Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 18ο



Αυτή είναι μια συνάντηση, στην οποία πρέπει να πάω. Είναι μοναδική ευκαιρία να πάρω κάποιες απαντήσεις για το τι συμβαίνει γύρω μου.
Να πάω μόνος μου ή να πάρω και τη Μαρία μαζί μου, όμως; Δεν ξέρω τι θα συναντήσω εκεί, ούτε καν τι προθέσεις έχει αυτός ο άνθρωπος.
Από την άλλη όμως, ούτε θέλω να την αφήσω πίσω, μόνη της. Αυτός ο τύπος εμφανίστηκε μέσα στο καθιστικό όπου κοιμόμασταν, παρά την κλειδωμένη πόρτα ασφαλείας.
Νομίζω πως καλύτερα θα είναι να την πάρω μαζί μου. Οποιοσδήποτε κίνδυνος προκύψει εκεί, ενδεχομένως να προκύψει και αν την αφήσω εδώ. Και στη δεύτερη περίπτωση, δεν θα είμαι μαζί της για να την υπερασπιστώ. Είναι και το γεγονός πως, αν δεν είναι μαζί μου, θα έχω έγνοια για το αν θα είναι καλά. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα έχω τον νου μου εντελώς συγκεντρωμένο στη συνομιλία μας.
Άρα, πάμε μαζί. Αλλά θα κάνουμε μια στάση πριν ανεβούμε το μονοπάτι.
«Έλα, Μαράκι, σήκω», της λέω. «Πρέπει να ντυθούμε για να πάμε να συναντήσουμε αυτό τον άνθρωπο».
«Θα πας να τον δεις;» την ακούω να με ρωτάει. Η φωνή της μου δείχνει πως είναι δεν είναι και ιδιαίτερα ενθουσιασμένη με αυτό το ενδεχόμενο.
«Ναι. Μαζί θα πάμε. Νομίζω πως αυτό είναι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε. Πρέπει να μάθουμε τι γίνεται και που έχουν πάει όλοι. Αυτός ο άνθρωπος ίσως μας πει κάποια πράγματα που είναι σημαντικό να μάθουμε», απαντάω.
«Τον φοβάμαι», απαντάει αμέσως η Μαρία. Η ανησυχία της είναι προφανής.
«Κι εγώ το ίδιο», απαντάω και είμαι απόλυτα ειλικρινής στα λόγια μου. «Αλλά δεν μου αρέσει αυτό που γίνεται εδώ, να είμαστε οι δυο μας και όλοι οι υπόλοιποι να είναι εξαφανισμένοι. Θέλω να μάθω τι συνέβη στα αγαπημένα μου πρόσωπα και που είναι. Αυτή τη στιγμή, η πιο καλή πιθανότητα για να μάθω αυτό που θέλω είναι να συναντήσω αυτό τον άνθρωπο».
Κάνω τη σκέψη πως ίσως και να μάθω πως αυτό που συνέβη, συνέβη σε εμάς κι όχι στους υπόλοιπους. Κρατάω όμως αυτή τη σκέψη για τον εαυτό μου. Δεν χρειάζεται να την ανησυχήσω ακόμη περισσότερο από το όσο είναι ήδη.
«Φοβάμαι», επαναλαμβάνει. Την βλέπω όμως πως γνέφει καταφατικά μετά από τα τελευταία λόγια μου. Ακόμη και με τον φόβο που νιώθει στην προοπτική της συνάντησης με αυτό τον άνθρωπο, είναι προφανές πως κι αυτή ενδιαφέρεται να μάθει τι συνέβη στην οικογένειά της. Αυτό το βρίσκω λογικό.
«Να μη φοβάσαι, είμαι κι εγώ εδώ. Θα κάνω ό, τι μπορώ για να μην επιτρέψω να σου συμβεί τίποτε κακό», της λέω με αυτοπεποίθηση. Με κοιτάζει. Η έκφραση ανησυχίας της εξαφανίζεται στη στιγμή. Την αντικαθιστά ένα πλατύ χαμόγελο.
«Ναι!» φωνάζει έχοντας βρει ξανά τον ενθουσιασμό της. «Αφού μου το είπε ο άγγελος πως θα με προστατέψεις από τον μαύρο άντρα!»
Άλλο μυστήριο και τούτο. Θυμάμαι εκείνα τα λόγια της όταν την συνάντησα για πρώτη φορά. Πως ο άγγελος στο όνειρο της είχε πει πως θα την φυλάξω από τον άνθρωπο με το σκοτεινό πρόσωπο.
Μια ιδέα μου έρχεται στο μυαλό.
«Μαρία, θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να σκεφτείς προσεκτικά πριν απαντήσεις», της λέω. Βλέπω πως το ύφος της σοβαρεύει μόλις ακούει τα λόγια μου.
«Αυτός ο άνθρωπος που ήρθε και σου μίλησε χθες το βράδυ, σου φάνηκε πως μοιάζει καθόλου εκείνον που είχες δει στο όνειρο, που είχε το πρόσωπό του σκοτεινό;»
Τη βλέπω πως το σκέφτεται για αρκετή ώρα.
«Όχι, δεν έμοιαζε καθόλου με εκείνον. Δεν φοβήθηκα την ώρα που μου μιλούσε». Σταματάει εκεί, αλλά φαίνεται πως θέλει να πει και άλλα. Την περιμένω.
«Πιο πολύ μου θύμισε τον άγγελο που είδα στο όνειρό μου», συνέχισε.
«Στην εμφάνιση, εννοείς του έμοιαζε;» τη ρωτάω.
«Λίγο στην εμφάνιση, αν και χθες δεν είχε φως γύρω του. Δεν είχε και το ένα δόντι! Αλλά ο τρόπος μου μιλούσε ήταν ίδιος με αυτόν στο όνειρό μου! Γιαυτό, ενώ τρόμαξα αρχικά που ξύπνησα και τον είδα, μόλις άρχισε να μου μιλάει ηρέμησα!»
Δεν περίμενα αυτή την απάντηση, αλλά τη βλέπω πως είναι σίγουρη στην άποψή της. Αυτό μου επαναφέρει ένα μικρό κομμάτι από την αισιοδοξία μου.
«Έλα, σήκω», της λέω ξανά. Κάνω την κίνηση να σηκωθώ και πηδάει ελαφρά από τα πόδια μου στο πάτωμα. «Πάμε να ετοιμαστούμε για να συναντήσουμε αυτό τον άνθρωπο».
Με κοιτάζει και διαπιστώνω πως ο φόβος αρχίζει και τη γεμίζει ξανά.
«Δεν θα πάμε κατευθείαν εκεί που μας είπε. Θα κάνουμε πρώτα, μια στάση κάπου αλλού», της λέω για να την καθησυχάσω.

Το τζάμι θρυμματίζεται και πέφτει στο έδαφος σε χιλιάδες μικρά κομμάτια. Η εικόνα είναι παρόμοια με αυτή της πρόσοψης του ραδιοφωνικού σταθμού χθες το απόγευμα. Σκέφτομαι πως αυτή η κατάσταση είχε και ένα απροσδόκητο πλεονέκτημα: έχω αρχισει και γίνομαι καλός στις διαρρήξεις. Αυτή η σκέψη φέρνει ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Ελπίζω να μην χρειαστεί να πραγματοποιήσω και άλλες παραβιάσεις. Έχω ήδη κάνει αρκετές.
Η σειρήνα ενός συναγερμού αρχίζει να σφυρίζει. Η αλλαγή από την ησυχία στην οποία ήμασταν συνηθισμένοι, στον εκκωφαντικό ήχο είναι υπερβολικά απότομη. Τα αυτιά μου διαμαρτύρονται αρχικά, αλλά ύστερα από λίγο συνηθίζουν τον έντονο θόρυβο.
Η Μαρία κοιτάζει αριστερά και δεξιά, και προς τις δυο κατευθύνσεις του δρόμου. Το βλέμμα της είναι ανήσυχο.
«Μην ανησυχείς για τον ήχο. Δεν πρόκειται να έρθει κανείς να τον ελέγξει» της λέω, μαντεύοντας την πηγή της ανησυχίας της. Δεν συμπληρώνω αυτό που σκέφτομαι, πως πιθανότατα δεν υπάρχει κανείς για να έρθει.
Πάντως, φαίνεται πως μάντεψα σωστά όσον αφορά την αιτία της νευρικότητας της Μαρίας. Την βλέπω πως ύστερα από τα λόγια μου, είναι προφανές πως ηρέμησε ξανά. Η ένταση του ήχου του συναγερμού είναι ακόμη μεγάλη, αλλά μου φαίνεται πως σταδιακά αρχίζει και ελαττώνεται. Ίσως είναι συνδεδεμένη σε κάποια μπαταρία κι αυτή να μην αντέχει πολλά, τώρα που το ηλεκτρικό ρεύμα είναι κομμένο.
Μπαίνω προσεκτικά μέσα στο κατάστημα, προσέχοντας που πατάω. Θέλω να αποφύγω τον μεγαλύτερο όγκο από τα σπασμένα γυαλιά. Γυρίζω πίσω και βλέπω πως η Μαρία έχει μείνει από έξω. Διστάζει να μπει μέσα. Την αφήνω να μείνει εκεί.
Ύστερα από λίγο, βρίσκω αυτό που έψαχνα. Δεν μου πήρε πολλή ώρα. Μέσα σε ένα κατάστημα με κυνηγετικά είδη, ένα όπλο είναι εύκολο να βρεθεί. Πολλά από αυτά ήταν κλειδωμένα, αλλά μερικά υπήρχαν για επίδειξη. Διαλέγω ένα που φαίνεται εντελώς καινούριο. Ίσως και να είναι αχρησιμοποίητο. Ελέγχω την κάννη να είναι καθαρή, δοκιμάζω και διαπιστώνω πως δουλεύει κανονικά. Έτσι φαίνεται, τουλάχιστον.
Ύστερα, ξεκινάω να αναζητώ φυσίγγια κατάλληλα για το όπλο. Τελικά βρήκα και από αυτά, σε ένα μικρό χάρτινο κουτί. Βάζω δυο στο όπλο. Σκέφτομαι να αφήσω το υπόλοιπο κουτί εκεί που το βρήκα, αλλά τελικά το παίρνω κι αυτό.
Γιατί το παίρνω, αλήθεια; Που θα με βοηθήσει το όπλο; Δεν ξέρω. Ίσως πουθενά. Αλλά αυτό που ξέρω με βεβαιότητα, πως τώρα που το έχω νιώθω λίγο καλύτερα.
Βγαίνω ξανά έξω από το κατάστημα. Η Μαρία είχε καθίσει κάτω, στο πεζοδρόμιο. Με το που με βλέπει, σηκώνεται όρθια.
«Έλα, φύγαμε», της λέω. Κρατώντας με το ένα χέρι το καινούριο μου όπλο, την πιάνω με το άλλο και ξεκινάμε για τη συνάντησή μας με εκείνον τον τύπο.
Αρκετά τον έκανα να περιμένει. Καιρός να τον αντιμετωπίσουμε, αυτόν και ό, τι έχει να μας πει.

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 17ο



«Να σου πω κάτι;» ακούω μια σιγανή φωνή από δίπλα.
Γυρίζω να κοιτάξω και βλέπω πως η Μαρία έχει αφήσει τη θέση της μπροστά από το τζάκι και έχει έρθει δίπλα μου. Κάνω μια κίνηση, την πιάνω και τη βάζω να καθίσει πάνω στα πόδια μου.
Στην πραγματικότητα, χρειαζόμουν αυτό το διάλειμμα. Έχω την εντύπωση πως έχω αφιερώσει πάρα πολλή ώρα, προσπαθώντας να αποφασίσω τι πρέπει να κάνουμε και πώς να προχωρήσουμε.
Αλλά ύστερα από τόση σκέψη, είμαι αναγκασμένος να παραδεχθώ πως δεν έχω καταλήξει πουθενά. Ό, τι πορεία και να προσπαθώ να ακολουθήσω με τις σκέψεις μου, συνέχεια φτάνω στο ίδιο εμπόδιο που με σταματάει, τόσο αποτελεσματικά όσο και ένα τείχος.
Δεν ξέρω τι πραγματικά συμβαίνει. Πως θα αντιμετωπίσω την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, αφού δεν γνωρίζω τι είναι αυτή η κατάσταση, και άρα τον τρόπο που θα πρέπει να την αντιμετωπίσω;
Κι ακόμη περισσότερο, πως θα μάθω την αλήθεια για το τι συμβαίνει;
Ανακαλύπτω πως είμαι το ίδιο χαμένος, με όταν βγήκα από το σπίτι χθες το πρωί.
Μόνο είκοσι τέσσερις ώρες έχουν περάσει από τότε; Απίστευτο μου φαίνεται. Αν κάποιος μου έλεγε πως έχει περάσει μια εβδομάδα, θα το έβρισκα πιο πιστευτό.
Τέλος πάντων, ας ακούσω τι θέλει να μου πει η Μαρία. Ούτως ή άλλως, το πρόβλημα φαίνεται άλυτο με τα δεδομένα που έχω στα χέρια μου αυτή τη στιγμή. Χρειάζεται να απασχολήσω το μυαλό μου με κάτι άσχετο για λίγο.
«Πες μου, τι θέλεις», της λέω.
Με κοιτάζει. Δείχνει να διστάζει. Της κάνω νόημα, ώστε να την ενθαρρύνω να προχωρήσει.
«Νομίζω πως κάποιος ήρθε χθες τη νύχτα, την ώρα που κοιμόμασταν», ξεφουρνίζει.
Τινάζομαι από την έκπληξη και με δυσκολία καταφέρνω και συγκρατώ τη Μαρία, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν να τη ρίξω κάτω.
«Τι μου λες! Και γιατί δεν μου το είπες τόση ώρα αυτό;» αναφωνώ, όταν ξαναβρίσκω τη φωνή μου.
«Δεν ξέρω αν τον ονειρεύτηκα ή αν ήρθε αλήθεια!» απαντάει, με απολογητικό ύφος. Χαμηλώνει το βλέμμα της προς την κούκλα της.
Τα έχω χαμένα. Αλλά νομίζω πως θυμάμαι κάτι κι εγώ. Νομίζω πως είδα κάποιο πρόσωπο να είναι σκυμμένο από πάνω μου, αμέσως πριν αποκοιμηθώ.
Όλα μου έρχονται με μιας ξανά στο μυαλό. Πράγματι, κάποιος στάθηκε πάνω μου. Και μάλιστα, δεν επρόκειτο για κάποιο τυχαίο πρόσωπο. Είδα εκείνον τον αποκρουστικό πωλητή που τις προάλλες στην Αθήνα μου πούλησε εκείνο το φυλαχτό.
Το οποίο φυλαχτό φοράω ακόμη κι αυτή τη στιγμή. Με πιάνει ένα σύγκρυο.
Πως εμφανίστηκε αυτός εδώ, μέσα σε ένα κλειδωμένο και ασφαλισμένο σπίτι;
«Πως ήταν αυτός ο άνθρωπος που είδες;» ρωτάω με σιγανή φωνή τη Μαρία.
«Δεν ξέρω… σαν άνθρωπος!» απαντάει η Μαρία. Περιμένω να πει κι άλλα, αλλά μάταια. Έδωσε μια απάντηση που κάθε άλλο παρά κατατοπιστική είναι. Δεν μου αρκεί. Πρέπει να επιμείνω και να μάθω περισσότερα.
«Είχε κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα στην εμφάνισή του; Κάτι που θα τον έκανε να ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο;» ρωτάω.
Η Μαρία μένει σκεφτική για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα, βλέπω το πρόσωπό της να φωτίζεται.
«Θυμήθηκα! Του έλειπε ένα από τα μπροστινά δόντια! Φάνηκε πολύ, μια στιγμή όταν χαμογέλασε! Έμοιαζε με μένα, όταν ήμουν μικρή!» λέει, με τον ενθουσιασμό έκδηλο στη φωνή της.
Νέο σύγκρυο με πιάνει. «Το δόντι που του έλειπε, μήπως ήταν από το πάνω σαγόνι;» ρωτάω για να επιβεβαιώσω τους φόβους μου, αν και νιώθω σίγουρος πως ξέρω ήδη την απάντηση.
«Ναι!» απαντάει η Μαρία. Φαίνεται ενθουσιασμένη, αλλά ο ενθουσιασμός της αρχίζει να μετριάζεται, καθώς με κοιτάζει και βλέπει πως με έχει πιάσει ένα τρέμουλο.
«Τι έχεις;» ρωτάει.
«Τίποτε. Όλα καλά», απαντάω με ένα ύφος που δεν θα έπειθε ούτε εμένα τον ίδιο. «Απλά θυμήθηκα κάτι άσχετο. Να σε ρωτήσω, τι σου είπε όταν ήρθε;»
«Δεν μου είπε πάρα πολλά πράγματα. Πρώτα μου είπε να ξυπνήσω. Νομίζω πως αυτό μου το είπε πολλές φορές, ώσπου τελικά άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Όταν τον κοίταξα φάνηκε να στεναχωριέται. Αυτό με μπέρδεψε. Ξύπνησα και τον κοίταξα και στεναχωρέθηκε γιατί ξύπνησα; Περίεργο δεν είναι που έκανα αυτό που μου είπε και στεναχωρήθηκε;»
Η σκέψη που κυριεύει στο μυαλό μου αυτή τη στιγμή, είναι πως ίσως τελικά να μην είναι και τόσο περίεργο. Το ίδιο δεν μου είπε και σε μένα και το επόμενο που συνέβη, ήταν να βρεθώ σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο;
Και μετά, όταν ήμουν σε εκείνο το μέρος και οι δυο φύλακες με χτυπήσανε, μου είπαν «ώρα να πας για ύπνο», ή κάτι παρόμοιο.
Και μετά από αυτό, όταν άνοιξα τα μάτια μου ξανά ήμουν πίσω, ξαπλωμένος μπροστά στο τζάκι.
Ή μήπως ισχύει το ενδεχόμενο, το ότι τον είδαμε είναι αποτέλεσμα ονείρου; Γίνεται όμως να έχουμε δει και οι δυο όνειρο με τον ίδιο άνθρωπο;
Νομίζω πως είναι δύσκολο να μπερδευτώ περισσότερο από όσο είμαι αυτή τη στιγμή. Αποφασίζω πως καλύτερα ας μην προτρέχω και κάνω τις σκέψεις μου ακόμη πιο πολύπλοκες από το απαραίτητο. Καλύτερα θα είναι να περιμένω να ακούσω και τι άλλο είπε στη Μαρία, πριν καταλήξω σε οριστικά συμπεράσματα.
«Και μετά; Σου είπε τίποτε άλλο μετά από αυτό;» ρώτησα.
«Τρόμαξα που τον είδα απότομα πάνω από το κεφάλι μου. Μου είπε να μη φοβάμαι. Και ύστερα μου είπε πως θα μας περιμένει να τον συναντήσουμε…» κάνει μια παύση, φέρνει το ένα χέρι μπροστά στο πρόσωπό της και παίρνει μια συλλογισμένη έκφραση. Μοιάζει σα να προσπαθεί να σκεφτεί τι της είπε.
Ή μάλλον, να θυμηθεί τι της είπε. Νιώθω μεγάλη ανυπομονησία. Αυτό βρήκε να ξεχάσει;
Το πρόσωπο της Μαρίας φωτίζεται ξανά.
«Θυμήθηκα!» λέει. «Μου είπε να πάρουμε το μονοπάτι που ξεκινάει απέναντι από το γήπεδο. Κάποια στιγμή, θα φτάσουμε σε μια εκκλησία. Θα μας περιμένει εκεί. Μου είπε πως πρέπει οπωσδήποτε να πάμε να τον βρούμε. Αλλιώς θα μείνουμε κοιμισμένοι. Αυτό δεν το κατάλαβα. Τι εννοούσε;»
«Δεν ξέρω τι εννοούσε με αυτό», της απαντώ, αν και στην πραγματικότητα έχω μια ιδέα. «Είπε τίποτα άλλο;»
«Όχι. Μετά έφυγε».
Μένω αμίλητος για λίγη ώρα, καθώς σκέφτομαι τα τελευταία λόγια της Μαρίας.
Αναγνώρισα με ευκολία το μέρος για το οποίο της είπε αυτός ο τύπος. Πρόκειται για ένα ξωκλήσι, από το οποίο έχω περάσει πολλές φορές κατά τη διάρκεια των βουνίσιων μου περιπάτων. Με το αυτοκίνητο, δεν θα κάνουμε περισσότερο από δέκα λεπτά να φτάσουμε.
Αυτή είναι μια συνάντηση, στην οποία πρέπει να πάω. Είναι μοναδική ευκαιρία να πάρω κάποιες απαντήσεις για το τι συμβαίνει γύρω μου.

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 16ο



Απλώνω τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι και ρίχνω το κεφάλι μου πάνω. Νιώθω πως δεν έχω ενέργεια ούτε θέληση να κάνω οτιδήποτε αυτή τη στιγμή.
Αλλά κάτι πρέπει να κάνω. Δεν επιτρέπεται να συνεχίσω να γυρίζω έτσι στα τυφλά. Πρέπει να μάθω τι συνέβη στην πόλη μου και να το αντιστρέψω, αν μπορώ.
Ή, αν η διαίσθησή μου αποδειχθεί αληθής και αυτό που ζω τώρα δεν είναι η πραγματικότητα, είναι αναγκαίο να ξεφύγω από αυτό το όνειρο, μέσα στο οποίο έχω χαθεί.
Όχι, όχι όνειρο. Εφιάλτη.
Πως θα ξεφύγω όμως; Πως θα διαπιστώσω τι ισχύει στην πραγματικότητα; Πως θα διακρίνω τι είναι αληθές και τι μια απλή ψευδαίσθηση;
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα, ούτε καν πως θα ξεκινήσω να αναζητώ τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα που με βασανίζουν.
Σηκώνω ξανά το κεφάλι μου από το τραπέζι και κάθομαι κανονικά στην καρέκλα. Όσο και να είμαι χαμένος, πρέπει να βγάζω ένα γενναίο παρουσιαστικό προς τα έξω. Δεν είμαι μόνος εδώ, έχω ένα παιδί που εξαρτάται από εμένα.
Η Μαρία.
Στην περίπτωση που αυτός εδώ ο κόσμος δεν είναι πραγματικός αλλά όνειρο ή οτιδήποτε άλλο, τι είναι η Μαρία;
Μια ψευδαίσθηση σαν όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα που με τριγυρίζουν;
Ή είναι κι αυτή μια φυλακισμένη σε αυτή την ψευδαίσθηση, όπως είμαι κι εγώ;
Σε αυτή την περίπτωση, με τι είδους ανθρωπόμορφα τέρατα είμαι αντιμέτωπος, είμαστε αντιμέτωποι; Ποιος θα ήταν ικανός να κάνει τέτοια πράγματα σε ένα μικρό παιδί;
Μόλις κάνω αυτή τη σκέψη, η οργή μου φουντώνει ξανά. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να βρω την άκρη και τους υπευθύνους. Αν γίνει αυτό όμως, κάποιος θα το πληρώσει ακριβά.
Αντιλαμβάνομαι μια κίνηση στην άκρη του οπτικού μου πεδίου. Γυρίζω προς τα εκεί και βλέπω πως είναι η Μαρία. Έρχεται προς το μέρος μου αλλά σταματάει όταν φτάνει σε απόσταση δυο μέτρων μακριά μου.
«Έλα εδώ», της λέω. Χαμογελάω και απλώνω το χέρι μου προς το μέρος της για να την ενθαρρύνω. Διστακτικά κάνει το πρώτο βήμα, με περισσότερο θάρρος το επόμενο. Τη στιγμή που φτάνει κοντά μου, την πιάνω και την αγκαλιάζω.
«Συγνώμη που σου αγρίεψα νωρίτερα», λέω. «Είδα ένα πολύ περίεργο όνειρο και με επηρέασε».
«Δεν πειράζει», απαντάει. Σηκώνομαι και την βάζω σε μια άλλη καρέκλα.
«Να σου βάλω γάλα να πιείς;» Νωρίτερα που κοίταξα μέσα στο ψυγείο, είδα πως υπήρχε ένα χάρτινο κουτί.
«Ναι». Κοιτάζει και επιτέλους χαμογελάει λίγο. Βγάζω το γάλα και αδειάζω μέσα σε ένα μεταλλικό μπολ ποσότητα αρκετή για δυο άτομα. Δοκιμάζω λίγο και διαπιστώνω πως είναι πολύ κρύο. Κοιτάζω τριγύρω και βλέπω πως η οικογένεια της Μαρίας είχε δίπλα στο νεροχύτη μια μικρή συσκευή υγραερίου. Σκέφτομαι να ζεστάνω λίγο το γάλα εκεί, αλλά απορρίπτω την ιδέα. Ποτέ δεν ένιωσα εντελώς άνετα με αυτές τις συσκευές και δεν έχω διάθεση να προκαλέσω καμία διαρροή και να τινάξω και τους δυο στον αέρα.
«Μείνε λίγο εδώ», λέω στην Μαρία. Πηγαίνω στο καθιστικό και το αφήνω στην άκρη από το τζάκι. Τα λιγοστά κάρβουνα βγάζουν τα τελευταία αποθέματά τους από ζέστη και λάμψη. Αυτό θα είναι ό, τι πρέπει για να ζεσταθεί λίγο το γάλα. Μετά το πρωινό, θα πρέπει να κατεβώ στο υπόγειο, να πάρω περισσότερα ξύλα και να ανάψω ξανά το τζάκι.
Και μετά, πρέπει να καθίσω και να σκεφτώ καλά, το πώς θα προχωρήσουμε κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Πιάνω το σκεύος με το γάλα. Δεν είναι ζεστό, αλλά η θερμοκρασία του έχει ανεβεί σε σχέση με όπως ήταν νωρίτερα. Το παίρνω και επιστρέφω στην κουζίνα. Η Μαρία με κοιτάει και το ύφος της είναι γεμάτο ανυπομονησία.
Δεν χάνω άλλο χρόνο. Αδειάζω το γάλα σε δυο κούπες και μας σερβίρω. Στη συνέχεια, παίρνω ένα καρβέλι ψωμί που βρήκα και το κόβω σε χοντρές φέτες. Πάνω στις φέτες, απλώνω πλούσιες στρώσεις από βούτυρο και μέλι. Δίνω τις πρώτες στη Μαρία και αυτή αρχίζει να της τρώει με πολλή ευχαρίστηση. Κάνει μικρά διαλείμματα από το φαγητό της, απλά για να μου χαμογελάει. Από τότε που τη συνάντησα, πρώτη φορά τη βλέπω τόσο χαρούμενη. Με κάνει και νιώθω κι εγώ μια ευχαρίστηση μέσα μου.
Τρώμε το πρωινό μας με πολλή ευχαρίστηση. Η κουζίνα είναι στα ανατολικά του ορόφου και το φως του ήλιου που ανεβαίνει περνάει μέσα από τα παράθυρα και μας φωτίζει. Νιώθω τη διάθεσή μου να γίνεται σταδιακά καλύτερη.
Και την αποφασιστικότητά μου να φουντώνει.
Κάποια στιγμή, τελειώνουμε το φαγητό μας. Ακουμπάω την πλάτη μου στο πίσω μέρος της καρέκλας μου. Νιώθω χορτασμένος και ικανοποιημένος. Η Μαρία κάνει το ίδιο και με κοιτάζει. Λίγο μέλι της έχει κολλήσει στο πρόσωπο, στα αριστερά από το στόμα της. Χαμογελάει. Χαμογελάω κι εγώ.
«Έλα, πάμε μέσα. Θα σε φωτίσω να πλύνεις το πρόσωπο και τα δόντια σου», της λέω. Χαμογελάω γιατί παίρνει ένα, προφανώς προσποιητή, πληγωμένη έκφραση.
«Συμφωνήσαμε χθες το βράδυ. Όχι πλύσιμο δοντιών τότε, αλλά ναι σήμερα το πρωί». Το χαμόγελο στο πρόσωπό μου γίνεται ακόμη πιο πλατύ. Η Μαρία αλλάζει στη στιγμή την έκφραση του προσώπου της και χαμογελάει και αυτή.
Λίγα λεπτά αργότερα, έχουμε τελειώσει με τα πλυσίματα.
«Εντάξει, καθαρή κι ωραία ξανά!» της λέω πειραχτικά. Μου απαντάει με ένα χαμόγελο.
«Να σου τώρα», της λέω ενώ το ύφος μου σοβαρεύει ελαφρώς. «Πρέπει να καθίσω και να σκεφτώ κάποια πράγματα. Αυτό που θέλω από σένα, είναι να καθίσεις εκεί μπροστά στο τζάκι και να παίξεις. Αν με χρειαστείς κάτι πες μου. Αλλιώς, θέλω να κάνεις όσο πιο πολλή ησυχία μπορείς».
«Τι θέλεις να σκεφτείς;» με ρωτάει.
«Το τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα. Πρέπει να βρούμε τι έγιναν ή που πήγαν οι υπόλοιποι άνθρωποι στην πόλη».
«Εντάξει. Θα είμαι ήσυχη», μου λέει. Προφανώς αντιλαμβάνεται κι αυτή πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φέρνει τον δείκτη του αριστερού της χεριού στο στόμα της, κάνοντας το νόημα που δηλώνει ησυχία. Αυτή η χειρονομία μοιάζει τόσο παιδική κι αθώα, που ένα χαμόγελο σχηματίζεται αυθόρμητα στο πρόσωπό μου.
Την αφήνω καθισμένη μπροστά στο τζάκι και κατεβαίνω στο υπόγειο. Ανεβάζω καυσόξυλα και ανάβω ξανά τη φωτιά. Κοιτάζω τις φλόγες, που ξεπετάγονται δίνοντάς μας τη ζέστη τους.
Νιώθω πως έχω ξεχάσει κάτι βασικό όμως. Α, ναι. Ένα από τα βασικά! Επιστρέφω στην κουζίνα, βρίσκω τα κατάλληλα υλικά και γεμίζω ένα μεγάλο ποτήρι με κρύο, στιγμιαίο καφέ. Για λίγο εξέτασα το ενδεχόμενο, σε αυτό το πλουσιόσπιτο να μην υπάρχει στιγμιαίος καφές. Αυτό θα ήταν άσχημο. Δεν έχω διάθεση να τρέχω μέσα στο πρωί στο σπίτι μου για καφέ, ούτε φυσικά να διαρρήξω κάποιο μαγαζί για αυτό το λόγο. Η διάρρηξη που έκανα χθες στον ραδιοφωνικό σταθμό, είναι παραπάνω από αρκετή. Ευτυχώς που αυτοί οι φόβοι μου δεν επιβεβαιώθηκαν.
Επιστρέφω στο καθιστικό. Η Μαρία σηκώνει για λίγο το κεφάλι της προς το μέρος μου. Χαμογελάει. Το ίδιο κάνω και εγώ. Ύστερα την αφήνω και πηγαίνω να καθίσω στην πολυθρόνα όπου είχα καθίσει και το προηγούμενο βράδυ.
Αφήνω τον καφέ μου πάνω στο τραπεζάκι. Και ύστερα, κάθομαι πίσω και χάνομαι στις σκέψεις μου.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 15ο



«Ξύπνα!»
Κάποιος με σκουντάει, αδύναμα αλλά επίμονα. Προσπαθώ να γυρίσω πλευρό και να τον αγνοήσω. Όποιος κι αν είναι αυτός που είναι από πάνω μου δεν μου το επιτρέπει.
«Βασίλη, ξύπνα!» επιμένει.
Είναι η φωνή της Μαρίας. Και ακούγεται αγχωμένη. Τρομαγμένη, ίσως.
Μόλις συνειδητοποίησα αυτό το γεγονός, πετάγομαι πάνω απότομα. Παραλίγο να τη χτυπήσω, έτσι όπως ανακάθισα με φόρα στον υπνόσακό μου και αυτή ήταν σκυμμένη από πάνω μου για να με ξυπνήσει.
Κοιτάζω το τζάκι. Από τη φωτιά, έχουν απομείνει ελάχιστα κάρβουνα που φωτίζουν αδύναμα. Ακόμα και τα επιπλέον ξύλα που έβαλα, όταν ξύπνησα από το όνειρό μου, δεν ήταν αρκετά για να κρατήσουν για όλη τη διάρκεια της νύχτας.
Ξύπνησα από το όνειρό μου; Ξανακοιμήθηκα; Ανακαλύπτω πως δεν μπορώ να αποφασίσω ποιο από τα δυο συνέβη. Οι σκέψεις μου είναι μπερδεμένες. Αλλά ίσως σε ένα ημίωρο το μυαλό μου να έχει πιο διαυγείς σκέψεις από ότι αυτή τη στιγμή.
Κοιτάζω προς το μέρος της Μαρίας και αυτή μου ανταποδίδει το βλέμμα.
«Τι έγινε; Γιατί φωνάζεις έτσι μες το πρωί;» ρωτάω. Έχω νεύρα. Πάντα έχω νεύρα, όταν αντιμετωπίζω μια κατάσταση την οποία δεν μπορώ να καταλάβω.
Και σίγουρα, αυτό που ζω τώρα ξεπερνάει κάθε άλλη ακατανόητη κατάσταση που είχα ζήσει μέχρι τώρα. Με πολύ μεγάλη διαφορά.
«Πεινάω!» απαντάει ζωηρά η Μαρία.
«Πεινάς;» επαναλαμβάνω. Κάνω κίνηση για να σηκωθώ και βάζω βάρος πάνω στο χτυπημένο μου πόδι. Μορφάζω ελαφρά από τον ξαφνικό πόνο.
«Ναι, πεινάω!» φωνάζει η Μαρία. «Θέλω γάλα! Θέλω και κουλουράκια!»
Τι το έπιασε αυτό το παιδί ξαφνικά μέσα στο πρωινό και φωνάζει έτσι;
«Ηρέμησε λίγο! Μόλις ξύπνησα!» απαντάω σε έντονο ύφος.
«Θέλω γάλα και κουλουράκια!» επαναλαμβάνει, φωνάζοντας ακόμη δυνατότερα. «Και κάτι θέλω να σου πω!»
Δεν θα τα πάμε καλά σήμερα, για κάποιο λόγο νιώθω σίγουρος. Σηκώνομαι αργά από τον υπνόσακο, προσέχοντας αυτή τη φορά να μην ζορίσω το χτυπημένο μου μέλος. Κάνω βήματα σε αργό ρυθμό και το νιώθω να πονάει και να είναι πρησμένο. Νομίζω πως είναι καλύτερα να βρω κάτι για να το δέσω.
Συνεχίζοντας με αργά βήματα, προχωρώ προς το μπάνιο. Δοκιμάζω για καλό και για κακό να γυρίσω έναν διακόπτη. Κανένα αποτέλεσμα, το ρεύμα παραμένει κομμένο. Δεν νιώθω ιδιαίτερη έκπληξη με αυτή τη διαπίστωση. Η Μαρία, ξαφνικά αρχίζει και τσιρίζει χωρίς κάποιον προφανή λόγο. Μάλλον δεν της αρέσει που προσωρινά δεν της δίνω σημασία.
Σταματάω απότομα και γυρίζω προς το μέρος της. Αμέσως σταμάτησε και μαζεύτηκε. Μάλλον το βλέμμα που της έριξα παραήταν αυστηρό.
Τόσο το καλύτερο.
«Πάω στο μπάνιο. Όταν βγω, θα δούμε τι υπάρχει και τι μπορούμε να φτιάξουμε για πρωινό. Αν τσιρίξεις ξανά, θα φτιάξω μόνο για μένα και εσένα θα σε αφήσω νηστική», την απείλησα. Μιλάω αργά και ήρεμα. Φυσικά, δεν σκόπευα να το κάνω αυτό, αλλά δεν μπορώ να ακούω και φωνές με το που ξυπνάω.
Σταματάω να μιλάω και κοιτάζω την Μαρία. Έχει γουρλώνει τα μάτια της και με κοιτάζει έκπληκτη. Μάλλον δεν το περίμενε από μένα αυτό.
«Εντάξει;» συνεχίζω με τον ίδιο τόνο.
«Εντάξει», μου απαντάει με σιγανή φωνή και χαμηλώνει το κεφάλι. Άλλη μέρα, ίσως με έπιαναν τύψεις για αυτά που είπα. Σήμερα όμως όχι. Τα νεύρα και η σύγχυση που νιώθω είναι υπερβολικά μεγάλα για να μου επιτρέψουν να αισθανθώ τύψεις.
Αφήνω τη Μαρία να με κοιτάζει, ακίνητη κι αμίλητη. Πηγαίνω στο μπάνιο και κλείνω την πόρτα με βρόντο πίσω μου. Στέκομαι για λίγο μπροστά στον καθρέφτη.
Κοιτάζω το πρόσωπό μου και ξαφνικά θυμάμαι την προηγούμενη εικόνα του, χλωμό και ταλαιπωρημένο. Τώρα, φαίνομαι καλά. Σχεδόν θα έλεγε κάποιος, πως σφύζω από υγεία.
Φυσικά, λείπουν και οι μικρές τρύπες που υπήρχαν στα πλαϊνά του μετώπου μου την τελευταία φορά που θυμάμαι να αντίκρισα το είδωλό μου.
Ύστερα από λίγη ώρα, βγαίνω ξανά έξω. Η διάθεσή μου έχει βελτιωθεί αισθητά. Βλέπω πως η Μαρία είχε καθίσει ξανά μπροστά στο τζάκι και έπαιζε με τις κούκλες της. Μόλις ακούει τα βήματά μου να πλησιάζουν, σηκώνει το κεφάλι της.
Το ύφος της όμως παραμένει σοβαρό. Στέκομαι και την κοιτάζω. Χθες είχε να αντιμετωπίσει την απίστευτη εξέλιξη της ημέρας και το σοκ του να έχει τους γονείς κι όλους τους γνωστούς της εξαφανισμένους. Κι όμως, χθες με ευκολία έβρισκε ξανά το χαμόγελό της. Αρκούσε ένα αστείο από μέρους μου, ή οτιδήποτε.
Σήμερα όμως δεν είναι έτσι. Όλη την ώρα από τότε που με ξύπνησε, φωνάζει ή είναι μουτρωμένη.
Ίσως σήμερα να συνειδητοποίησε πραγματικά το τι συνέβη και αυτό να την επηρέασε και να φέρεται έτσι σήμερα.
Δεν ξέρω. Κανονικά θα έπρεπε να νιώθω άσχημα βλέποντάς την έτσι και ξέροντας πως ο τρόπος μου την κάνει ακόμη χειρότερα από ό, τι είναι.
Αντίθετα, για κάποιο λόγο που δεν καταλαβαίνω, αυτή τη στιγμή δεν νιώθω άσχημα. Δεν έκανα τίποτε κακό και βρίσκω τη συμπεριφορά της αδικαιολόγητη.
Αδικαιολόγητη; διαμαρτύρεται μια φωνή μέσα μου. Από ένα τόσο μικρό παιδί; Δεν μπορείς να μην δικαιολογήσεις οποιαδήποτε συμπεριφορά ενός παιδιού, ύστερα από μια μέρα σαν την χθεσινή.
Πηγαίνω και κάθομαι δίπλα της. Ακολουθεί την πορεία μου με το βλέμμα της.
«Μαρία, τι συμβαίνει;» ρωτάω.
«Τίποτα», απαντάει με σιγανή φωνή και κατεβάζει το κεφάλι της. Τώρα άρχισα να μην νιώθω και τόσο ωραία.
«Πες μου, τι σκέφτεσαι».
«Τίποτα», επαναλαμβάνει. Σίγουρα, η απάντηση που σκέφτεται είναι «οτιδήποτε εκτός από τίποτα». Αλλά αποφασίζω να μην το πιέσω περισσότερο. Ίσως μου πει μόνη της, όταν έρθει η ώρα. Αλλά εγώ δεν θα τη ζορίσω άλλο.
«Τι λες, πάμε να τσιμπήσουμε κάτι;» προτείνω.
Δεν απαντάει τίποτε. Απλά συνεχίζει να κοιτάζει προς τα κάτω. Περιμένω λίγο και παρατηρώ πως πιάνει πάλι μια κούκλα και αρχίζει να τη χτενίζει.
Δεν έχω διάθεση για οτιδήποτε τέτοιο. Σηκώνομαι ξανά.
«Εγώ πάω στην κουζίνα, να δω τι μπορώ να φτιάξω για φαγητό». δηλώνω. «Θα κοιτάξω να φτιάξω και για σένα κάτι. Όποτε θέλεις, έλα». Δεν απαντάει, δε δείχνει καν κάποιο σημάδι πως αντιλήφθηκε τι της είπα. Απλά συνεχίζει να ασχολείται με την κούκλα της. Ανασηκώνω τους ώμους και την αφήνω στην ησυχία της.
Αργά, πάω προς την κουζίνα. Ψάχνω στο ψυγείο και βρίσκω αρκετά υλικά για ένα βασιλικό πρωινό και για τους δυο μας. Φυσικά, το ψυγείο δεν λειτουργεί, όπως και όλες οι άλλες ηλεκτρικές συσκευές. Αλλά έχει τόσο κρύο εδώ μέσα που δεν ανησυχώ μήπως έχει αλλοιωθεί κάποιο από τα φαγητά. Είναι καλό που όλα τα δωμάτια έχουν μεγάλα και όμορφα παράθυρα, έτσι δεν έχω έγνοια για έλλειψη φωτός.
Δεν νιώθω όμως ιδιαίτερη διάθεση για να φάω οτιδήποτε. Το τελευταίο γεύμα που έφαγα, το προηγούμενο βράδυ, δεν ήταν και τόσο βαρύ. Αλλά νιώθω έναν κόμπο γύρω από το στομάχι μου. Νιώθω πως δύσκολα θα κατέβει οποιαδήποτε τροφή.
Η σκέψη μου επιστρέφει στην χθεσινή ημέρα, από το πρωί που ξύπνησα με διάθεση να ξεκινήσω μια νέα, καλύτερη ζωή, μέχρι το βράδυ που κοιμήθηκα, αποκαμωμένος, ανάμεσα στο τζάκι και στον καναπέ όπου ήταν ξαπλωμένη η Μαρία.
Και αμέσως μετά, θυμάμαι το άλλο, σκοτεινό μέρος, όπου ξύπνησα στη σκοτεινιά, γεμάτος καλώδια. Όπου υπήρχε ηλεκτρισμός και άλλοι άνθρωποι, αλλά αυτοί που υπήρχαν, είχαν την πρόθεση να με κρατήσουν φυλακισμένο.
Φυλακισμένο και κοιμισμένο, σύμφωνα με αυτά που τους άκουσα να λένε.
Προφανώς, και οι δυο αυτές εμπειρίες δεν μπορούν να είναι αληθινές. Είμαι σίγουρος πως κατά τη διάρκεια μιας από τις δυο, ήμουν κοιμισμένος και ονειρευόμουν.
Σε ποια από τις δυο όμως;
Η προφανής απάντηση, πως τώρα είμαι ξύπνιος και πως το μέρος με τα σκοτεινά δωμάτια και τους φωτεινούς διαδρόμους, ήταν το όνειρο. Και αυτό το όνειρο προήλθε από την ιδέα που μου δημιουργήθηκε, πως υπάρχουν άλλοι που μας παρακολουθούνε, συνέχεια. Συνδυάζοντας αυτό με την αγωνία που είχα για τη συνέντευξη και τη ντροπή που προκάλεσε η λιποθυμία μου, το υποσυνείδητό μου δημιούργησε αυτό τον εφιάλτη που είχα δει.
Ναι, αυτό φαίνεται πως είναι το λογικό.
H διαίσθησή μου δεν είναι σίγουρη όμως. Η συνειδητή σκέψη μου δεν μπορεί να εντοπίσει το γιατί αλλά εκείνη η εικόνα που είδα, του ταλαιπωρημένου και τρυπημένου από βελόνες προσώπου μου, παίζει στο μυαλό μου ως πιο πραγματική από αυτή την εικόνα  υγείας και ζωής που αντίκρισα λίγα λεπτά νωρίτερα.
Απλώνω τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι και ρίχνω το κεφάλι μου πάνω. Νιώθω πως δεν έχω ενέργεια ούτε θέληση να κάνω οτιδήποτε αυτή τη στιγμή.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 14ο



Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα κατά τα οποία ήμουν ανίκανος να κινηθώ ή να σκεφτώ από την έκπληξη. Όταν συνήλθα, η πρώτη σκέψη μου ήταν πως ο χώρος εδώ μου είναι γνωστός.
Άρα, γνωστός είναι κι ο δρόμος από όπου θα μπορέσω να βγω έξω από αυτό το μέρος. Και δεν με ενδιαφέρει ούτε το ότι θα βγω να κυκλοφορήσω στο κέντρο της Αθήνας, ξυπόλητος και φορώντας μόνο μια ρόμπα, ούτε τίποτε άλλο.
Το μόνο που θέλω είναι να φύγω από αυτό το γραφείο, ή ό, τι άλλο μπορεί να είναι.
Φτάνω στην εξώπορτα και επιχειρώ να την ανοίξω. Με απογοήτευση διαπιστώνω πως όλες οι σκέψεις φυγής ήταν μάταιες, αφού η πόρτα είναι κλειδωμένη. Δεν μπορώ να εγκαταλείψω τον χώρο, προς το παρόν τουλάχιστον. Άρα, επιστροφή στο αρχικό σχέδιο. Να ελέγξω το δωμάτιο ελέγχου. Πηγαίνω στο γραφείο. Κοιτάζω την πράσινη φωτεινή ένδειξη της οθόνης να αναβοσβήνει. Σκύβω να ανοίξω τα συρτάρια, μήπως και βρω κάτι που θα μπορέσω να το χρησιμοποιήσω για όπλο, αν χρειαστεί.
Μόλις έχω σκύψει πίσω από το γραφείο, ακούω την πόρτα με την ένδειξη «ΠΡΟΣΟΧΗ – ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟΥΣ ΜΗ ΕΧΟΝΤΕΣ ΓΡΑΠΤΗ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ» να ανοίγει. Ο τοίχος απέναντι, λούζεται από το φως που προέρχεται από τον διάδρομο. Κοιτάζω τον τοίχο από πάνω μου και βλέπω μια δέσμη φωτός να τον σαρώνει. Ύστερα, η δέσμη έκανε το γύρο του δωματίου. Και μετά από αυτό, η δέσμη εξαφανίζεται.
«Είναι μερικές στιγμές, που απορώ γιατί κάνουμε αυτή τη δουλειά», λέει μια φωνή με αργή και βαριά προφορά. «Τα αντικείμενα μέσα είναι ναρκωμένα και κοιμούνται του καλού καιρού. Δεν πρόκειται να ξυπνήσουν στο άμεσο μέλλον, εκτός κι αν το θελήσουμε εμείς».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, νιώθω έναν θυμό να φουντώνει μέσα μου. Τι εννοεί τούτος εδώ όταν λέει «τα αντικείμενα μέσα είναι ναρκωμένα και κοιμούνται;» Ήμουν κι εγώ ανάμεσα σε αυτά τα «αντικείμενα;» Υπάρχουν και άλλοι μέσα εκεί εκτός από μένα;
Η διαίσθησή μου με βεβαιώνει πως η απάντηση στα δυο τελευταία ερωτήματά μου είναι «ναι».
Κάποιος θα φάει πολύ ξύλο για όλη αυτή την ιστορία. Κάνω αυτή την υπόσχεση στον εαυτό μου. Ύστερα, στρέφω ξανά την προσοχή μου στην πόρτα, μήπως μάθω και τίποτε άλλο.
«… χτύπησε ο σιωπηλός συναγερμός της πόρτας. Κάποιος επιχείρησε να την ανοίξει», ακούω μια άλλη φωνή να απαντάει. Μοιάζει με την πρώτη αλλά προέρχεται σίγουρα από κάποιο άλλο άτομο. Όσο πιο αθόρυβα μπορώ, σκύβω πιο χαμηλά και κοιτάζω από την κάτω πλευρά του γραφείου. Αντικρίζω τέσσερα πόδια. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω λεπτομέρειες από τον ρουχισμό τους. Το μόνο που συμπεραίνω είναι πως αυτοί οι φύλακες ή ό, τι άλλο είναι, είναι δυο. Έχω να αντιμετωπίσω αυτούς τους δυο σίγουρα, και ποιος ξέρει πόσους άλλους.
«… πειράζει που πληρωνόμαστε καλά και τα καθήκοντά μας είναι τόσο χαλαρά; Εμένα προσωπικά, δεν με ενοχλεί καθόλου. Ειδικά την εποχή που ζούμε», λέει η δεύτερη φωνή.
«Ναι, έτσι όπως το λες, έχεις δίκιο», απαντάει η πρώτη φωνή. «Άντε, πάμε πίσω. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ. Μάλλον κάποιος από έξω ένιωσε περιέργεια και επιχείρησε να ανοίξει την πόρτα. Δεν μας ενοχλεί αυτό».
«Πάμε. Αρκετά χάσαμε από τον αγώνα κυνηγώντας σκιές», συμφωνεί η δεύτερη φωνή. Τα τέσσερα πόδια κάνουν μεταβολή και εξαφανίζονται. Η πόρτα κλείνει πίσω τους και ο φωτισμός του χώρου περιορίζεται ξανά.
Ελέγχω στα γρήγορα τα συρτάρια του γραφείου. Κι αυτή η έρευνα απέβη άκαρπη, μιας και ανακαλύπτω πως όλα είναι κλειδωμένα. Σκέφτομαι για μια στιγμή, να αποσυνδέσω το πληκτρολόγιο και να το πάρω ως αυτοσχέδιο ρόπαλο. Το βλέμμα μου κάνει έναν γύρο στο δωμάτιο και εντοπίζει κάτι καλύτερο.
Πηγαίνω στην άλλη άκρη και πιάνω μια από τις καρέκλες. Συμπτωματικά, είναι η καρέκλα όπου είχα καθίσει… χθες;
Πότε είχα έρθει εδώ, αλήθεια;
Τι μεσολάβησε από τότε; Χίλιες νέες ερωτήσεις εμφανίζονται σαν χείμαρρος στο μυαλό μου. Τις καταπνίγω με ένα σιγανό μουγκρητό. Θα έχω τις απαντήσεις μου.
Πιάνω τη μεταλλική καρέκλα και με τα δυο μου χέρια. Παρά το ότι δεν νιώθω τις δυνάμεις μου στην καλύτερη κατάσταση, τη σηκώνω με ευκολία. Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να φανταστώ πως θα τη χρησιμοποιήσω για να χτυπήσω κάποιον, αν προκύψει ανάγκη να το κάνω.
Δεν είναι και κανένα σπουδαίο όπλο, αλλά σίγουρα είναι καλύτερα από το τίποτα.
Κρατώντας την καρέκλα και με σιγανά βήματα, επιστρέφω στην πόρτα. Την ανοίγω αργά, ελπίζοντας πως οι δυο που μπήκαν στο δωμάτιο νωρίτερα, δεν θα είναι ακόμη στον διάδρομο.
Το διάκενο ανάμεσα στην πόρτα και την κάσα έφτασε να είναι λίγα εκατοστά μεγάλο και τότε κοιτάζω από το άνοιγμα. Ο διάδρομος είναι άδειος. Σε δέκα μέτρα απόσταση μπροστά μου, είναι η αίθουσα με τις λέξεις «ΔΩΜΑΤΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ» στην πινακίδα της.
Κάνω το πρώτο βήμα και ύστερα το δεύτερο. Ξαφνικά νιώθω πολύ αγχωμένος. Σκέφτομαι πως βαδίζω να αντιμετωπίσω, ποιος ξέρει ποιον ή τι, οπλισμένος μόνο με μια καρέκλα! Είμαι πάλι σε μια κατάσταση για την οποία δεν ξέρω τίποτε απολύτως, χαμένος.
Ένα κύμα θυμού διώχνει το άγχος. Με το να καθίσω ήσυχος σε μια γωνία, ούτε πρόκειται να φύγω από εδώ, ούτε απαντήσεις να πάρω. Θα μπω μέσα εκεί και ό, τι προκύψει.
Ένα απόφθεγμα περνάει από το μυαλό μου. «Οτιδήποτε κι αν κάνεις, είναι καλύτερο από το να μην κάνεις τίποτε». Δεν θυμάμαι ποιος το είπε, αλλά το βρίσκω ιδιαίτερα ταιριαστό σε αυτή την κατάσταση που έχω βρεθεί.
Κάνω και τα υπόλοιπα βήματα μέχρι την πόρτα του δωματίου ελέγχου. Πιάνω την καρέκλα με το δεξί μου χέρι. Ακουμπώ το αριστερό αυτί μου πάνω στην πόρτα και αφουγκράζομαι. Από την άλλη πλευρά, δεν ακούγεται τίποτα.
Πρώτη μου παρόρμηση είναι, να ανοίξω την πόρτα απότομα και να πεταχτώ μέσα. Να χρησιμοποιήσω το στοιχείο του αιφνιδιασμού υπέρ μου και να προλάβω να εξουδετερώσω γρήγορα όποιον είναι από την άλλη πλευρά. Αν είμαι τυχερός, δεν θα προλάβει καν να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον χτύπησε.
Αμέσως μετά όμως σκέφτομαι πως αυτό το σχέδιο δύσκολα θα αποδώσει. Νωρίτερα, ήταν δυο οι φύλακες που έψαξαν το δωμάτιο υποδοχής. Μέσα εκεί, ίσως να υπάρχουν κι άλλοι. Αν ορμήσω σε ένα άγνωστο μέρος στα τυφλά και με τουλάχιστον δυο αντιπάλους, το πιο πιθανό είναι πως δεν θα καταφέρω πολλά.
Έτσι, αποφασίζω κι ανοίγω την πόρτα αργά και προσεκτικά. Είμαι τυχερός, η πόρτα ανοίγει χωρίς να βγάλει κάποιον ήχο. Ούτε καν το παραμικρό τρίξιμο.
Όπως και νωρίτερα, την ανοίγω λίγο και κοιτάζω αριστερά και δεξιά. Αντικρίζω τη σιλουέτα ενός ανθρώπου να κάθεται μόνη της, μπροστά σε μια ολόκληρη πεδιάδα από κουμπιά και χειριστήρια διαφόρων τύπων. Ο τοίχος απέναντι στην πόρτα, είναι γεμάτος από τουλάχιστον δέκα οθόνες. Οι πιο πολλές είναι απενεργοποιημένες και λίγες είναι που εμφανίζουν κάποια εικόνα, διαφορετικά εντελώς σκηνικά η καθεμία.
Κάτι σε μια από τις εικόνες των οθονών μου φαίνεται γνωστό. Κάνω δυο βήματα μπροστά, έτσι ώστε να αναγνωρίσω το τι είναι αυτό που βλέπω.
Αυτό που φαίνεται στην οθόνη, είναι ένας άνθρωπος ξαπλωμένη μπροστά από ένα τζάκι, στο πάτωμα, και τυλιγμένη με έναν υπνόσακο. Δίπλα της και πάνω σε έναν καναπέ, είναι ξαπλωμένη και καλά τυλιγμένη με σκεπάσματα, μια δεύτερη φιγούρα που αυτή μοιάζει να είναι μικρότερη.
Ξαφνικά, αναγνωρίζω γιατί αυτή η εικόνα μου είναι οικεία.
Μου είναι οικεία, γιατί το μέρος που φαίνεται είναι το σαλόνι του σπιτιού της Μαρίας, εκεί που είχαμε καταλύσει πριν κοιμηθώ και πριν ξυπνήσω στο μέρος που βρίσκομαι τώρα.
Έχω μείνει κατάπληκτος. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα, η κατάπληξη μεγαλώνει ακόμη περισσότερο, μιας και ο άνθρωπος που είναι ξαπλωμένος στο πάτωμα γυρίζει ανάσκελα και στρέφει το πρόσωπό του κατευθείαν στην κάμερα από όπου προέρχεται η εικόνα που βλέπω αυτή τη στιγμή.
Και το πρόσωπό του είναι το δικό μου πρόσωπο.
Πριν προλάβω να το συνειδητοποιήσω, έχω βγάλει έναν μικρό ήχο από την έκπληξη. Ο άνθρωπος που ήταν καθισμένος μπροστά στα χειριστήρια, στο άκουσμα του ήχου γυρίζει απότομα. Τον κοιτάζω και παγώνω.
Είναι προφανώς αποτέλεσμα που οφείλεται στην αντίθεση που προκαλεί ο έντονος φωτισμός από τις ενεργές οθόνες και τις φωτεινές ενδείξεις από τα χειριστήρια, συνδυασμένο με τη σύγχυση εκ μέρους μου. Όποια κι αν είναι η αιτία, το πρόσωπο αυτού του ανθρώπου φαίνεται μαύρο. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κανένα χαρακτηριστικό. Ακριβώς όπως στο όνειρο που είχα δει…
… πότε το είχα δει, αλήθεια; Δεν μπορώ να πω τίποτα με βεβαιότητα πια.
Το αποτέλεσμα είναι, πως μένω να κοιτάζω αυτή τι φιγούρα χωρίς πρόσωπο με το στόμα μου ανοιχτό.
«Εσύ; Τι… τι θες εδώ; Πως… πως ξύπνησες;» ακούω τη φιγούρα να ρωτάει. Βαριά, αντρική φωνή και εδώ, όπως αυτών που αντάμωσα νωρίτερα. Αλλά δεν ήταν κάποια από τις δυο φωνές που άκουσα. Άρα, οι άλλοι δυο ακόμη τριγυρνάνε κάπου εδώ.
Τουλάχιστον, ο τρόπος ομιλίας δείχνει πως κι αυτός ο τύπος εξεπλάγη από το γεγονός πως είμαι σε αυτό το δωμάτιο. Ίσως και να με φοβάται. Αυτό μου τονώνει λίγο την αυτοπεποίθηση. Δεν έδωσα απάντηση, απλά ανασήκωσα τους ώμους.
Κοιτάζοντάς με συνέχεια, η φιγούρα άπλωσε απότομα το χέρι και πάτησε ένα κουμπί στην κονσόλα που ήταν ακριβώς μπροστά από το σώμα της.
Αυτή η μικρή κίνησή του με συνέφερε από την αδράνεια. Σηκώνω την καρέκλα, καλύπτω άμεσα την απόσταση που μας χώριζε και κατεβάζω την καρέκλα με όλη μου τη δύναμη στο κεφάλι του. Ο άνδρας εκσφενδονίζεται από το κάθισμά του και σωριάζεται στο πάτωμα, προφανώς ζαλισμένος.
Παραλίγο να τον ακολουθήσω κι εγώ στο πάτωμα, γιατί η την κίνηση που έκανα, σχεδόν με έκανε να χάσω την ισορροπία μου. Προφανώς, είμαι ακόμη αρκετά αδύναμος. Τουλάχιστον, κατάφερα και δεν έπεσα κι εγώ κάτω.
Κοιτάζω χαμηλά και βλέπω τον άνδρα να κοιτάζει προς το μέρος μου. Σήκωσε και το ένα χέρι του. Τι ζητάει από μένα; Έλεος; Για κάποιο λόγο, αυτή η κίνηση με εκνευρίζει. Σηκώνω την καρέκλα και τον χτυπάω ξανά στο πάνω μέρος του κεφαλιού του. Πέφτει ξανά κάτω και αυτή τη φορά, δείχνει πως έχασε τις αισθήσεις του.
Σκύβω κάτω και ψάχνω τις τσέπες του στα γρήγορα, μήπως φανώ τυχερός και βρω τα κλειδιά για την εξώπορτα αυτού του χώρου. Πρέπει να φύγω, όσο έχω ευκαιρία. Είμαι σίγουρος πως το κουμπί που πάτησε ο τύπος πριν τον χτυπήσω, ήταν κάποιου είδους συναγερμός.
Είμαι τυχερός! Σε μια από τις πίσω τσέπες του παντελονιού του, βρίσκεται μια ολόκληρη αρμαθιά από κλειδιά. Τα παίρνω και σηκώνομαι ξανά στα πόδια μου.
Σκέφτομαι πως θα μου πάρει κάμποση ώρα μέχρι να τα δοκιμάσω όλα και να βρω ποιο ταιριάζει στην κλειδαριά.
Εκείνη τη στιγμή, ακούω την πόρτα πίσω μου να ανοίγει, βίαια και απότομα.
Κάνω κίνηση να γυρίσω και να αντικρίσω όποιον μπήκε μέσα. Πριν προλάβω να κάνω οτιδήποτε, νιώθω ένα δυνατό χτύπημα στον αυχένα μου.
«Ώρα να πας πίσω για ύπνο, μεγάλε», ακούω μια φωνή να λέει, κι αυτό είναι το τελευταίο που ένιωσα πριν να χάσω τις αισθήσεις μου.

Πετάγομαι πάνω. Κοιτάζω πανικόβλητος δεξιά κι αριστερά, προσπαθώντας να προσανατολιστώ. Στα αριστερά μου, υπάρχει το τζάκι. Η φωτιά του έχει χαμηλώσει αρκετά και μεγάλο μέρος της φωτεινότητας προέρχεται από κάρβουνα που λάμπουν με κόκκινο χρώμα. Στα δεξιά μου, ο καναπές όπου η Μαρία συνεχίζει και κοιμάται χωρίς καμία έγνοια. Η απότομη κίνησή μου, προκάλεσε μια σουβλιά πόνου από το τραυματισμένο μου δεξί πόδι.
Και δεν υπάρχει κανένας να σκύβει πάνω από το κεφάλι μου, γνωστός ή άγνωστος.
Πέφτω ξανά ανάσκελα στον υπνόσακό μου. Νιώθω τόσο απελπισμένος, που μου έρχεται να βάλω τις φωνές για να ξεσπάσω. Έστω και λίγο, έστω κι έτσι.
Με συγκρατεί ξανά η έγνοια της Μαρίας. Δεν θέλω να τρομάξω το παιδάκι έτσι, κάνοντάς το να ξυπνήσει από τις φωνές μου μέσα στη νύχτα.
Φέρνω στο νου μου το όνειρο από το οποίο μόλις ξύπνησα. Θυμήθηκα πως μέσα εκεί, είχα δει τον εαυτό μου στη θέση όπου βρίσκομαι τώρα.
Ανατρίχιασα. Ασυναίσθητα, γυρίζω το κεφάλι μου. Κοιτάζω προς το σημείο όπου θα έπρεπε να είναι η κάμερα, αν υπήρχε, που να έδινε την εικόνα σε εκείνο το δωμάτιο ελέγχου. Δε διακρίνω κάτι. Ένας απλός τοίχος βρίσκεται εκεί.
Μου δημιουργείται ξανά το συναίσθημα, πως κάποιος στέκεται ψηλά και παρακολουθεί την κάθε μου κίνηση. Κι εγώ είμαι απλά παγιδευμένος, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό.
Ακριβώς όπως ένα πειραματόζωο μέσα σε έναν λαβύρινθο με τους ερευνητές να το παρατηρούν.
Ένα μεγαλύτερο σύγκρυο διέτρεξε το κορμί μου. Σηκώθηκα από τον υπνόσακό μου. Περπατώντας με αργά βήματα, πήρα κι έριξα μερικά ξύλα ακόμη στη φωτιά, η οποία φούντωσε ξανά σχεδόν αμέσως. Ύστερα, γύρισα και ξάπλωσα ξανά. Κατάλαβα πως δεν θα είχα άλλον ύπνο αυτή τη βραδιά.

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 13ο



Ξανά αυτός ο ενοχλητικός ήχος. Τι είναι; Από πού προέρχεται; Γιατί δεν με αφήνει να κοιμηθώ; Νυστάζω! Επιτέλους θέλω λίγη ησυχία!
Θέλω λίγη ησυχία ώστε να ξανακοιμηθώ. Και αυτός ο βιομηχανικός ήχος που ακούγεται, ίσως ένας κινητήρας, με ενοχλεί. Ακούγεται σα να προέρχεται από κάπου μακριά, αλλά αυτό δε μειώνει την ενοχλητικότατη επίδρασή του.
Ησυχία. Μια παντελής έλλειψη ήχου.
Αυτό δεν βίωσα πριν πέσω για ύπνο; Με τον μόνο ήχους να είναι από την αναπνοή της Μαρίας και από τα ξύλα που καίγονταν στο τζάκι της;
Ναι, έτσι είναι.
Όχι, ψέματα. Είδα κι εκείνον τον τύπο που μου πούλησε το φυλαχτό. Πάντως ήχο από μηχάνημα, δεν είχα ακούσει καθόλου από τότε που έσβησαν τα φώτα. Η μόνη εξαίρεση ήταν οι ήχοι που προέρχονταν από το αυτοκίνητό μου.
Τότε, τι διάολο είναι αυτός ο ήχος που ακούω τώρα;
Αυτή η σκέψη με κάνει και ξυπνάω εντελώς. Πάω να πεταχτώ σε καθιστή θέση, αλλά κάτι με συγκρατεί και ξαναπέφτω στο στρώμα όπου ήμουν ξαπλωμένος.
Καθώς συνέρχομαι, οι αισθήσεις μου αρχίζουν και επανέρχονται. Το πρώτο που αισθάνομαι, είναι μικρά τσιμπήματα σε όλο μου το σώμα. Τα ψάχνω με τα χέρια μου και διαπιστώνω πως παντού είναι κολλημένα καλώδια που στις άκρες έχουν βεντούζες. Αυτά ήταν που με τραβήξανε πίσω όταν πήγα να σηκωθώ.
Απλώνω τα χέρια μου και τα ξεκολλάω. Μερικά τα νιώθω και στο πρόσωπο και στο κεφάλι μου, αλλά αυτά δεν τα νιώθω σα να καταλήγουν σε βεντούζες. Αντίθετα, οι άκρες τους είναι βελόνες που χώνονται μέσα στο δέρμα μου. Χωρίς να σκέφτομαι το τι μπορεί να είναι αυτά τα καλώδια, τα βγάζω όλα.
Ένας οξύς πόνος βγαίνει από αρκετά σημεία στο κεφάλι και το πρόσωπο. Μάλλον προέρχεται από τα σημεία από όπου βγήκαν οι βελόνες. Ανακάθομαι στο στρώμα μου, συγκρατώντας με δυσκολία μια κραυγή. Κοιτάζω τριγύρω. Στα αριστερά μου, υπάρχει ένα μηχάνημα την ταυτότητα του οποίου δεν αναγνωρίζω. Πάνω του υπάρχουν φωτεινές ενδείξεις σε διάφορα χρώματα. Στα δεξιά, υπάρχει μια λωρίδα από φως κοντά στο πάτωμα. Υποθέτω πως κοιτάζω το φως από ηλεκτρικούς λαμπτήρες όπως φαίνονται κάτω από μια πόρτα.
Βγάζω τα πόδια μου από τα πλαϊνά του στρώματος όπου ήμουν ξαπλωμένος. Πέφτουν προς τα κάτω κι ακουμπούν στο πάτωμα. Σχεδόν ταυτόχρονα, συνειδητοποιώ τρία πράγματα.
Πρώτον, πριν λίγες στιγμές ξύπνησα πάνω σε ένα κρεβάτι μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Όχι σε έναν υπνόσακο, ανάμεσα σε ένα τζάκι και σε ένα καναπέ με ένα κοιμισμένο κοριτσάκι.
Δεύτερο, το πάτωμα είναι πολύ κρύο. Μαρμάρινο, ίσως.
Τρίτο, ο αστράγαλος όπου έπαθα το διάστρεμμα δεν με πόνεσε όταν  πάτησα το πόδι κάτω.
Είμαι σε άλλο μέρος κι όχι στο σπίτι της Μαρίας; Προφανώς ναι, αν κρίνω από αυτά που βλέπω.
Που είμαι, όμως;
Πως βρέθηκα εκεί;
Και τι απέγινε η Μαρία;
Θα τα μάθω όλα αυτά. Πρώτα όμως πρέπει να ανακαλύψω που βρίσκομαι. Σηκώνομαι στα πόδια μου. Στηρίζω το βάρος στο δεξί και διαπιστώνω πως πράγματι δεν με πονάει. Σα να μην τραυματίστηκα καθόλου. Κάνω ένα βήμα εμπρός και παραπατάω. Νιώθω μια έντονη ζαλάδα. Μάλλον έχει πέσει η πίεση του αίματός μου από τον βαρύ ύπνο και το απότομο ξύπνημα.
Κάθομαι ξανά στο κρεβάτι και αρχίζω να παίρνω βαθιές ανάσες. Σύντομα νιώθω τη ζαλάδα να υποχωρεί. Σηκώνομαι ξανά. Κάνω ένα βήμα και ύστερα και ένα δεύτερο. Η ζαλάδα δεν επανέρχεται. Με πιο πολλή αυτοπεποίθηση τώρα, προχωράω μπροστά. Φτάνω στην πόρτα. Ψάχνω με τα δάχτυλα, μέχρι που βρίσκω το πόμολο. Το γυρνάω. Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη και ανοίγει προς τα έξω.
Βγαίνω από το δωμάτιο και βρίσκομαι σε έναν πλατύ διάδρομο. Ιδιαίτερα έντονος φωτισμός από λάμπες αλογόνου, με τυφλώνει στιγμιαία. Σηκώνω το χέρι και καλύπτω τα μάτια μου, μέχρι που συνηθίζουν το εκτυφλωτικό φως.
Κοιτάζω αριστερά και δεξιά. Ο διάδρομος εκτείνεται σε πολλά μέτρα απόσταση και προς τις δυο κατευθύνσεις. Ο χώρος τελειώνει σε μεταλλικές πόρτες που καλύπτουν όλο το πλάτος και το ύψος του. Στους πλαϊνούς τοίχους, υπάρχουν πολλές πόρτες που είναι παρόμοιες με αυτή από την οποία βγήκα. Δεν υπάρχει κάποιο διακριτικό σε καμία από αυτές. Ξεκινώ να μετρήσω πόσες είναι, αλλά το μυαλό μου είναι θολωμένο και μπερδεύομαι στο μέτρημα.
Πάω στην πόρτα που είναι ακριβώς απέναντι από τη δική μου και γυρίζω το πόμολο. Η πόρτα δεν μετακινείται. Είναι κλειδωμένη. Δοκιμάζω μια άλλη που βρίσκεται στα αριστερά της, με το ίδιο αποτέλεσμα.
Βγάζω από το μυαλό μου τις πόρτες και στρέφω την προσοχή μου στον διάδρομο. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι άσπροι, το ίδιο χρώμα έχουν και  τα πλακάκια του πατώματος. Τα πάντα φαίνονται πολύ καθαρά. Γενικά, όλος ο χώρος θυμίζει πολύ ένα νοσοκομείο.
Σε νοσοκομείο είμαι; Αισθάνομαι πως το πάτωμα είναι πολύ κρύο. Κοιτάζω προς τα κάτω και διαπιστώνω πως φοράω μόνο μια ρόμπα χωρίς μανίκια. Είναι χρώματος τιρκουάζ.
Κάτι κάνει κλικ μέσα μου. Ξαφνικά νιώθω σίγουρος πως ο χώρος στον οποίο βρίσκομαι δεν είναι νοσοκομείο. Είναι κάτι άλλο. Κάτι χειρότερο.
Πρέπει να φύγω από εδώ μέσα. Άμεσα.
Κοιτάζω και προς τις δυο κατευθύνσεις του διαδρόμου, προσπαθώντας να αποφασίσω προς τα πού να πάω. Ο ήχος που άκουγα όταν ξύπνησα, ακούγεται ξανά. Είναι ο βόμβος από κάποιου είδους μηχάνημα, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς είναι. Ό, τι κι αν είναι πάντως, ακούγεται από αριστερά, όπως βγήκα από το δωμάτιο.
Αυτό με κάνει κι αποφασίζω. Ξεκινώ προς την αριστερή πλευρά του διαδρόμου.
Με ταχύ βήμα, φτάνω στη μεταλλική πόρτα που κλείνει το τέλος του διαδρόμου. Την σπρώχνω για να ανοίξει. Δυσκολεύομαι. Βάζω περισσότερη δύναμη και τα καταφέρνω τελικά.
Βγαίνω σε έναν δεύτερο διάδρομο που απλώνεται κάθετα σε αυτόν που ήμουν νωρίτερα. Αυτός δεν είναι τόσο καλά φωτισμένος όσο ο προηγούμενος, ούτε φαίνεται και τόσο καθαρός και περιποιημένος. Κι αυτός έχει πόρτες και στους δυο τοίχους. Οι πόρτες εδώ είναι πλαστικές και έχουν κολλημένες επάνω τους μεταλλικές πινακίδες που γράφουν από έναν αριθμό. Κοιτάζω πίσω και βλέπω πως η πόρτα που μόλις πέρασα, είχε τον αριθμό 7.
Στα δεξιά μου, ο διάδρομος τελειώνει πέντε μέτρα πιο μακριά. Κι εκεί υπάρχει μια πόρτα. Η πινακίδα που είναι εκεί δεν έχει αριθμό, αλλά λέξεις με κεφαλαία ελληνικά γράμματα.

ΔΩΜΑΤΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ

Μένω ακίνητος, καθώς αναλογίζομαι αυτό. Αυτό το «δωμάτιο ελέγχου» ή ό, τι άλλο είναι, ακούγεται σαν ένα μέρος από όπου πρέπει να περάσω και να ρίξω μια ματιά. Αν μη τι άλλο, ίσως καταλάβω που βρίσκομαι.
Από την άλλη, λογικά δεν θα είναι άδειο. Και αν πράγματι όποιος είναι μέσα έχει κακό σκοπό – κάτι για το οποίο κάθε μου αίσθηση μου με προειδοποιεί πως ισχύει – ίσως δεν είναι καλή ιδέα να ορμήσω μέσα, πρακτικά γυμνός και με άδεια χέρια.
Έτσι, πάω προς την πόρτα που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του διαδρόμου. Στέκομαι όμως, γιατί η πινακίδα της τελευταίας πόρτας δεν έχει αριθμό αλλά δυο γράμματα.

WC

 Μπαίνω μέσα. Κοιτάζω τον εαυτό μου σε έναν μεγάλο καθρέφτη που είναι πάνω από τους νιπτήρες. Τρομάζω μόλις αντικρίζω την όψη μου, είναι πολύ άσχημη. Στα πλαϊνά του μετώπου και από τις δυο πλευρές, υπάρχουν δυο μικρές πληγές από όπου έχει τρέξει λίγο αίμα. Υποθέτω πως εκεί ήταν τα καλώδια που τράβηξα όταν συνήλθα. Βλέπω πως το χρώμα του προσώπου μου είναι υπερβολικά χλωμό και τα χαρακτηριστικά μου είναι τραβηγμένα.
Γενικά, η εμφάνισή μου δίνει την εντύπωση πως είτε ήμουν βαριά άρρωστος και μόλις συνήλθα, είτε μόλις είχα ξεπεράσει κάποια μεγάλη σωματική δοκιμασία.
Μόλις συνέρχομαι από το σοκ του να παρατηρώ τον εαυτό μου σε αυτή την κατάσταση, ανοίγω τη βρύση και ρίχνω άφθονο νερό στο πρόσωπό μου. Ύστερα σκύβω μπροστά και πίνω για αρκετή ώρα. Στέκομαι ξανά όρθιος και αντικρίζω τον καθρέφτη. Η ίδια εικόνα που είδα και πριν, με αντιμετωπίζει ξανά.
Νιώθω το αίμα μου ανεβαίνει στο κεφάλι. Θα φύγω από εδώ μέσα – όπου κι αν είμαι – αλλά πρώτα θα βρω ποιος είναι υπεύθυνος για αυτή την κατάσταση, θα μάθω τι έκανε και ύστερα θα του πω τη γνώμη μου για αυτό.
Και νομίζω πως του αξίζει να του αφήσω και δυο ή τρία από τα δόντια του σπασμένα.
Ή ίσως και τη μύτη. Θα δούμε όταν τον συναντήσω.
Βγαίνω ξανά από το WC και κατευθύνομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση από το Δωμάτιο Ελέγχου. Νιώθω πιο έντονα το συναίσθημα πως πρέπει να εξοπλιστώ με κάποιον τρόπο.
Ανοίγω τη μεγάλη άσπρη πόρτα και βγαίνω από τον διάδρομο σε μια ευρύχωρη αίθουσα που φωτίζεται ελάχιστα από λίγα ηλεκτρικά φώτα. Όταν τα μάτια μου συνηθίζουν ξανά στο ημίφως, αρχίζω και διακρίνω κάποιες λεπτομέρειες του χώρου. Παρατηρώ την παρουσία ενός ξύλινου γραφείου με έναν υπολογιστή από τη μια πλευρά. Από την άλλη δεσπόζουν μια σειρά από μεταλλικές καρέκλες και ένα χαμηλό τραπέζι από, αριστερά και δεξιά από τις καρέκλες είναι τοποθετημένα ένας μεταλλικός κάδος και ένα μεγάλο φυτό. Για κάποιο λόγο, αυτός εδώ ο χώρος μου φαίνεται οικείος.
Υπερβολικά οικείος.
Κοιτάζω την έξω πλευρά της πόρτας την οποία μόλις άνοιξα. Έχει κι αυτή μια πινακίδα επάνω. Κάτι γράφει αλλά είναι πολύ σκοτεινά για να διακρίνω τα γραφόμενα. Πλησιάζω πολύ κοντά και κοιτάζω την πινακίδα προσεκτικά. Σύντομα, καταφέρνω και διαβάζω τα γράμματα.

ΠΡΟΣΟΧΗ – ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟΥΣ ΜΗ ΕΧΟΝΤΕΣ ΓΡΑΠΤΗ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ

Ξαφνικά νιώθω μια ανατριχίλα να με κυριεύει. Αναγνωρίζω πως αυτό είναι το γραφείο όπου είχα έρθει για εκείνη τη συνέντευξη μόλις εχθές. Εδώ ήταν που λιποθύμησα αφού ήπια το νερό που μου προσφέρανε. Αναρρίγησα ολόκληρος.
Πως ήρθα ξανά εδώ;
Πότε;
Γιατί ξύπνησα με καλώδια κολλημένα στο σώμα μου και άλλα καρφωμένα στο κεφάλι μου;

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 12ο



Νιώθω σαν να είμαστε δυο ποντίκια που τρέχουμε εδώ κι εκεί μέσα σε έναν τεχνητό λαβύρινθο. Παραδομένοι στο έλεος κάποιων αδίστακτων επιστημόνων, που μας παρατηρούν από κάπου ψηλά, κρατάνε σημειώσεις, και ίσως ενίοτε να γελάνε αν κάνουμε κάτι πολύ έξυπνο ή υπερβολικά κουτό.
Ναι, φαντάζομαι πως αν αυτοί οι ανελέητοι άνθρωποι μας παρακολουθούν από το πρωί, θα διασκέδασαν αφάνταστα τη στιγμή που έπεσα και τραυματίστηκα μόνος μου, τη στιγμή που κατέβαινα δυο απλά σκαλοπάτια. Δεν βρίσκω καθόλου ευχάριστη αυτή τη σκέψη.
«Εγώ θα καθίσω να παίξω με τις κούκλες μου τώρα», ακούω τη Μαρία να μου ανακοινώνει με στόμφο.
«Εντάξει. Μόνο που θέλω να μείνεις σχετικά κοντά στο τζάκι, έτσι ώστε να βλέπεις και να ζεσταίνεσαι. Μην απομακρυνθείς από αυτό. Εντάξει;»
«Εντάξει», λέει. Χωρίς να πει άλλη κουβέντα, κάθεται οκλαδόν στο χαλί μπροστά στο τζάκι. Για καλό και για κακό, βάζω μπροστά στο τζάκι ένα μεταλλικό πλέγμα που ήταν τοποθετημένο εκεί δίπλα. Δεν θέλω να πεταχτεί κανένα φλεγόμενο θραύσμα από τα ξύλα και να τη χτυπήσει. Αρκεί να είναι ο ένας από τους δυο μας τραυματισμένος.
Αφήνω τη Μαρία να παίζει με την ησυχία της και κάθομαι λίγο παραπέρα, σε μια πολυθρόνα με θέα προς μια γυάλινη πόρτα, που προφανώς οδηγεί στη βεράντα. Κοιτάζω έξω, ατενίζοντας τη σκοτεινή νύχτα.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που κάπνισα. Αλλά εκείνη τη στιγμή, ευχαρίστως θα δεχόμουν ένα τσιγάρο. Απλώνω τα πόδια μου, πάνω σε ένα τραπεζάκι που υπάρχει μπροστά από την πολυθρόνα. Αισθάνομαι ελαφρύ πόνο από το χτυπημένο πόδι. Ο πόνος μου θυμίζει πως δεν το έχω φροντίσει καθόλου από την ώρα του τραυματισμού μου. Αρκετά το έχω αφήσει απεριποίητο.
Σηκώνομαι αργά και κουτσαίνοντας, περπατάω μέχρι το ψυγείο. Ανοίγω την κατάψυξη και παίρνω αρκετά παγάκια. Ανοίγω τα ντουλάπια μέχρι που βρίσκω το σημείο όπου η μητέρα της Μαρίας φυλούσε τις πετσέτες. Παίρνω μια, βάζω πάνω τα παγάκια και την τυλίγω γύρω τους.
Κρατώντας το δέμα, επιστρέφω αργά στην πολυθρόνα όπου καθόμουν νωρίτερα. Βγάζω το δεξιό παπούτσι, παρά το κρύο. Απλώνω ξανά τα πόδια στο τραπεζάκι, και βάζω την πετσέτα με τα τυλιγμένα παγάκια πάνω από το δεξί πόδι. Νιώθω το πόδι μου να παγώνει άμεσα γύρω από τον αστράγαλο, αλλά ξέρω πως αυτό του κάνει καλό. Το κρύο υλικό μειώνει τη ζημιά στους συνδέσμους και περιορίζει το αναπόφευκτο πρήξιμο.
Το βλέμμα μου φεύγει ξανά, έξω από το παράθυρο. Κοιτάζω τη μαύρη, άναστρη σκοτεινιά.
Άναστρη; Ξαφνικά το σκέφτηκα. Πριν δύσει ο ήλιος, ο ουρανός ήταν αίθριος. Εκτός φυσικά, από εκείνη την ομίχλη που με εμπόδισε να φύγω. Χωρίς τη φωτορύπανση που συνήθως προκαλεί ο νυχτερινός φωτισμός των πόλεων, αυτή τη στιγμή ο ουρανός θα έπρεπε να είναι γεμάτος χιλιάδες φωτάκια.
Κι όμως, δεν υπάρχει τίποτε στον ουρανό. Τίποτε, εκτός από απέραντο μαύρο.
Κανένα αστέρι.
Θα μου έκανε εντύπωση, αλλά μετά τα τόσα περίεργα που συνέβησαν σήμερα, αυτό είναι από τα μικρότερα. Ακουμπώ πίσω στην πολυθρόνα και σκέφτομαι ξανά, τι ωραία που θα ήταν να είχα ένα τσιγάρο και να το άναβα αυτή τη στιγμή.
Το αυτί μου πιάνει πως η Μαρία κάτι μονολογεί. Δίνω περισσότερη προσοχή και ακούω πως μάλλον κάτι τραγουδάει. Έχει πάρει μια από τις κούκλες της και της χτενίζει τα μαλλιά. Το καημένο κι αυτό, τι να σκέφτεται αυτή τη στιγμή! Αν εγώ τα έχω χαμένα μια φορά με την κατάσταση στην οποία βρέθηκα ξαφνικά, ούτε που μπορώ να φανταστώ τι περνάει από το μυαλό αυτού του παιδιού.
Το μυαλό μου πάει ξανά σε εκείνη τη σκοτεινή επιφάνεια – την τρύπα – που εντόπισα μέσα στη ντουλάπα. Πρέπει να πάω και να την παρατηρήσω ξανά.
Κατεβάζω τα πόδια από το τραπεζάκι και βάζω την πετσέτα με τα παγάκια πάνω στο τραπεζάκι. Κάνει αρκετό κρύο ώστε να μην ανησυχώ πως θα έχουν λιώσει μέχρι να επιστρέψω.
Επιχειρώ να φορέσω ξανά το μποτάκι που είχα βγάλει. Μπαίνει με πιο πολλή δυσκολία από ότι συνήθως. Δεν κατάφερα να αποτρέψω το πρήξιμο τελικά. Περπατώ με δυσκολία μέχρι την κουζίνα και ανεβαίνω ξανά στην καρέκλα όπου είχα ανέβει και νωρίτερα. Ανοίγω το ντουλάπι, μετακινώ δυο μπολ και στρέφω το φως του φακού ξανά προς την πίσω επιφάνεια.
Αυτό που αντικρίζω στο πίσω μέρος, είναι η προέκταση του τοίχου της κουζίνας. Ούτε μαύρη επιφάνεια, ούτε άπατη τρύπα, ούτε τίποτε.
Ένας απλός τοίχος.
Ένας απλός διαολεμένος τοίχος.
Νιώθω τα νεύρα μου να φουντώνουν. Σχεδόν δίνω γροθιά στην πόρτα της ντουλάπας. Τελευταία στιγμή συγκρατώ το χέρι μου. Δεν θέλω να αναστατώσω τη Μαρία και σίγουρα δεν θέλω να τραυματίσω κι άλλο μέλος. Ο χτυπημένος μου αστράγαλος είναι αρκετός για μια μέρα. Ειδικά για μια μέρα σαν τη σημερινή.
Νιώθω εντελώς αποκαρδιωμένος. Κατεβαίνω από την καρέκλα και κατευθύνομαι αργά ξανά προς το καθιστικό και το τζάκι. Ρίχνω μια ματιά στη Μαρία. Αυτή συνεχίζει και παίζει με τις κούκλες της, αδιαφορώντας εντελώς για μένα. Σωριάζομαι στην πολυθρόνα, ξαναβάζω τον πάγο στο πόδι και αφήνομαι να κοιτάζω έξω, τη σκοτεινιά.
Κάνω συνειδητή προσπάθεια να μην σκέφτομαι τίποτε. Δεν θέλω να υπάρχει τίποτε μέσα στο μυαλό μου.
Στο μυαλό μου σχηματίζεται η εικόνα από ένα πειραματόζωο που είναι χαμένο σε έναν λαβύρινθο και ψάχνει να βρει την έξοδο. Είναι τρομαγμένο και δεν μπορεί να δει πως κάποιος το παρατηρεί από ψηλά. Με τα μάτια της φαντασίας μου, αυτός ο κάποιος φοράει άσπρα και κρατάει ένα λευκό χαρτί. Σημειώνει κάτι στο χαρτί. Στη συνέχεια πατάει ένα κόκκινο κουμπί που βρίσκεται ακριβώς μπροστά του και το πειραματόζωο…
Νιώθω ένα σκούντημα στο αριστερό χέρι και συνέρχομαι απότομα. Πετάγομαι ξαφνιασμένος και τρομάζω τη Μαρία, της οποίας το χέρι ήταν που με σκούντηξε.
«Τι έγινε; Είσαι καλά;» ρωτάω.
«Καλά είμαι. Είχες μείνει πολλή ώρα ακίνητος και φοβήθηκα», μου απαντάει.
Αυτό είναι μια μικρή έκπληξη για μένα. Δεν είχα καταλάβει πως είχα μείνει έτσι για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
«Ναι, ε; Πόση ώρα έμεινα δηλαδή;» ρωτάω ξανά.
«Πολλές ώρες!» μου λέει με έμφαση. Δεν την πιστεύω. Κάπου είχα διαβάσει πως τα παιδιά, πολλές φορές έχουν εσφαλμένη αντίληψη του πως περνάει ο χρόνος. Στην πραγματικότητα, το πιο πιθανό είναι πως δεν έχουν περάσει περισσότερα από μερικά λεπτά.
Ρίχνω μια ματιά στο κινητό μου για να βεβαιωθώ για την ώρα. Πλησίαζε δέκα το βράδυ. Τελικά η Μαρία είχε δίκιο, είχα μείνει για πολύ χρόνο χαμένος στις σκέψεις μου.
Επίσης, πλησιάζει η ώρα που μάλλον πρέπει να τη βάλω για ύπνο. Ήδη έχει μείνει ξύπνια για παραπάνω από όσο πρέπει.
«Νυστάζεις;» τη ρωτάω. Αυτή δεν απαντάει, απλά γνέφει καταφατικά. Μάλλον θα ήταν καλή ιδέα να τη βάλω να κοιμηθεί κοντά στο τζάκι, να είναι καλύτερα από άποψη ζέστης. Λογικά, το δωμάτιό της θα είναι παγωμένο και αν ξαπλώσει εκεί θα κρυώσει.
«Νομίζω πως είναι καλύτερα να ξαπλώσεις εδώ, κοντά στη φωτιά», της λέω. «Θες να σου ετοιμάσω;»
«Ναι», μου λέει. Χαμογελάει. Σηκώνομαι από την πολυθρόνα και την αφήνω να με οδηγήσει στο δωμάτιό της. Υπό το φως του φακού, διαλέγω ένα σεντόνι άσπρο με πολύχρωμα αρκουδάκια, το μαξιλάρι και το πάπλωμα που είχε στο κρεβάτι της. Νομίζω πως αυτά θα είναι αρκετά για να μείνει ζεστή όλη τη νύχτα, ακόμη κι αν χαμηλώσει η φλόγα από το τζάκι.
Επιστρέφουμε στο καθιστικό και στρώνω το σεντόνι στον καναπέ που είναι μπροστά από το τζάκι. Νομίζω πως εκεί η Μαρία θα είναι άνετα. Εγώ θα στρώσω να κοιμηθώ στο πάτωμα, ανάμεσα στον καναπέ και το τζάκι.
«Δεσποινίς μου, είστε έτοιμη!» της λέω, επιστρατεύοντας το πιο πλατύ χαμόγελο που μπορώ.
Με κοιτάζει με περιέργεια. «Δεν θα με βάλεις να βουρτσίσω τα δόντια μου;» ρωτάει κοιτάζοντάς με.
Το σκέφτομαι λίγο. Τελικά αποφασίζω πως τα δόντια της δεν πρόκειται να πάθουν κάτι αν δεν τα βουρτσίσει μια μέρα. Η στάθμη της μπαταρίας του κινητού είναι εδώ και ώρα στις δυο γραμμές, το πιο πιθανό ήταν πως η μια γραμμή δεν ήταν πολύ μακριά. Καλύτερα θα ήταν να κάνω λίγη οικονομία στην ενέργεια, τουλάχιστον μέχρι να βρω κάποιον κανονικό φακό.
«Επειδή σε βλέπω πως είσαι κουρασμένη τώρα, δεν θα πλύνεις τα δόντια σου απόψε. Θα τα βουρτσίσουμε αύριο το πρωί, πιο πολλή ώρα από ό, τι συνήθως. Έτσι, θα αναπληρώσουμε και για το ότι δεν τα πλύναμε απόψε. Τι λες; Συμφωνείς;»
Μου χαμογελάει και πριν προλάβω να αντιδράσω, ορμάει πάνω μου και με αγκαλιάζει. Το κεφάλι της, ίσα που φτάνει μέχρι τη μέση μου. Την πιάνω κι εγώ από τους ώμους της. Νιώθω μια συγκίνηση να απλώνεται μέσα μου.
Ύστερα από λίγο, με αφήνει και σηκώνει το κεφάλι της ώστε να με κοιτάξει στο πρόσωπο.
«Ευχαριστώ», μου λέει. Κάτι στο ύφος της με κάνει να καταλάβω πως δεν με ευχαριστεί μόνο γιατί της επέτρεψα να μην βουρτσίσει τα δόντια της. Η συγκίνηση που ένιωσα νωρίτερα γιγαντώθηκε.
«Να’ σαι καλά», καταφέρνω να απαντήσω τελικά. Την πιάνω από το χέρι και τη βάζω να ξαπλώσει στον στρωμένο καναπέ. Κατόπιν, την σκεπάζω με το πάπλωμα. Με κοιτάζει και χαμογελάει. Χαμογελάω κι εγώ.
«Καληνύχτα και όνειρα γλυκά, Μαράκι», της λέω.
«Καληνύχτα», μου απαντάει. Γυρίζει για να ξαπλώσει στα πλάγια. Την κοιτάζω για λίγο. Ύστερα, φεύγω για να βρω κάτι, να στρώσω στο πάτωμα και να ξαπλώσω κι εγώ. Νιώθω κι εγώ τα βλέφαρά μου να βαραίνουν καθώς περνάει η ώρα.
Ύστερα από σύντομη αναζήτηση, αποδεικνύομαι τυχερός. Στο πρώτο ντουλάπι που ανοίγω, βρίσκω ένα πλήρες σετ εκδρομής. Και μέσα σε αυτό, δυο αντικείμενα που χρειαζόμουν. Έναν μεγάλο φακό και έναν υπνόσακο.
Δοκιμάζω αν ανάβει ο φακός, με επιτυχία. Τουλάχιστον, φως θα έχουμε να κινηθούμε. Απενεργοποιώ το κινητό μου, μιας και είναι ευκαιρία να κάνω λίγη οικονομία στη μπαταρία του.
Επιστρέφω στο καθιστικό. Ρίχνω μια ματιά στη Μαρία και διαπιστώνω πως ήδη κοιμάται βαθιά. Ας ξεκουραστεί το καημένο, όσο περισσότερο μπορεί. Φευγαλέα περνάει μπροστά από τα μάτια μου η εικόνα του πως τη συνάντησα για πρώτη φορά. Μέσα στη μέση του δρόμου, να κρατάει την κούκλα της. Κι εγώ να έχω το νου μου να πειράζω το ραδιόφωνο και να μην κοιτάζω μπροστά μου. Συνέπεια τούτων, παραλίγο να τη χτυπούσα και να μην την είχα για παρέα τώρα.
Είμαι σίγουρος πως αν δεν την είχα συναντήσει, τα λογικά μου θα είχαν σαλέψει ύστερα από τα τόσα πολλά παράδοξα που αντιμετώπισα σήμερα.
Απλώνω τον υπνόσακο μπροστά από τον καναπέ, κοντά στο τζάκι. Ενισχύω τη φωτιά με επιπλέον ξύλα. Λογικά, η πυρά θα κρατήσει μέχρι αύριο το πρωί που θα ξυπνήσουμε. Από εκεί και πέρα, βλέπουμε πως θα κινηθούμε.
Μπαίνω μέσα στον υπνόσακο, νιώθοντας το χτυπημένο πόδι μου να πονάει. Το ύφασμα μαλακώνει αρκετά τη σκληρότητα του πατώματος, τόσο που πιστεύω πως θα κοιμηθώ άνετα. Η νύστα αρχίζει και με καταβάλλει. Ακούω τις αργές, ρυθμικές ανάσες της Μαρίας που κοιμάται. Σκέφτομαι το πόσο καθησυχαστική επίδραση έχει αυτός ο ήχος πάνω μου. Από την άλλη πλευρά, τα ξύλα τρίζουν καθώς οι φλόγες τα τυλίγουν όλο και περισσότερο.
Το σώμα μου χαλαρώνει εντελώς, τα βλέφαρά μου βαραίνουν. Καθώς οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν, στα όρια των αισθήσεών μου αντιλαμβάνομαι μια κίνηση κοντά μου. Ίσως άκουσα κάποια βήματα. Δεν είμαι σίγουρος.
Αποτέλεσμα είναι, πως καθώς ο ύπνος με πλησίαζε, τα μάτια μου μισοάνοιξαν ξανά. Αντικρίζω ένα πρόσωπο να σκύβει πάνω από το κεφάλι μου και να με κοιτάζει. Το πρόσωπο είναι γνώριμο, με κάποιον τρόπο. Το κοιτάζω, χωρίς να μπορέσω να το αναγνωρίσω.
«Ξύπνα…» μου λέει με σιγανή φωνή.
Εκείνη τη στιγμή μια έκλαμψη περνάει από το μυαλό μου και τον αναγνωρίζω. Είναι το πρόσωπο εκείνου του τύπου που μου πούλησε το φυλαχτό στην Αθήνα, χθες.
Η τελευταία μου σκέψη ήταν, τι δουλειά έχει αυτός εδώ; Πως μας βρήκε;
Και ύστερα τα μάτια μου έκλεισαν ξανά και ένας βαρύς ύπνος με τύλιξε.