεμβολές μου επιτρέπουν να εμφανιστώ μπροστά σου, αυτή τη στιγμή».
Αυτό, ομολογώ πως δεν το περίμενα. Μένω να τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό.
«Με… με κυνηγούσες στο κέντρο της Αθήνας για αυτό το λόγο; Πως ήξερες που θα με βρεις;»
«Ναι, αυτός ήταν ο λόγος που σε είχα πάρει από πίσω. Ήσουν τυχερός. Αν δεν σε είχαν πάρει τηλέφωνο το πρωί εκείνο για να αλλάξουν την ώρα της “συνέντευξης”, δεν θα σε έβρισκα ποτέ».
Κουνάω το κεφάλι μου. Είναι στιγμές που νιώθω πως με κοροϊδεύει με παραμύθια. Μια τόσο τρελή ιστορία δεν μπορεί να είναι τίποτε περισσότερο.
«Και γιατί ήθελες να μου το πουλήσεις και δεν μου το προσέφερες απλά;» ρωτάω.
«Γιατί, αν έρχονταν ένας άγνωστος και σου προσέφερε κάτι δωρεάν, θα το δεχόσουν; Η ιστορία πως έψαχνα να το πουλήσω ήταν πιο πιστευτή». Εντάξει, παραδέχομαι πως αυτό έχει μια λογική. «Πάντως, αν δεν δεχόσουν να το αγοράσεις ούτε με την ελάχιστη τιμή που σου ζήτησα, ήμουν διατεθειμένος να στο χάριζα».
«Ναι, ε; Κι όλο αυτό το κόλπο, γιατί; Πιο απλό δεν θα ήταν να με πιάσεις και να μου πεις την αλήθεια, ώστε να μην πάω καθόλου;»
«Αν ξεκινούσα να σου λέω αυτά τα πράγματα ενώ ήμασταν στο δρόμο, πιο θεωρείς πιο πιθανό ενδεχόμενο; Πως θα πίστευες πως λέω αλήθεια; Ή πως είμαι τρελός ή έχω κάποιο προσωπικό συμφέρον με το να σε αποτρέψω από το να εμφανιστείς στη συνέντευξη; Θα μπορούσα με λόγια να σε εμποδίσω να πας σε μια συνέντευξη για μια δελεαστική προοπτική;»
Η αλήθεια είναι πως όχι. Και σε αυτό έχει δίκιο. Κάνω νόημα πως συμφωνώ και τον αφήνω να συνεχίσει.
Δεν συνεχίζει όμως. Τον βλέπω να κοιτάζει τριγύρω και να παίρνει ένα ανήσυχο ύφος.
«Τι έγινε; Τι έπαθες ξαφνικά;» ρωτάω.
«Δεν έχουμε πολύ χρόνο», απαντάει και η ένταση στη φωνή του είναι έκδηλη.
«Τι εννοείς; Τι συμβαίνει;» Νιώθω κι εγώ μια ανησυχία με τα λόγια του. Η Μαρία μου πιάνει το χέρι και το κρατάει σφιχτά. Μάλλον το αισθάνεται κι αυτή.
Ο άνδρας κάνει μια ξαφνική κίνηση και με τα δυο του χέρια με αρπάζει από τον γιακά.
«Άκουσέ με!» λέει, σχεδόν φωνάζοντας. «Το πρώτο πράγμα που είδες, όταν ξεκίνησε η εξομοίωσή σου, μετά από τη συνέντευξη, ποιο ήταν;»
Απλό είναι αυτό.
«Ξύπνησα στο σπίτι μου από το ξυπνητήρι!» απαντάω. Τον βλέπω πως κουνάει το κεφάλι του.
«Όχι, δεν κάνει αυτό», μονολογεί. «Από όσο έχω δει, στην αρχή πάντα σου δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο μπορείς τελικά να βγεις και να επανέλθεις στον κανονικό κόσμο, αν το επιθυμήσεις. Μέσα στο σπίτι σου, αυτό δεν θα έγινε. Η μήπως γίνεται;» Φαίνονταν πως μιλούσε μόνος του.
«Για περίμενε, μισό λεπτό», τον διακόπτω. «Υπάρχει τρόπος να βγεις από εδώ; Ποιος είναι αυτός; Και αφού υπάρχει, γιατί να στήσεις όλο αυτό το σκηνικό;»
«Υπάρχει τρόπος», μου απαντάει. «Πάντα υπάρχει κάποιου είδους δοκιμασία, που αν το πειραματόζωο την περάσει, θα είναι ελεύθερο να επιστρέψει στον πραγματικό κόσμο. Αυτό είναι χρήσιμο, σε περίπτωση που η δράση της εταιρείας αποκαλυφθεί στο ευρύ κοινό. Οι άνθρωποί της θα μπορούν να ισχυριστούν πως τα πειραματόζωα μένουν μέσα στο πείραμα με την θέλησή τους. Δεν είναι στην πραγματικότητα παγιδευμένοι, αλλά είναι στο χέρι τους να ελευθερωθούν αν το επιθυμήσουν».
Παρατηρώ πως αρθρώνει τις λέξεις με γρήγορο ρυθμό και κοιτάζει συνεχώς σε διάφορα σημεία γύρω του. Φαίνεται ανυπόμονος. «Βέβαια, τα πρώτα στοιχεία εμφανίζονται στην αρχή, όταν τα πειραματόζωα είναι μπερδεμένα ακόμη και δεν έχουν καταλάβει πως κάτι συμβαίνει. Είναι πολύ πιθανό να μην τους δώσουν καμία σημασία. Ακόμη κι αν βρεθούν αντιμέτωποι με τη δοκιμασία, είτε τυχαία είτε επειδή παρατήρησαν τα στοιχεία, μπορεί να μην καταφέρουν να την ολοκληρώσουν. Ακόμη χειρότερα, ενδέχεται να πειστούν πως είναι καλύτερο να μην το προσπαθήσουν καν».
Το πειραματόζωο ενδέχεται να μην καταφέρει να ολοκληρώσει τη δοκιμασία. Σαν ένα αναθεματισμένο ηλεκτρονικό παιχνίδι, όπου πρέπει να λύσεις γρίφους ή να σκοτώσεις κάποιον συγκεκριμένο αντίπαλο για να περάσεις στο επόμενο επίπεδο.
Τώρα, είμαι ο πρωταγωνιστής στο δικό μου ηλεκτρονικό παιχνίδι. Μόνο που αυτή η κατάσταση ξεκίνησε χωρίς να το θελήσω.
«Πρέπει να φύγω», λέει ξαφνικά ο άνδρας. «Θυμήσου τι είδες και τι ένιωσες στην αρχή, όταν ξεκίνησες να ζεις την εξομοίωση. Κάντο γρήγορα! Και έχε υπόψη πως θα κάνουν ό, τι μπορούν για να σε κρατήσουν μέσα!»
Με το που λέει αυτά τα λόγια, πετάγεται όρθιος. Αρχίζει να τρέχει με κατεύθυνση προς την εκκλησία. Μένω αποσβολωμένος για δυο δευτερόλεπτα. Ύστερα αφήνω το χέρι της Μαρίας και σηκώνομαι κι εγώ με σκοπό να τον ακολουθήσω. Αυτός έχει ήδη φτάσει στο πλάι του ναού και χάνεται πίσω του. Σχεδόν αμέσως, φτάνω κι εγώ. Κοιτάζω από την πίσω πλευρά, τίποτε. Ούτε ίχνος από τον άνδρα. Κάνω τρέχοντας το γύρο του ναού. Κανένα αποτέλεσμα.
Είναι σα να εξαφανίστηκε εντελώς. Νιώθω απογοήτευση και αγανάκτηση ταυτόχρονα. Δίνω ένα δυνατό χτύπημα στον τοίχο του ναού με τη γροθιά μου.
Γυρίζω πίσω στο παγκάκι όπου καθόμουν, με αργά βήματα και με κατεβασμένο το κεφάλι. Βλέπω πως και η Μαρία φαίνεται πολύ  στεναχωρημένη. Πηγαίνω και κάθομαι ξανά δίπλα της. Γυρίζει το κεφάλι της και με κοιτάζει. Το ύφος της φαίνεται να λέει πως περιμένει από μένα ένα λόγο που να την παρηγορήσει, οτιδήποτε.
Απλώνω το χέρι και της χαϊδεύω τα μαλλιά. Τη χαμογελάω με σκοπό να την εμψυχώσω. Γιατί δεν έχω λόγια παρηγοριάς να δώσω αυτή τη στιγμή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου