Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Έρημη Πόλη: Επίλογος



Δοκιμάζω να αλλάξω πλευρό. Άδικος κόπος. Ο ήχος της αφύπνισης του κινητού μου ακούγεται το ίδιο έντονος. Προσπαθώ να το αγνοήσω αλλά δεν γίνεται. Ψάχνω με τα ακροδάχτυλά μου για να το βρω και να απενεργοποιήσω την αφύπνιση, αλλά δεν το βρίσκω. Μάλλον έχει πέσει κάτω.
Το κινητό μου.
Η εξομοίωση.
Η εταιρεία που έκανε τα πειράματα με ανίδεους ανθρώπους για πειραματόζωα.
Η Μαρία.
Όλα αυτά μου έρχονται ξαφνικά, σαν σε έκρηξη, στο μυαλό. Πετάγομαι και ανακάθομαι στο στρώμα μου. Κοιτάζω τριγύρω. Το λιγοστό φως της ημέρας που μπαίνει από το παντζούρι στα δεξιά μου, με κάνει να διακρίνω λεπτομέρειες του χώρου όπου βρίσκομαι. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, βρίσκομαι στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού μου.
Ξαπλώνω ξανά και μένω για λίγο ανάσκελα ξαπλωμένος, σκεφτόμενος αυτά που είχα δει. Τι έντονο όνειρο ήταν αυτό που είδα! Δεν έχω ξανανιώσει τίποτε παρόμοιο!
Σχεδόν αισθάνομαι ακόμη τους πόνους από την τελευταία μου πτώση. Και το κεφάλι μου πονάει σε πολλά διαφορετικά σημεία. Πάω να σηκωθώ αλλά νιώθω λίγο αδυναμία. Το κεφάλι μου γυρίζει. Ίσως άρπαξα κάποιο κρύωμα από τη βόλτα μου στην Αθήνα.
Πηγαίνω στην κουζίνα μου, γεμίζω δυο ποτήρια με νερό από τη βρύση και τα αδειάζω με μια γουλιά το καθένα. Φτιάχνω καφέ και ύστερα πηγαίνω στο καθιστικό μου και ανάβω τον υπολογιστή. Κοιτάζω έξω προς το μπαλκόνι μου, και η ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα που αντικρίζω μου ανεβάζει τη διάθεση.
Η εκκίνηση του υπολογιστή ολοκληρώνεται. Βλέπω με έκπληξη πως είναι Δευτέρα. Αυτό σημαίνει πως κοιμήθηκα παραπάνω από ένα εικοσιτετράωρο συνεχόμενο. Αυτό δεν το έχω κάνει ξανά. Ίσως επηρεάστηκα από τη λιποθυμία μου στην Αθήνα.
Μου έρχονται ξανά στο μυαλό τα απίστευτα που είχα δει να μου συμβαίνουν. Θα πρέπει να παραδεχθώ, το υποσυνείδητό μου έσκισε με αυτό το όνειρο. Άκου εξομοίωση υπολογιστή και ένα πείραμα με μένα πειραματόζωο! Βάζω τα γέλια. Θα γινόταν τέλειο σενάριο επιστημονικής φαντασίας!
Χαμογελώντας ακόμη, αρχίζω και διαβάζω τα sms και τα email που είχα λάβει κατά τη διάρκεια του ύπνου μου. Η Ελένη με είχε πάρει και είχε στείλει πολλές φορές, οι γονείς μου έστειλαν να τους τηλεφωνήσω όποτε μπορέσω αλλά να μην ανησυχώ, πολλά διαφημιστικά και ελάχιστα άλλα χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Θα τα κάνω όλα αυτά, αλλά σε λίγο. Να περάσει λίγο η ώρα, είναι νωρίς ακόμη.
Νιώθω πως θέλω να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Πίνω μια γουλιά καφέ, αφήνω το ποτήρι και κατευθύνομαι προς το μπάνιο μου. Νιώθω και το στόμα μου εντελώς ξηρό. Θα πρέπει να ρίξω και ένα καλό βούρτσισμα στα δόντια μου.
Ανάβω το φως στο μπάνιο μου. Είναι λαμπτήρας χαμηλής κατανάλωσης και καθυστερεί λίγο να ανάψει. Σκύβω στο μισοσκόταδο, ρίχνω λίγο νερό στο πρόσωπό μου, ύστερα κι άλλο.
Το φως έχει ανάψει πια. Σηκώνω το σώμα μου και κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Παγώνω για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι να αναγνωρίσω το θέαμα που βλέπω μπροστά μου.
Ή, πιο σωστά, ξέρω τι βλέπω. Αλλά το μυαλό μου αρνείται να το αναγνωρίσει ως αληθινό.
Αλλά τελικά, δεν μπορώ παρά να παραδεχθώ την αλήθεια αυτού που βλέπω. Βγάζω μια άναρθρη κραυγή. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε περισσότερο αυτή τη στιγμή.
Το δέρμα του προσώπου μου είναι χλωμό σε σημείο που σχεδόν να απουσιάζει το χρώμα, και στις άκρες του μετώπου μου, και από τις δυο πλευρές, υπάρχουν δυο μικρές τρύπες.

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 24ο



«Βλέπω πως δε φοβάσαι αυτό που βλέπεις. Μπράβο σου», λέει η φιγούρα με τη σκοτεινιά αντί για πρόσωπο, και διακρίνω μια μικρή νότα έκπληξης αλλά και επιδοκιμασίας ταυτόχρονα. «Αφού συναντηθήκαμε εδώ, θα σου δείξω δυο ενδεχόμενα από τα οποία θα πρέπει να επιλέξεις το ένα».
«Να επιλέξω; Ανάμεσα σε τι να επιλέξω;» ρωτάω γεμάτος περιέργεια.
Η φιγούρα γέλασε ξανά.
«Πρώτη σου δυνατότητα, είναι να αναμετρηθούμε εδώ και τώρα. Αν νικήσεις, και οι δυο θα ελευθερωθείτε άμεσα. Την επόμενη φορά που θα ανοίξετε τα μάτια σας, θα είστε ξαπλωμένοι στα σπίτια σας. Στα πραγματικά σπίτια σας, αυτή τη φορά».
Αυτό ακούγεται υπερβολικά καλό για να είναι αληθινό. Κοιτάζω τη φιγούρα γεμάτος δυσπιστία.
«Και πως μπορώ να ξέρω πως το τηρήσετε αυτό αν νικήσω;» ρωτάω.
«Δεν μπορείς να το ξέρεις. Το μόνο που έχεις είναι ο λόγος μας. Αλλά να ξέρεις πως δεν έχουμε λόγο να μην το τηρήσουμε. Δεν φοβόμαστε μην τυχόν και επιχειρήσεις να μας αποκαλύψεις. Σας έχουμε μεταφέρει σε διαφορετικό σημείο και το κτήριο όπου ήσασταν έχει καταστραφεί ολοσχερώς. Υποτιθέμενη τρομοκρατική ενέργεια. Δεν ξέρεις ποιοι είμαστε στην πραγματικότητα. Αν πας να πεις οτιδήποτε για αυτά που έζησες, θα σε περάσουν για τρελό. Για να λέμε την αλήθεια, είναι για το συμφέρον σου, αν τυχόν κι ελευθερωθείς, να μην πεις ποτέ κάτι σε κανέναν».
Είναι λογικό αυτό που λέει. Τουλάχιστον αυτό θέλω να πιστεύω, πως πράγματι θα μας ελευθερώσουν.
«Κι αν χάσω στη μεταξύ μας μονομαχία;» ρωτάω.
«Τότε, η μικρή μόνο θα μείνει ελεύθερη κι εσύ θα λάβεις απλά μια θανατηφόρα ένεση», μου έρχεται η απάντηση. Αυτό μου προσφέρει μια μικρή ανακούφιση. Τουλάχιστον, ξέρω πως όποιο κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα, η Μαρία θα τη γλυτώσει.
«Είπες πως αυτή είναι η πρώτη μου δυνατότητα. Ποια είναι η δεύτερη;» ρωτάω.
«Η δεύτερη δυνατότητά σου, είναι να παραιτηθείς από τη δοκιμασία και από την προοπτική να ελευθερωθείς», απαντάει η φιγούρα και ακούγεται πιο απαλή τώρα. Αντιλαμβάνεται μάλλον την έκπληξη που νιώθω και συνεχίζει με πιο γρήγορο ρυθμό. «Αφού θα παραμείνεις οικειοθελώς μέσα στην εξομοίωση, θα έχεις μια μικρή δυνατότητα ρύθμισης του περιβάλλοντός σου. Θα μπορούν να υπάρξουν κι άλλα άτομα εδώ. Γνωστοί σου».
Στο άκουσμα του τελευταίου, βγάζω μια μικρή κραυγή φρίκης. «Θα πιάσετε και γνωστούς μου;» ρωτάω μόλις καταφέρνω κι ανακτώ λίγο την ανάσα μου.
«Φυσικά και όχι!» απαντάει η φιγούρα και γελάει ξανά. «Οι γνωστοί σου θα παραμείνουν σώοι και αβλαβείς στον πραγματικό κόσμο. Θα χρησιμοποιήσουμε τις αναμνήσεις σου για να φτιάξουμε εικονικά αντίγραφά τους. Δεν θα μπορείς να διακρίνεις διαφορές από τα πραγματικά άτομα. Θα μπορείς να ζήσεις εδώ για όσο καιρό αντέξει το σώμα σου. Θα είσαι περιτριγυρισμένος από τα πρόσωπα που θέλεις. Έγνοιες όπως αρρώστιες, ανεργία και στεναχώρια δεν πρόκειται να σε αγγίξουν ποτέ».
Αυτή η προσφορά, παραδέχομαι πως μου ακούγεται πολύ δελεαστική.
«Αλλά θα πρέπει να παραιτηθώ από τη δυνατότητα να ελευθερωθώ», λέω.
«Αλλά θα πρέπει να παραιτηθείς από τη δυνατότητα να ελευθερωθείς», απαντάει η φιγούρα επαναλαμβάνοντας τα λόγια μου. «Εξαιρώντας την περίπτωση κάποιου τυχαίου γεγονότος, αν παραιτηθείς δεν θα ξαναδείς ποτέ τον πραγματικό κόσμο. Αλλά σκέψου πως δε θα ξανανιώσεις δυστυχία και μιζέρια. Δε θα αισθανθείς ποτέ ανασφάλεια ή άγχος. Όλα θα είναι όπως τα θέλεις».
Με μεγάλη μου έκπληξη, βλέπω πως σκέφτομαι σοβαρά την παραίτηση. Είναι πραγματικά τόσο άσχημο να είσαι φυλακισμένος σε μια τέτοια φυλακή;
Δεν θα είμαι ελεύθερος, αλήθεια είναι αυτό. Αλλά και στον πραγματικό κόσμο, πόσο ελεύθερος ήμουν; Δεν ήμουν πάλι δέσμιος των κακών συνθηκών που επικρατούσαν εκεί;
«Αν παραιτηθείς, υπάρχει και κάτι ακόμη που πρέπει να κάνεις», συμπληρώνει η φιγούρα ύστερα από μια μικρή παύση.
«Αλήθεια; Τι είναι αυτό;»
«Θα πρέπει να μου δώσεις τη μικρή».
Πολλοί μικροί συναγερμοί ηχούν μέσα μου. Νιώθω τη Μαρία να αγκαλιάζει και να σφίγγει τα πόδια μου.
«Γιατί τη θέλετε; Τι σκοπεύετε να την κάνετε;» ρωτάω με άγριο ύφος.
«Αυτά δεν θα τα μάθεις ποτέ. Απλά θα μας την δώσεις και δεν θα ξανακούσεις τίποτε για αυτή».
«Τι θα απογίνει;» επιμένω. Η φιγούρα παραμένει σιωπηλή. Δεν δίνει απάντηση. Η Μαρία σφίγγεται ακόμη περισσότερο πάνω μου.
Τα έχω χαμένα. Το μυαλό μου σκέφτεται χίλια διαφορετικά πράγματα.
Φυλακισμένος σε έναν τέλειο αλλά ψεύτικο κόσμο. Χωρίς να χρειαστεί να ανησυχήσω ποτέ ξανά. Να μην κυνηγήσω και να μην παρακαλέσω τον κάθε γλοιώδη τύπο να με προσλάβει για πενταροδεκάρες.
Ελεύθερος να επιστρέψω στις δυσκολίες της ζωής και την ανασφάλεια της καθημερινότητας.
Νεκρός.
Θα μπορώ να γλυτώσω τη δοκιμασία και να μείνω εδώ για όσο κρατήσει. Αυτό είναι κάτι που πιστεύω πως θα το επέλεγαν πολλοί αν βρίσκονταν στη θέση μου.
Αλλά θα πρέπει να τους δώσω τη Μαρία. Και για κάποιο λόγο, δεν πιστεύω πως σκοπεύουν να της προσφέρουν ένα καλό τέλος.
Η φιγούρα με βλέπει πως διστάζω. «Άντε, αποφάσισε επιτέλους!» με προτρέπει.
Ξαφνικά, νιώθω πως πήρα την απόφασή μου. Απορώ γιατί το σκεφτόμουν τόσην ώρα.
«Μαρία, άσε τα πόδια μου», λέω. Γυρίζω και την κοιτάζω.
Η Μαρία με αφήνει. Κάνει ένα βήμα πίσω, κοιτάζοντας με για δυο στιγμές με βλέμμα έντρομο και μάτια ορθάνοιχτα. Βλέπω δάκρια να κυλάνε στα μάγουλά της. Ύστερα, ορμάει ξανά και με αγκαλιάζει.
«Μη με δώσεις σε αυτόν!» καταφέρνει να μου πει, ανάμεσα στους λυγμούς της.
Την σπρώχνω πιο πέρα. Η Μαρία επιχειρεί να με αγκαλιάσει ξανά, αλλά την κρατάω σε απόσταση. Το προσπαθεί για λίγο ακόμη, μέχρι που φαίνεται πως καταλαβαίνει και παραιτείται από την προσπάθεια. Μένει ακίνητη, με το κεφάλι κατεβασμένο και τα δάκρυά της να τρέχουν ποτάμι.
Ακούω τη φιγούρα να γελάει ξανά, πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά. Το γέλιο αυτό, νιώθω σα να μου γδέρνει τα αυτιά. Είναι από τους πιο τρομερούς ήχους που έχω ακούσει.
«Ήμασταν σίγουροι πως θα προτιμούσες την εύκολη λύση!» μου λέει περιπαικτικά. «Το ψυχολογικό προφίλ σου, αυτό ακριβώς έλεγε και ήταν ακριβές! Εμπρός λοιπόν, φέρε την εδώ για να τελειώνουμε επιτέλους!»
Κάθομαι κάτω, στην πέτρα όπου καθόμουν και νωρίτερα. Κλείνω ξανά τα μάτια και μένω ακίνητος.
«Άντε, τι περιμένεις;» ρωτάει η φιγούρα, με ύφος που προδίδει πως έχει χάσει την υπομονή της. «Δεν πρόκειται να γίνει ευκολότερο αν το καθυστερείς!»
«Έχεις δίκιο, απαντάω». Κάνω μια ξαφνική κίνηση και σηκώνω το όπλο που είχα αφήσει εκεί, κρυμμένο μέσα στο χορτάρι. Που να σημαδέψω όμως; Ταχύτατα παίρνω την απόφαση και σημαδεύω στο όριο ανάμεσα στο κανονικό σώμα και στο σκοτάδι που υπάρχει στη θέση του προσώπου. Χωρίς να το σκεφτώ περισσότερο – και να αποφύγω τυχόν δισταγμούς που θα είχα ή κακές σκέψεις πως δε θα γίνει τίποτε – πατάω τη σκανδάλη.
Ο ήχος του πυροβολισμού ήταν εκκωφαντικός μέσα στο ήσυχο περιβάλλον όπου ήμασταν. Η φιγούρα φέρνει τα χέρια της στο λαιμό της και κάνει δυο βήματα πίσω.
«Τι έκανες;» ρωτάει και η φωνή του ήταν πνιχτή.
«Σας έδειξα ποια είναι η άποψή μου για εσάς και για την φυλακή σας», απαντάω. Σηκώνομαι ξανά όρθιος με το όπλο πάντα στραμμένο προς τη φιγούρα.
Αυτή, για λίγα δευτερόλεπτα παραμένει ακίνητη. Η αυτοπεποίθησή μου εξανεμίζεται. Αυτό το χτύπημα θα είχε αφήσει έναν κανονικό άνθρωπο νεκρό.
Βέβαια, προφανώς αυτό που έχω μπροστά μου δεν είναι κανονικός άνθρωπος. Μήπως είναι άτρωτος σε τέτοια χτυπήματα; Αυτό θα ήταν τρομερό. Δεν έχω άλλον τρόπο να τον αντιμετωπίσω.
Η φιγούρα βγάζει ξαφνικά μια κραυγή, μπροστά στη φρίκη της οποίας τα προηγούμενα γέλια φάνταζαν αθώα χάχανα παιδιών. Αρχίζει να χτυπιέται άγρια και ξαφνικά εξαφανίζεται μέσα σε ένα μικρό σύννεφο καπνού. Μέσα σε δυο δευτερόλεπτα, έχει χαθεί κι αυτό.
Γυρίζω και κοιτάζω προς το μέρος της Μαρίας. Έχει μείνει ακίνητη και με ανοιχτό το στόμα από όλα αυτά που συνέβησαν ξαφνικά. Της χαμογελάω και ύστερα από ελάχιστη καθυστέρηση, μου ανταποδίδει το χαμόγελο.
Ξαφνικά, τη βλέπω να εξαφανίζεται κι αυτή από μπροστά μου. Ανοίγω το στόμα μου να φωνάξω, αλλά πριν προλάβω να βγάλω τον παραμικρό ήχο, όλο το περιβάλλον γύρω μου χάνεται κι αυτό. Βρίσκομαι ξαφνικά, να νιώθω πως πέφτω, πέφτω συνεχώς, μέσα σε ένα ολοσκότεινο κενό.
Ξαφνικά, η πτώση μου διακόπτεται. Νιώθω έναν έντονο πόνο σε ολόκληρο το κορμί μου.
Και μετά δεν νιώθω τίποτε.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 23ο



Σταματάω το αυτοκίνητο. Έχω πια φτάσει στον προορισμό μου. Μπροστά μου απλώνεται η οριζόντια έκταση με το γρασίδι που είχα δει στο όνειρό μου.
«Βασίλη, γιατί ήρθαμε εδώ;» ρωτάει η Μαρία. Το ύφος της είναι προβληματισμένο.
Να της πω ψέματα ή να υπεκφύγω; Δεν θέλω να το συνεχίσω. Αν και μικρή, δικαιούται να ξέρει την αλήθεια για το λόγο που μας έφερε εδώ.
«Ήρθαμε εδώ γιατί σκοπεύω να αντιμετωπίσω τον άνδρα με το μαύρο πρόσωπο», απαντάω. Την βλέπω να κάνει πίσω και την έκφρασή της να αλλάζει απότομα και να μετατρέπεται σε τρομαγμένη. Τρομοκρατημένη σχεδόν.
«Πρέπει να το κάνω», συνέχισα. «Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να επιστρέψουμε στην οικογένεια και τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Το θες αυτό, έτσι δεν είναι;»
Βλέπω πως διστάζει με τα λόγια μου, αλλά ύστερα από ελάχιστα δευτερόλεπτα γνέφει καταφατικά.
«Να μη στεναχωριέσαι, όλα καλά θα πάνε», της λέω, προσπαθώντας να εμψυχώσω και αυτή και μαζί κι εμένα τον ίδιο. «Το μόνο που θέλω από σένα, είναι να μείνεις κοντά μου και να μην απομακρυνθείς σε καμία περίπτωση. Θα το κάνεις αυτό;» Γνέφει ξανά. Ωραία. Τουλάχιστον δε θα χρειαστεί να αρχίσω να την ψάχνω εδώ κι εκεί, αν πράγματι έρθει η στιγμή να αντιμετωπίσω κάποιον.
Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω από το αυτοκίνητο. Η Μαρία με μιμείται. Κοιτάζω το όπλο που έχω στο πίσω κάθισμα. Να το πάρω ή όχι; Στο όνειρο είχα όπλο; Όχι. Μήπως δεν πρέπει να το έχω μαζί μου, ώστε να ακολουθήσω ακριβώς αυτό που είδα;
Δεν είναι καλή ιδέα. Αυτό που είδα ήταν ένα στοιχείο για το που πρέπει να πάω και τι πρέπει να κάνω. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνει ακριβώς όπως το είδα. Κάποτε είχα διαβάσει το γνωμικό, πως το να ξέρεις το μέλλον είναι και ευλογία και κατάρα. Δεν θυμάμαι που ακριβώς το είδα αυτό. Το θυμήθηκα τώρα όμως, χάρη στην προηγούμενη σκέψη μου.
Ίσως αυτοί που μου υπέβαλλαν αυτό το όνειρο, να ήθελαν να είμαι άοπλος όταν θα αντιμετωπίσω τον άνδρα με το σκοτεινό πρόσωπο, κι αυτός να ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν είδα να έχω όπλο. Όπως και να’ χει, όσο το σκέφτομαι, τόσο δεν βρίσκω λόγο γιατί να μην το πάρω μαζί μου.
Κι έτσι κάνω. Το πιάνω στα χέρια μου. Αν και ξέρω πια πως αυτό το αντικείμενο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, για κάποιο λόγο νιώθω καλύτερα, τώρα που το κρατάω.
«Μαρία, ακολούθησέ με», της λέω και ξεκινάω να απομακρύνομαι από το αυτοκίνητο με κατεύθυνση το ποτάμι. Διστάζει για ένα ή δυο δευτερόλεπτα και ύστερα με ακολουθεί.
Μόλις φτάνουμε στο ποτάμι, κοιτάζω τριγύρω. Δεν υπάρχει κάτι άλλο που να κινείται στον ορίζοντα, εκτός από εμένα, τη Μαρία και το ελάχιστο τρεχούμενο νερό. Ακόμη και τα δένδρα και το γρασίδι, παραμένουν ακίνητα. Δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος από το περιβάλλον. Νιώθω σα να είμαι παγιδευμένος μέσα σε μια φωτογραφία. Όπως και χθες το βράδυ, νιώθω πως αυτή η απόλυτη ησυχία με περικυκλώνει και με πνίγει.
Μάλλον το ίδιο νιώθει και η Μαρία. Το καταλαβαίνω από τον τρόπο που περπατούσε νωρίτερα, στο πλάι μου, και κοιτάζει με νευρικότητα συνέχεια τριγύρω της. Με το αριστερό της χέρι σφίγγει την κούκλα της μπροστά στο πρόσωπό της.
Στρέφομαι προς τη συστάδα με τα ελαιόδεντρα που βρίσκονται στα δεξιά μου.
«Μαρία, εγώ πάω να καθίσω εκεί», της λέω, δείχνοντας ένα από τα πιο κοντινά δένδρα. «Εσύ αν θες, μπορείς να τριγυρίσεις εδώ κοντά. Αλλά πρόσεχε», και η φωνή μου παίρνει το πιο προειδοποιητικό ύφος που μπορούσα να της δώσω, «να είσαι πάντα σε σημείο που να μπορώ να σε βλέπω. Και αν δεις ή ακούσεις οτιδήποτε, ακόμη και το πιο φυσιολογικό, θα παρατήσεις ό, τι κάνεις αμέσως και θα επιστρέψεις εκεί που κάθομαι. Σύμφωνοι;»
«Εντάξει», μου απαντάει. Αλλά βλέποντάς την, νιώθω σίγουρος πως θα πρέπει να έχω έγνοια για το αν θα απομακρυνθεί από εκεί που θα καθίσω.
Με αργά βήματα, πηγαίνω και κάθομαι πλάι στον κορμό της ελιάς. Το έδαφος είναι νοτισμένο και κρύο, αλλά υπάρχει μια πλατιά και επίπεδη πέτρα. Κάθομαι πάνω σε αυτή. Αφήνω το όπλο κάτω και χάρη στο πλούσιο γρασίδι, δεν φαίνεται σχεδόν καθόλου. Το μόνο που προσέχω, να έχω την άκρη της κάννης πιο ψηλά από το υπόλοιπο όπλο, ώστε να μην ακουμπάει στο έδαφος. Θα ήταν άσχημο να χρειαστεί να πυροβολήσω και να μου ανατιναχτεί το όπλο στο πρόσωπο επειδή έχει μπει λίγο χώμα μέσα στην κάννη.
Άραγε, αν πεθάνω εδώ, τι θα απογίνω στην πραγματικότητα; Θα ξυπνήσω; Θα συνεχίσω εδώ κανονικά; Ή το τέλος αυτής της εικονικής ζωής θα σημάνει και το τέλος της πραγματικής; Αποφασίζω πως αυτό δεν επιθυμώ να το διαπιστώσω.
Γέρνω την πλάτη μου πίσω, μέχρι που ακουμπάει στον κορμό της ελιάς. Κλείνω τα μάτια μου. Απορώ με τον εαυτό μου, μιας και νιώθω υπερβολικά ήρεμος για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε.
«Βασίλη, τι θα κάνουμε τώρα;» ακούω τη Μαρία να ρωτάει, από λίγα μέτρα πιο μακριά.
«Θα καθίσουμε εδώ και περιμένουμε τον άνδρα με το μαύρο πρόσωπο να έρθει», της απαντάω.
«Μήπως να φεύγαμε;» ρωτάει και η φωνή της είναι σιγανή. Φοβάται πολύ, το καημένο!
«Όχι, δεν θα φύγουμε. Όταν ξύπνησα χθες, σκεφτόμουν πως είχα δει ένα όνειρο. Είδα πως σε αυτή την περιοχή, πολέμησα τον άνδρα με το μαύρο πρόσωπο και τον νίκησα. Δεν σκοπεύω να μετακινηθώ από αυτό το μέρος, μέχρι να γίνει αυτό και τώρα». Μιλάω και νιώθω τον εαυτό μου γεμάτο αυτοπεποίθηση. Η φωνή μου είναι σταθερή.
«Πρέπει να δώσουμε ένα τέλος», συνεχίζω ύστερα από παύση λίγων δευτερολέπτων. «Αυτό το παιχνίδι κράτησε πολύ και έφτασε η ώρα να τελειώσει».
Σηκώνομαι όρθιος. «Με ακούτε, καθάρματα;» φωνάζω με όλη μου τη δύναμη. «Δεν πρόκειται να παίξω άλλο αυτό το παιχνίδι. Θα τελειώσει εδώ!» Κάθομαι ξανά πάνω στην πέτρα. Κοιτάζω τη Μαρία και βλέπω πως δεν φαίνεται να φοβάται πια.
Αντίθετα, αυτό που παρατηρώ με μεγάλη έκπληξη, είναι πως με κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο θαυμασμό. Αυτό δεν το περίμενα. Νιώθω να κοκκινίζω ελαφρώς.
Όπως και να έχει, θα κάνω αυτό που είπα. Δεν πρόκειται να το κουνήσω από εδώ, μέχρι να υπάρξει κάποια εξέλιξη. Ακουμπώ ξανά την πλάτη στον κορμό της ελιάς και κλείνω τα μάτια μου.

Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει, μάλλον δεν θα είναι πάρα πολλή. Σε κάποια στιγμή, νιώθω πως η Μαρία σφίγγεται πάνω μου. Ανοίγω τα μάτια και με δυσκολία συγκρατώ τον εαυτό μου από το να μην φωνάξει με έκπληξη και τρόμο.
Μπροστά μου στέκεται μια ανθρώπινη φιγούρα, σχετικά αδύνατη και ντυμένη με απλά, καθημερινά ρούχα. Δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σε αυτή. Στέκεται με τα χέρια πίσω από την πλάτη της, εντελώς ακίνητη.
Εκτός από το κεφάλι του. Όπως είχα δει και στο όνειρό μου, εκεί που κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει το πρόσωπο και το κεφάλι, υπάρχει μόνο μαυρίλα. Είμαι σίγουρος πως δεν είναι απλά παιχνίδι του φωτός και της σκιάς. Αυτό που βλέπω μπροστά μου ήταν το απόλυτο μαύρο, που μπορεί να υπάρξει μόνο από την έλλειψη οποιουδήποτε αντικειμένου ή φωτεινής πηγής.
Αλλά ταυτόχρονα, αυτό το μαύρο της έλλειψης – δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω διαφορετικά – με κάποιον τρόπο φαίνεται να έχει υφή και να αποτελεί μια επιφάνεια. Όπως ήταν και η μαύρη επιφάνεια στο πίσω μέρος του ντουλαπιού, στο πατρικό της Μαρίας. Όπως ήταν κι εκείνο το χάσμα που μας εμπόδισε  από το να χρησιμοποιήσουμε το αυτοκίνητο για να ανεβούμε στο σημείο συνάντησης με τον πωλητή.
Νιώθω τον τρόμο να απλώνει τα πλοκάμια του μέσα μου. Προσπαθώ να ηρεμήσω, χρησιμοποιώντας το σκεπτικό πως αυτή η εμφάνιση εξυπηρετεί αυτό ακριβώς το σκοπό. Να με τρομοκρατήσει. Αυτοί που μας έχουν φυλακίσει εδώ, δεν θέλουν να επιτύχω στη δοκιμασία. Θέλουν να με κρατάνε μέσα εδώ, να προσφέρω θέαμα στους πελάτες τους και αποτελέσματα στα πειράματά τους.
Αλλά τώρα που ξέρω πως όλα αυτά δεν είναι αλήθεια, θα μπορεί να συνεχιστεί το πείραμα;
Και, μια νέα σκέψη περνάει από το μυαλό μου: ακόμη κι αν τον νικήσω τούτον εδώ, θα μας αφήσουν να επιστρέψουμε στον πραγματικό κόσμο;
Θα δούμε.
Ένα βήμα τη φορά.
«Ήρθες εδώ νωρίτερα από ότι περιμέναμε», ακούω τη φιγούρα να μιλάει. Δυσκολεύομαι να καταλάβω αν η φωνή που ακούγεται είναι ανδρική ή γυναικεία. Είναι λίγο και από τα δυο, ή ίσως ένας συνδυασμός από δυο διαφορετικές φωνές μαζί. Δεν απαντάω τίποτε, παρά μόνο την κοιτάζω. Με αργό ρυθμό, νιώθω την αυτοπεποίθησή μου να αυξάνεται ξανά.
«Βέβαια, είχες λίγη εξωτερική βοήθεια και ούτε αυτό το περιμέναμε», συνέχισε η φιγούρα. Η φωνή της αυτή τη φορά, είχε έναν περιπαικτικό τόνο.
Σηκώνομαι όρθιος. Σπρώχνω τη Μαρία πίσω μου, ώστε να την προφυλάσσω με το σώμα μου. Μόλις κάνω αυτή την κίνηση, η φιγούρα βάζει τα γέλια. Ο ήχος μου θυμίζει έντονα τον ήχο που κάνει μια κιμωλία όταν σέρνεται σε έναν πίνακα.
«Τι θέλετε από εμάς;» ρωτάω. Στο άκουσμα των λόγων μου, η φιγούρα σταματάει το γέλιο απότομα.
«Βλέπω πως δε φοβάσαι αυτό που βλέπεις. Μπράβο σου», λέει, και διακρίνω μια μικρή νότα έκπληξης αλλά και επιδοκιμασίας ταυτόχρονα. «Αφού συναντηθήκαμε εδώ, θα σου δείξω δυο ενδεχόμενα από τα οποία θα πρέπει να επιλέξεις το ένα».

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 22ο



Έχουμε καλύψει ήδη μεγάλο μέρος της διαδρομής, μέχρι το σημείο όπου άφησα το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε να περπατάμε στο μονοπάτι. Δεν έχω μιλήσει καθόλου από τη στιγμή που εξαφανίστηκε ο άνδρας που μου είχε πουλήσει το φυλαχτό στην Αθήνα, σε μια από τις τελευταίες μου στιγμές στον πραγματικό κόσμο.
Αν βέβαια, πιστέψω τα εξωφρενικά λεγόμενά του. Αλλά το ένστικτό μου λέει πως τα λόγια του ήταν αληθινά.
Ίσως και να θέλω να πιστέψω πως τα λόγια του είναι αληθινά. Θα ήταν τρομερό αν είχε συμβεί κάτι σε όλους τους κατοίκους της πόλης μου και έχουν εξαφανιστεί. Για κάποιο λόγο, το ενδεχόμενο να έχει συμβεί κάτι μόνο σε μένα, δεν μου φαίνεται τόσο τρομακτικό.
Αλλά μου είπε τόσα λίγα! Το κύριο συναίσθημα που νιώθω, είναι απογοήτευση. Ξεκίνησα έχοντας ελπίδα πως θα μου απαντήσει στα ερωτήματά μου. Πράγματι, απάντησε σε ορισμένα. Αλλά τα λόγια του δημιούργησαν ακόμη περισσότερα.
Και κυρίως τα τελευταία που είπε. Είπε πως πρέπει να περάσω μια δοκιμασία για να καταφέρω να επιστρέψω στον πραγματικό κόσμο. Τι διάολο είναι πάλι τούτο; Πως θα βρω τι είναι;
Και ακόμη κι αν τη βρω και την ολοκληρώσω, γιατί αυτοί οι τύποι να με αφήσουν να βγω από εδώ, αφού με θέλουν τόσο πολύ; Να με μελετούν και να με παρατηρούν;
Και η Μαρία; Αυτή πως βρέθηκε εδώ; Τι θα απογίνει, ακόμη κι αν τα καταφέρω;
Πολλά ερωτήματα μαζί. Αλλά για να τα απαντήσω, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσω τα στοιχεία για τη δοκιμασία και να επιχειρήσω να την ολοκληρώσω.
Ο τύπος που πρωτοσυνάντησα ως πωλητή, μου είπε πως σίγουρα κάτι θα είδα σχετικά με αυτή τη δοκιμασία, στην αρχή. Μάλλον όταν ξύπνησα σε αυτό που νόμιζα πως ήταν το πρωί της Κυριακής.
Μου έρχεται διάθεση να βάλω τα γέλια, όταν σκέφτομαι με τη διάθεση ξεκίνησα τότε, να αλλάξω τις κακές μου συνήθειες και να ξεκινήσω μια νέα ζωή. Με την γνώση που έχω τώρα, εκείνη η άγνοια φαντάζει αφελής σε σημείο που να γίνεται αστεία.
Πόσο ειρωνικό είναι πως η διάθεσή μου έγινε πραγματικότητα. Και μάλιστα όχι μόνο αυτό, αλλά μου ήρθαν και πολύ περισσότερα από όσα ζήτησα!
Ας μην τα σκέφτομαι αυτά. Το κυριότερο που έχω να κάνω, είναι να θυμηθώ τι έκανα και τι είδα εκείνο το πρωί.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι, έφτιαξα καφέ, άναψα τον υπολογιστή (δεν είμαι σίγουρος αν αυτή είναι η σωστή σειρά), έπλυνα μια στοίβα από πιάτα που κοσμούσε το νεροχύτη μου.
Μήπως υπήρχε τίποτε το περίεργο στη στοίβα; Ίσως κάτι που ήταν έξω από τα συνηθισμένα; Όχι, είμαι σίγουρος πως όλα ήταν φυσιολογικά. Εκτός από τα άπλυτα πιάτα που ήταν υπερβολικά πολλά. Αλλά με δεδομένες τις, μερικές φορές, κακές συνήθειες υγιεινής μου, αυτό δεν είναι και τόσο περίεργο.
Μετά από αυτά τι έκανα; Α, ναι. Γυμναστική, έβαλα να ακούσω μουσική και άρχισα να διαβάζω εκείνο το βιβλίο για τη ζωή του Σωκράτη. Εκείνο το βιβλίο μήπως είχε κάτι μέσα σχετικά με τη δοκιμασία; Δεν θυμάμαι να το είχα αγοράσει ποτέ. Μήπως ήταν κάποιο επιπλέον χαρακτηριστικό της εξομοίωσης;
Δεν νομίζω όμως. Ίσως και να ήταν έτσι, αλλά σίγουρα δεν θυμάμαι να περιέχει κάποιο στοιχείο που να ήταν εκτός τόπου. Για καλό και για κακό, θα το κοιτάξω ξανά όταν πάω στο σπίτι μου.
Τι άλλο; Υπήρχε κάτι το διαφορετικό στο σπίτι μου; Κάποια μικρή λεπτομέρεια αλλαγμένη, ίσως; Φέρνω τις εικόνες από τα δωμάτια τη μια μετά την άλλη στο μυαλό μου, αλλά ούτε αυτό φέρνει κάποιο αποτέλεσμα.
Ακολουθώντας μια στροφή του δρόμου, βλέπω πως σχεδόν έχουμε φτάσει ξανά στο αυτοκίνητο. Και ακόμη δεν έχω θυμηθεί τίποτε σχετικό με αυτό που θέλω.
Διάολε! Κάτι θα υπάρχει, σίγουρα! Γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ τι είναι αυτό;
Γιατί να θυμάμαι όλες τις άχρηστες πληροφορίες του κόσμου, σκορ από αγώνες μπάσκετ που πραγματοποιήθηκαν πριν από είκοσι χρόνια αλλά όχι αυτές που είναι πραγματικά σημαντικές;
Ύστερα από μια στροφή ακόμη, βλέπω μπροστά μου και σε απόσταση πενήντα μέτρων το αυτοκίνητό μου. Το μαύρο χάσμα που υπήρχε νωρίτερα και μας ανάγκασε να ανεβούμε το μονοπάτι με το πόδι, δεν υπήρχε πια. Όπως είχε συμβεί και με τη μαύρη επιφάνεια στο ντουλάπι του σπιτιού της Μαρίας, τώρα φαίνονταν σα να μην είχε υπάρξει πότε.
Μαύρη επιφάνεια. Που είδα για πρώτη φορά μαύρη επιφάνεια χωρίς καμία υφή;
Η ερώτηση αυτή μου δημιουργεί κάποιον συνειρμό στο μυαλό. Προς στιγμή, νιώθω πως σχεδόν κατάφερα να ενώσω τις κουκκίδες και να θυμηθώ κάτι σημαντικό, αλλά λίγο πριν το τέλος, η πορεία του μυαλού μου σταμάτησε, με συνέπεια την κατάρρευση του σχηματιζόμενου συλλογισμού.
Αλλά δεν πειράζει, ύστερα από αυτό είμαι σίγουρος πως θα μου ξαναέρθει και αυτή τη φορά, οι κουκκίδες θα ενωθούν μέχρι το τέλος και θα το θυμηθώ.
Φτάνουμε στο αυτοκίνητο. Το ανοίγω και μπαίνουμε μέσα. Κάνω μηχανικά την κίνηση να βάλω τη ζώνη μου και να βάλω το κλειδί στη μίζα. Πριν το γυρίσω ώστε να εκκινήσω το αυτοκίνητο, αποφασίζω να μην το κάνω.
Ποιο το νόημα; Που να πάμε; Από εδώ και πέρα δεν θέλω να κάνω οτιδήποτε στην τύχη. Θεωρώ πως αρκετά διασκεδάσαμε αυτούς που μας κοιτάζουν.
Όχι, οτιδήποτε κάνουμε στη συνέχεια πρέπει να είναι βάσει κάποιου σχεδίου. Δεν θέλω να μείνω άλλο εδώ.
Αλλά πως να οργανώσουμε ένα οποιοδήποτε σχέδιο όταν δεν μου έρχεται κάτι στο μυαλό σχετικά με αυτή την αναθεματισμένη τη δοκιμασία που ανέφερε ο υποτιθέμενος πωλητής;
Γυρίζω και κοιτάζω προς το μέρος της Μαρίας. Δεν ξέρω γιατί το κάνω. Ίσως ελπίζω πως θα μου δώσει κάποια έμπνευση ώστε να θυμηθώ κάτι.
Αυτό δεν γίνεται όμως. Απλά την κοιτάζω και βλέπω πως γυρίζει και με κοιτάζει και αυτή.
Ίσως να δείχνω υπερβολική εμπιστοσύνη σε αυτή. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι παρά ένα μικρό κοριτσάκι. Αν δε μπορώ να σκεφτώ εγώ κάτι, πως μπορώ να αναμένω από αυτή να το κάνει;
«Λοιπόν, τι λες; Έχεις καμία ιδέα για το τι πρέπει να κάνουμε τώρα;» τη ρωτάω.
Κάποιος άλλος ίσως να θεωρούσε τραγικό για έναν ενήλικο άνδρα να ζητάει συμβουλές από ένα παιδάκι λίγο μεγαλύτερο από νήπιο. Αλλά αυτή τη στιγμή που είμαι σαν χαμένος, έτσι ακόμη και η πιο αφελής πρόταση θα είναι ευπρόσδεκτη.
Δεν δίνει απάντηση. Απλά συνεχίζει να με κοιτάζει με τα μάτια της ορθάνοιχτα. Μπορώ να πω πως την καταλαβαίνω. Αν εγώ τα έχω χαμένα με τις αποκαλύψεις αυτού του ανθρώπου, τότε αυτό το παιδάκι πως θα νιώθει;
Κοιτάζω ξανά μπροστά. Δεν ξέρω τι να κάνω. Ίσως τελικά η καλύτερη ιδέα είναι να επιστρέψω στο σπίτι μου και να ελέγξω ξανά τα πράγματα μέσα εκεί. Ίσως καταφέρω με αυτό τον τρόπο να θυμηθώ τι είδα. Αν είδα κάτι.
Αποφασίζω και βάζω εμπρός το αυτοκίνητο.
«Που πάμε;» ρωτάει η Μαρία.
«Στο σπίτι μου», απαντάω. «Θέλω να ελέγξω κάποια πράγματα εκεί». Παρατηρώ πως φαίνεται ξαφνικά πολύ νευρική.
«Μη φοβάσαι, λίγο θα μείνουμε για να δω αυτά που θέλω και μετά θα επιστρέψουμε στο δικό σου», της λέω με όσο πιο καθησυχαστικό ύφος μπορώ.
«Δεν φοβάμαι», μου λέει και από το ύφος της φαίνεται πως το πιστεύει. «Έχω εσένα να με προστατέψεις αν έρθει ο μαύρος άνδρας και δεν τον φοβάμαι».
Ο μαύρος άνδρας.
Εκείνος ο τύπος στο όνειρο που είδα, που αντί για πρόσωπο είχε μαυρίλα. Σαν τη μαυρίλα στο δρόμο και στο ντουλάπι, συνειδητοποιώ ξαφνικά.
Με αυτό τον τύπο συνεπλάκην. Σε ένα πράσινο λιβάδι κοντά σε ένα ποτάμι.
Τόση ώρα, έκανα λάθος. Αυτά που έκανα όταν ξύπνησα, δεν ήταν τα πρώτα που είδα.
Το πρώτο που είδα ήταν το όνειρο στο οποίο αντιμετώπιζα τον άνδρα με το σκοτεινό πρόσωπο.
Ήταν τόσο απλό που χτυπάω το κεφάλι μου γιατί δεν το σκέφτηκα πιο γρήγορα. Μήπως αυτή είναι η δοκιμασία την οποία παιδευόμουν τόση ώρα να βρω;
Δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο. Αυτό το “όνειρο” που είδα είναι η ένδειξη που αναζητούσα. Άρα, πρέπει να πάω στην τοποθεσία που είδα εκεί;
Μάλλον ναι. Αλλά που είναι αυτή η τοποθεσία; Δεν την αναγνώρισα. Πρέπει να είναι μέσα στα όρια της πόλης, αφού παραπέρα δεν μπορώ να πάω εξαιτίας εκείνης της αναθεματισμένης ομίχλης. Που όπως αποδεικνύεται τελικά μπορεί και να μην είναι ομίχλη.
Αλλά αυτό είναι δευτερεύον αυτή τη στιγμή. Θέλω να αναγνωρίσω το μέρος όπου αντιμαχόμουν αυτό το ον στο όνειρό μου.
Γρασίδι και ποτάμι. Είχε και δένδρα σε κάποια πλευρά του λιβαδιού; Ίσως, αλλά δεν θυμάμαι με βεβαιότητα. Στο μυαλό μου έρχεται μόνο ένα μέρος εδώ κοντά που να μοιάζει με αυτό, αλλά δεν είναι και ακριβώς ίδιο με αυτό που είδα.
Πίσω από ένα από τα λύκεια της πόλης, υπάρχει μια τεράστια επίπεδη έκταση. Τελειώνει στα όρια του ποταμού από τη μια πλευρά και από τις άλλες δυο ξεκινάνε χωράφια με ελαιόδεντρα.
Τέτοια ήταν τα δένδρα που υπήρχαν στο όνειρο; Δεν είμαι σίγουρος. Αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο άλλο μέρος εδώ κοντά που να ταιριάζει τόσο πολύ σε αυτό που είδα.
Αποφασίζω πως εκεί πρέπει να πάμε στη συνέχεια. Ακόμη κι αν αποδειχθεί πως δεν είναι το σωστό μέρος, είναι καλύτερο από το να γυρίζουμε εδώ κι εκεί.
Και ίσως αυτό να είναι πράγματι το μέρος που πρέπει να πάμε, ώστε αυτή η απίστευτη περιπέτεια να τελειώσει. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Βλέπω πως η Μαρία έχει αφαιρεθεί να κοιτάζει έξω. Να της πω που πάμε ή να μην της το πω;
Νομίζω πως είναι καλύτερα να μην ξέρει τίποτε. Θα τρομάξει και ίσως να με επηρεάσει να αλλάξω προορισμό. Κι αυτό δεν πρέπει να γίνει. Ελπίζω να έχω καταλάβει σωστά και να είμαστε κοντά στο να δώσουμε ένα τέλος.
Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.