Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 23ο



Σταματάω το αυτοκίνητο. Έχω πια φτάσει στον προορισμό μου. Μπροστά μου απλώνεται η οριζόντια έκταση με το γρασίδι που είχα δει στο όνειρό μου.
«Βασίλη, γιατί ήρθαμε εδώ;» ρωτάει η Μαρία. Το ύφος της είναι προβληματισμένο.
Να της πω ψέματα ή να υπεκφύγω; Δεν θέλω να το συνεχίσω. Αν και μικρή, δικαιούται να ξέρει την αλήθεια για το λόγο που μας έφερε εδώ.
«Ήρθαμε εδώ γιατί σκοπεύω να αντιμετωπίσω τον άνδρα με το μαύρο πρόσωπο», απαντάω. Την βλέπω να κάνει πίσω και την έκφρασή της να αλλάζει απότομα και να μετατρέπεται σε τρομαγμένη. Τρομοκρατημένη σχεδόν.
«Πρέπει να το κάνω», συνέχισα. «Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να επιστρέψουμε στην οικογένεια και τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Το θες αυτό, έτσι δεν είναι;»
Βλέπω πως διστάζει με τα λόγια μου, αλλά ύστερα από ελάχιστα δευτερόλεπτα γνέφει καταφατικά.
«Να μη στεναχωριέσαι, όλα καλά θα πάνε», της λέω, προσπαθώντας να εμψυχώσω και αυτή και μαζί κι εμένα τον ίδιο. «Το μόνο που θέλω από σένα, είναι να μείνεις κοντά μου και να μην απομακρυνθείς σε καμία περίπτωση. Θα το κάνεις αυτό;» Γνέφει ξανά. Ωραία. Τουλάχιστον δε θα χρειαστεί να αρχίσω να την ψάχνω εδώ κι εκεί, αν πράγματι έρθει η στιγμή να αντιμετωπίσω κάποιον.
Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω από το αυτοκίνητο. Η Μαρία με μιμείται. Κοιτάζω το όπλο που έχω στο πίσω κάθισμα. Να το πάρω ή όχι; Στο όνειρο είχα όπλο; Όχι. Μήπως δεν πρέπει να το έχω μαζί μου, ώστε να ακολουθήσω ακριβώς αυτό που είδα;
Δεν είναι καλή ιδέα. Αυτό που είδα ήταν ένα στοιχείο για το που πρέπει να πάω και τι πρέπει να κάνω. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνει ακριβώς όπως το είδα. Κάποτε είχα διαβάσει το γνωμικό, πως το να ξέρεις το μέλλον είναι και ευλογία και κατάρα. Δεν θυμάμαι που ακριβώς το είδα αυτό. Το θυμήθηκα τώρα όμως, χάρη στην προηγούμενη σκέψη μου.
Ίσως αυτοί που μου υπέβαλλαν αυτό το όνειρο, να ήθελαν να είμαι άοπλος όταν θα αντιμετωπίσω τον άνδρα με το σκοτεινό πρόσωπο, κι αυτός να ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν είδα να έχω όπλο. Όπως και να’ χει, όσο το σκέφτομαι, τόσο δεν βρίσκω λόγο γιατί να μην το πάρω μαζί μου.
Κι έτσι κάνω. Το πιάνω στα χέρια μου. Αν και ξέρω πια πως αυτό το αντικείμενο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, για κάποιο λόγο νιώθω καλύτερα, τώρα που το κρατάω.
«Μαρία, ακολούθησέ με», της λέω και ξεκινάω να απομακρύνομαι από το αυτοκίνητο με κατεύθυνση το ποτάμι. Διστάζει για ένα ή δυο δευτερόλεπτα και ύστερα με ακολουθεί.
Μόλις φτάνουμε στο ποτάμι, κοιτάζω τριγύρω. Δεν υπάρχει κάτι άλλο που να κινείται στον ορίζοντα, εκτός από εμένα, τη Μαρία και το ελάχιστο τρεχούμενο νερό. Ακόμη και τα δένδρα και το γρασίδι, παραμένουν ακίνητα. Δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος από το περιβάλλον. Νιώθω σα να είμαι παγιδευμένος μέσα σε μια φωτογραφία. Όπως και χθες το βράδυ, νιώθω πως αυτή η απόλυτη ησυχία με περικυκλώνει και με πνίγει.
Μάλλον το ίδιο νιώθει και η Μαρία. Το καταλαβαίνω από τον τρόπο που περπατούσε νωρίτερα, στο πλάι μου, και κοιτάζει με νευρικότητα συνέχεια τριγύρω της. Με το αριστερό της χέρι σφίγγει την κούκλα της μπροστά στο πρόσωπό της.
Στρέφομαι προς τη συστάδα με τα ελαιόδεντρα που βρίσκονται στα δεξιά μου.
«Μαρία, εγώ πάω να καθίσω εκεί», της λέω, δείχνοντας ένα από τα πιο κοντινά δένδρα. «Εσύ αν θες, μπορείς να τριγυρίσεις εδώ κοντά. Αλλά πρόσεχε», και η φωνή μου παίρνει το πιο προειδοποιητικό ύφος που μπορούσα να της δώσω, «να είσαι πάντα σε σημείο που να μπορώ να σε βλέπω. Και αν δεις ή ακούσεις οτιδήποτε, ακόμη και το πιο φυσιολογικό, θα παρατήσεις ό, τι κάνεις αμέσως και θα επιστρέψεις εκεί που κάθομαι. Σύμφωνοι;»
«Εντάξει», μου απαντάει. Αλλά βλέποντάς την, νιώθω σίγουρος πως θα πρέπει να έχω έγνοια για το αν θα απομακρυνθεί από εκεί που θα καθίσω.
Με αργά βήματα, πηγαίνω και κάθομαι πλάι στον κορμό της ελιάς. Το έδαφος είναι νοτισμένο και κρύο, αλλά υπάρχει μια πλατιά και επίπεδη πέτρα. Κάθομαι πάνω σε αυτή. Αφήνω το όπλο κάτω και χάρη στο πλούσιο γρασίδι, δεν φαίνεται σχεδόν καθόλου. Το μόνο που προσέχω, να έχω την άκρη της κάννης πιο ψηλά από το υπόλοιπο όπλο, ώστε να μην ακουμπάει στο έδαφος. Θα ήταν άσχημο να χρειαστεί να πυροβολήσω και να μου ανατιναχτεί το όπλο στο πρόσωπο επειδή έχει μπει λίγο χώμα μέσα στην κάννη.
Άραγε, αν πεθάνω εδώ, τι θα απογίνω στην πραγματικότητα; Θα ξυπνήσω; Θα συνεχίσω εδώ κανονικά; Ή το τέλος αυτής της εικονικής ζωής θα σημάνει και το τέλος της πραγματικής; Αποφασίζω πως αυτό δεν επιθυμώ να το διαπιστώσω.
Γέρνω την πλάτη μου πίσω, μέχρι που ακουμπάει στον κορμό της ελιάς. Κλείνω τα μάτια μου. Απορώ με τον εαυτό μου, μιας και νιώθω υπερβολικά ήρεμος για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε.
«Βασίλη, τι θα κάνουμε τώρα;» ακούω τη Μαρία να ρωτάει, από λίγα μέτρα πιο μακριά.
«Θα καθίσουμε εδώ και περιμένουμε τον άνδρα με το μαύρο πρόσωπο να έρθει», της απαντάω.
«Μήπως να φεύγαμε;» ρωτάει και η φωνή της είναι σιγανή. Φοβάται πολύ, το καημένο!
«Όχι, δεν θα φύγουμε. Όταν ξύπνησα χθες, σκεφτόμουν πως είχα δει ένα όνειρο. Είδα πως σε αυτή την περιοχή, πολέμησα τον άνδρα με το μαύρο πρόσωπο και τον νίκησα. Δεν σκοπεύω να μετακινηθώ από αυτό το μέρος, μέχρι να γίνει αυτό και τώρα». Μιλάω και νιώθω τον εαυτό μου γεμάτο αυτοπεποίθηση. Η φωνή μου είναι σταθερή.
«Πρέπει να δώσουμε ένα τέλος», συνεχίζω ύστερα από παύση λίγων δευτερολέπτων. «Αυτό το παιχνίδι κράτησε πολύ και έφτασε η ώρα να τελειώσει».
Σηκώνομαι όρθιος. «Με ακούτε, καθάρματα;» φωνάζω με όλη μου τη δύναμη. «Δεν πρόκειται να παίξω άλλο αυτό το παιχνίδι. Θα τελειώσει εδώ!» Κάθομαι ξανά πάνω στην πέτρα. Κοιτάζω τη Μαρία και βλέπω πως δεν φαίνεται να φοβάται πια.
Αντίθετα, αυτό που παρατηρώ με μεγάλη έκπληξη, είναι πως με κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο θαυμασμό. Αυτό δεν το περίμενα. Νιώθω να κοκκινίζω ελαφρώς.
Όπως και να έχει, θα κάνω αυτό που είπα. Δεν πρόκειται να το κουνήσω από εδώ, μέχρι να υπάρξει κάποια εξέλιξη. Ακουμπώ ξανά την πλάτη στον κορμό της ελιάς και κλείνω τα μάτια μου.

Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει, μάλλον δεν θα είναι πάρα πολλή. Σε κάποια στιγμή, νιώθω πως η Μαρία σφίγγεται πάνω μου. Ανοίγω τα μάτια και με δυσκολία συγκρατώ τον εαυτό μου από το να μην φωνάξει με έκπληξη και τρόμο.
Μπροστά μου στέκεται μια ανθρώπινη φιγούρα, σχετικά αδύνατη και ντυμένη με απλά, καθημερινά ρούχα. Δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σε αυτή. Στέκεται με τα χέρια πίσω από την πλάτη της, εντελώς ακίνητη.
Εκτός από το κεφάλι του. Όπως είχα δει και στο όνειρό μου, εκεί που κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει το πρόσωπο και το κεφάλι, υπάρχει μόνο μαυρίλα. Είμαι σίγουρος πως δεν είναι απλά παιχνίδι του φωτός και της σκιάς. Αυτό που βλέπω μπροστά μου ήταν το απόλυτο μαύρο, που μπορεί να υπάρξει μόνο από την έλλειψη οποιουδήποτε αντικειμένου ή φωτεινής πηγής.
Αλλά ταυτόχρονα, αυτό το μαύρο της έλλειψης – δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω διαφορετικά – με κάποιον τρόπο φαίνεται να έχει υφή και να αποτελεί μια επιφάνεια. Όπως ήταν και η μαύρη επιφάνεια στο πίσω μέρος του ντουλαπιού, στο πατρικό της Μαρίας. Όπως ήταν κι εκείνο το χάσμα που μας εμπόδισε  από το να χρησιμοποιήσουμε το αυτοκίνητο για να ανεβούμε στο σημείο συνάντησης με τον πωλητή.
Νιώθω τον τρόμο να απλώνει τα πλοκάμια του μέσα μου. Προσπαθώ να ηρεμήσω, χρησιμοποιώντας το σκεπτικό πως αυτή η εμφάνιση εξυπηρετεί αυτό ακριβώς το σκοπό. Να με τρομοκρατήσει. Αυτοί που μας έχουν φυλακίσει εδώ, δεν θέλουν να επιτύχω στη δοκιμασία. Θέλουν να με κρατάνε μέσα εδώ, να προσφέρω θέαμα στους πελάτες τους και αποτελέσματα στα πειράματά τους.
Αλλά τώρα που ξέρω πως όλα αυτά δεν είναι αλήθεια, θα μπορεί να συνεχιστεί το πείραμα;
Και, μια νέα σκέψη περνάει από το μυαλό μου: ακόμη κι αν τον νικήσω τούτον εδώ, θα μας αφήσουν να επιστρέψουμε στον πραγματικό κόσμο;
Θα δούμε.
Ένα βήμα τη φορά.
«Ήρθες εδώ νωρίτερα από ότι περιμέναμε», ακούω τη φιγούρα να μιλάει. Δυσκολεύομαι να καταλάβω αν η φωνή που ακούγεται είναι ανδρική ή γυναικεία. Είναι λίγο και από τα δυο, ή ίσως ένας συνδυασμός από δυο διαφορετικές φωνές μαζί. Δεν απαντάω τίποτε, παρά μόνο την κοιτάζω. Με αργό ρυθμό, νιώθω την αυτοπεποίθησή μου να αυξάνεται ξανά.
«Βέβαια, είχες λίγη εξωτερική βοήθεια και ούτε αυτό το περιμέναμε», συνέχισε η φιγούρα. Η φωνή της αυτή τη φορά, είχε έναν περιπαικτικό τόνο.
Σηκώνομαι όρθιος. Σπρώχνω τη Μαρία πίσω μου, ώστε να την προφυλάσσω με το σώμα μου. Μόλις κάνω αυτή την κίνηση, η φιγούρα βάζει τα γέλια. Ο ήχος μου θυμίζει έντονα τον ήχο που κάνει μια κιμωλία όταν σέρνεται σε έναν πίνακα.
«Τι θέλετε από εμάς;» ρωτάω. Στο άκουσμα των λόγων μου, η φιγούρα σταματάει το γέλιο απότομα.
«Βλέπω πως δε φοβάσαι αυτό που βλέπεις. Μπράβο σου», λέει, και διακρίνω μια μικρή νότα έκπληξης αλλά και επιδοκιμασίας ταυτόχρονα. «Αφού συναντηθήκαμε εδώ, θα σου δείξω δυο ενδεχόμενα από τα οποία θα πρέπει να επιλέξεις το ένα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου