Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 18ο



Αυτή είναι μια συνάντηση, στην οποία πρέπει να πάω. Είναι μοναδική ευκαιρία να πάρω κάποιες απαντήσεις για το τι συμβαίνει γύρω μου.
Να πάω μόνος μου ή να πάρω και τη Μαρία μαζί μου, όμως; Δεν ξέρω τι θα συναντήσω εκεί, ούτε καν τι προθέσεις έχει αυτός ο άνθρωπος.
Από την άλλη όμως, ούτε θέλω να την αφήσω πίσω, μόνη της. Αυτός ο τύπος εμφανίστηκε μέσα στο καθιστικό όπου κοιμόμασταν, παρά την κλειδωμένη πόρτα ασφαλείας.
Νομίζω πως καλύτερα θα είναι να την πάρω μαζί μου. Οποιοσδήποτε κίνδυνος προκύψει εκεί, ενδεχομένως να προκύψει και αν την αφήσω εδώ. Και στη δεύτερη περίπτωση, δεν θα είμαι μαζί της για να την υπερασπιστώ. Είναι και το γεγονός πως, αν δεν είναι μαζί μου, θα έχω έγνοια για το αν θα είναι καλά. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα έχω τον νου μου εντελώς συγκεντρωμένο στη συνομιλία μας.
Άρα, πάμε μαζί. Αλλά θα κάνουμε μια στάση πριν ανεβούμε το μονοπάτι.
«Έλα, Μαράκι, σήκω», της λέω. «Πρέπει να ντυθούμε για να πάμε να συναντήσουμε αυτό τον άνθρωπο».
«Θα πας να τον δεις;» την ακούω να με ρωτάει. Η φωνή της μου δείχνει πως είναι δεν είναι και ιδιαίτερα ενθουσιασμένη με αυτό το ενδεχόμενο.
«Ναι. Μαζί θα πάμε. Νομίζω πως αυτό είναι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε. Πρέπει να μάθουμε τι γίνεται και που έχουν πάει όλοι. Αυτός ο άνθρωπος ίσως μας πει κάποια πράγματα που είναι σημαντικό να μάθουμε», απαντάω.
«Τον φοβάμαι», απαντάει αμέσως η Μαρία. Η ανησυχία της είναι προφανής.
«Κι εγώ το ίδιο», απαντάω και είμαι απόλυτα ειλικρινής στα λόγια μου. «Αλλά δεν μου αρέσει αυτό που γίνεται εδώ, να είμαστε οι δυο μας και όλοι οι υπόλοιποι να είναι εξαφανισμένοι. Θέλω να μάθω τι συνέβη στα αγαπημένα μου πρόσωπα και που είναι. Αυτή τη στιγμή, η πιο καλή πιθανότητα για να μάθω αυτό που θέλω είναι να συναντήσω αυτό τον άνθρωπο».
Κάνω τη σκέψη πως ίσως και να μάθω πως αυτό που συνέβη, συνέβη σε εμάς κι όχι στους υπόλοιπους. Κρατάω όμως αυτή τη σκέψη για τον εαυτό μου. Δεν χρειάζεται να την ανησυχήσω ακόμη περισσότερο από το όσο είναι ήδη.
«Φοβάμαι», επαναλαμβάνει. Την βλέπω όμως πως γνέφει καταφατικά μετά από τα τελευταία λόγια μου. Ακόμη και με τον φόβο που νιώθει στην προοπτική της συνάντησης με αυτό τον άνθρωπο, είναι προφανές πως κι αυτή ενδιαφέρεται να μάθει τι συνέβη στην οικογένειά της. Αυτό το βρίσκω λογικό.
«Να μη φοβάσαι, είμαι κι εγώ εδώ. Θα κάνω ό, τι μπορώ για να μην επιτρέψω να σου συμβεί τίποτε κακό», της λέω με αυτοπεποίθηση. Με κοιτάζει. Η έκφραση ανησυχίας της εξαφανίζεται στη στιγμή. Την αντικαθιστά ένα πλατύ χαμόγελο.
«Ναι!» φωνάζει έχοντας βρει ξανά τον ενθουσιασμό της. «Αφού μου το είπε ο άγγελος πως θα με προστατέψεις από τον μαύρο άντρα!»
Άλλο μυστήριο και τούτο. Θυμάμαι εκείνα τα λόγια της όταν την συνάντησα για πρώτη φορά. Πως ο άγγελος στο όνειρο της είχε πει πως θα την φυλάξω από τον άνθρωπο με το σκοτεινό πρόσωπο.
Μια ιδέα μου έρχεται στο μυαλό.
«Μαρία, θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να σκεφτείς προσεκτικά πριν απαντήσεις», της λέω. Βλέπω πως το ύφος της σοβαρεύει μόλις ακούει τα λόγια μου.
«Αυτός ο άνθρωπος που ήρθε και σου μίλησε χθες το βράδυ, σου φάνηκε πως μοιάζει καθόλου εκείνον που είχες δει στο όνειρο, που είχε το πρόσωπό του σκοτεινό;»
Τη βλέπω πως το σκέφτεται για αρκετή ώρα.
«Όχι, δεν έμοιαζε καθόλου με εκείνον. Δεν φοβήθηκα την ώρα που μου μιλούσε». Σταματάει εκεί, αλλά φαίνεται πως θέλει να πει και άλλα. Την περιμένω.
«Πιο πολύ μου θύμισε τον άγγελο που είδα στο όνειρό μου», συνέχισε.
«Στην εμφάνιση, εννοείς του έμοιαζε;» τη ρωτάω.
«Λίγο στην εμφάνιση, αν και χθες δεν είχε φως γύρω του. Δεν είχε και το ένα δόντι! Αλλά ο τρόπος μου μιλούσε ήταν ίδιος με αυτόν στο όνειρό μου! Γιαυτό, ενώ τρόμαξα αρχικά που ξύπνησα και τον είδα, μόλις άρχισε να μου μιλάει ηρέμησα!»
Δεν περίμενα αυτή την απάντηση, αλλά τη βλέπω πως είναι σίγουρη στην άποψή της. Αυτό μου επαναφέρει ένα μικρό κομμάτι από την αισιοδοξία μου.
«Έλα, σήκω», της λέω ξανά. Κάνω την κίνηση να σηκωθώ και πηδάει ελαφρά από τα πόδια μου στο πάτωμα. «Πάμε να ετοιμαστούμε για να συναντήσουμε αυτό τον άνθρωπο».
Με κοιτάζει και διαπιστώνω πως ο φόβος αρχίζει και τη γεμίζει ξανά.
«Δεν θα πάμε κατευθείαν εκεί που μας είπε. Θα κάνουμε πρώτα, μια στάση κάπου αλλού», της λέω για να την καθησυχάσω.

Το τζάμι θρυμματίζεται και πέφτει στο έδαφος σε χιλιάδες μικρά κομμάτια. Η εικόνα είναι παρόμοια με αυτή της πρόσοψης του ραδιοφωνικού σταθμού χθες το απόγευμα. Σκέφτομαι πως αυτή η κατάσταση είχε και ένα απροσδόκητο πλεονέκτημα: έχω αρχισει και γίνομαι καλός στις διαρρήξεις. Αυτή η σκέψη φέρνει ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Ελπίζω να μην χρειαστεί να πραγματοποιήσω και άλλες παραβιάσεις. Έχω ήδη κάνει αρκετές.
Η σειρήνα ενός συναγερμού αρχίζει να σφυρίζει. Η αλλαγή από την ησυχία στην οποία ήμασταν συνηθισμένοι, στον εκκωφαντικό ήχο είναι υπερβολικά απότομη. Τα αυτιά μου διαμαρτύρονται αρχικά, αλλά ύστερα από λίγο συνηθίζουν τον έντονο θόρυβο.
Η Μαρία κοιτάζει αριστερά και δεξιά, και προς τις δυο κατευθύνσεις του δρόμου. Το βλέμμα της είναι ανήσυχο.
«Μην ανησυχείς για τον ήχο. Δεν πρόκειται να έρθει κανείς να τον ελέγξει» της λέω, μαντεύοντας την πηγή της ανησυχίας της. Δεν συμπληρώνω αυτό που σκέφτομαι, πως πιθανότατα δεν υπάρχει κανείς για να έρθει.
Πάντως, φαίνεται πως μάντεψα σωστά όσον αφορά την αιτία της νευρικότητας της Μαρίας. Την βλέπω πως ύστερα από τα λόγια μου, είναι προφανές πως ηρέμησε ξανά. Η ένταση του ήχου του συναγερμού είναι ακόμη μεγάλη, αλλά μου φαίνεται πως σταδιακά αρχίζει και ελαττώνεται. Ίσως είναι συνδεδεμένη σε κάποια μπαταρία κι αυτή να μην αντέχει πολλά, τώρα που το ηλεκτρικό ρεύμα είναι κομμένο.
Μπαίνω προσεκτικά μέσα στο κατάστημα, προσέχοντας που πατάω. Θέλω να αποφύγω τον μεγαλύτερο όγκο από τα σπασμένα γυαλιά. Γυρίζω πίσω και βλέπω πως η Μαρία έχει μείνει από έξω. Διστάζει να μπει μέσα. Την αφήνω να μείνει εκεί.
Ύστερα από λίγο, βρίσκω αυτό που έψαχνα. Δεν μου πήρε πολλή ώρα. Μέσα σε ένα κατάστημα με κυνηγετικά είδη, ένα όπλο είναι εύκολο να βρεθεί. Πολλά από αυτά ήταν κλειδωμένα, αλλά μερικά υπήρχαν για επίδειξη. Διαλέγω ένα που φαίνεται εντελώς καινούριο. Ίσως και να είναι αχρησιμοποίητο. Ελέγχω την κάννη να είναι καθαρή, δοκιμάζω και διαπιστώνω πως δουλεύει κανονικά. Έτσι φαίνεται, τουλάχιστον.
Ύστερα, ξεκινάω να αναζητώ φυσίγγια κατάλληλα για το όπλο. Τελικά βρήκα και από αυτά, σε ένα μικρό χάρτινο κουτί. Βάζω δυο στο όπλο. Σκέφτομαι να αφήσω το υπόλοιπο κουτί εκεί που το βρήκα, αλλά τελικά το παίρνω κι αυτό.
Γιατί το παίρνω, αλήθεια; Που θα με βοηθήσει το όπλο; Δεν ξέρω. Ίσως πουθενά. Αλλά αυτό που ξέρω με βεβαιότητα, πως τώρα που το έχω νιώθω λίγο καλύτερα.
Βγαίνω ξανά έξω από το κατάστημα. Η Μαρία είχε καθίσει κάτω, στο πεζοδρόμιο. Με το που με βλέπει, σηκώνεται όρθια.
«Έλα, φύγαμε», της λέω. Κρατώντας με το ένα χέρι το καινούριο μου όπλο, την πιάνω με το άλλο και ξεκινάμε για τη συνάντησή μας με εκείνον τον τύπο.
Αρκετά τον έκανα να περιμένει. Καιρός να τον αντιμετωπίσουμε, αυτόν και ό, τι έχει να μας πει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου