Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 15ο



«Ξύπνα!»
Κάποιος με σκουντάει, αδύναμα αλλά επίμονα. Προσπαθώ να γυρίσω πλευρό και να τον αγνοήσω. Όποιος κι αν είναι αυτός που είναι από πάνω μου δεν μου το επιτρέπει.
«Βασίλη, ξύπνα!» επιμένει.
Είναι η φωνή της Μαρίας. Και ακούγεται αγχωμένη. Τρομαγμένη, ίσως.
Μόλις συνειδητοποίησα αυτό το γεγονός, πετάγομαι πάνω απότομα. Παραλίγο να τη χτυπήσω, έτσι όπως ανακάθισα με φόρα στον υπνόσακό μου και αυτή ήταν σκυμμένη από πάνω μου για να με ξυπνήσει.
Κοιτάζω το τζάκι. Από τη φωτιά, έχουν απομείνει ελάχιστα κάρβουνα που φωτίζουν αδύναμα. Ακόμα και τα επιπλέον ξύλα που έβαλα, όταν ξύπνησα από το όνειρό μου, δεν ήταν αρκετά για να κρατήσουν για όλη τη διάρκεια της νύχτας.
Ξύπνησα από το όνειρό μου; Ξανακοιμήθηκα; Ανακαλύπτω πως δεν μπορώ να αποφασίσω ποιο από τα δυο συνέβη. Οι σκέψεις μου είναι μπερδεμένες. Αλλά ίσως σε ένα ημίωρο το μυαλό μου να έχει πιο διαυγείς σκέψεις από ότι αυτή τη στιγμή.
Κοιτάζω προς το μέρος της Μαρίας και αυτή μου ανταποδίδει το βλέμμα.
«Τι έγινε; Γιατί φωνάζεις έτσι μες το πρωί;» ρωτάω. Έχω νεύρα. Πάντα έχω νεύρα, όταν αντιμετωπίζω μια κατάσταση την οποία δεν μπορώ να καταλάβω.
Και σίγουρα, αυτό που ζω τώρα ξεπερνάει κάθε άλλη ακατανόητη κατάσταση που είχα ζήσει μέχρι τώρα. Με πολύ μεγάλη διαφορά.
«Πεινάω!» απαντάει ζωηρά η Μαρία.
«Πεινάς;» επαναλαμβάνω. Κάνω κίνηση για να σηκωθώ και βάζω βάρος πάνω στο χτυπημένο μου πόδι. Μορφάζω ελαφρά από τον ξαφνικό πόνο.
«Ναι, πεινάω!» φωνάζει η Μαρία. «Θέλω γάλα! Θέλω και κουλουράκια!»
Τι το έπιασε αυτό το παιδί ξαφνικά μέσα στο πρωινό και φωνάζει έτσι;
«Ηρέμησε λίγο! Μόλις ξύπνησα!» απαντάω σε έντονο ύφος.
«Θέλω γάλα και κουλουράκια!» επαναλαμβάνει, φωνάζοντας ακόμη δυνατότερα. «Και κάτι θέλω να σου πω!»
Δεν θα τα πάμε καλά σήμερα, για κάποιο λόγο νιώθω σίγουρος. Σηκώνομαι αργά από τον υπνόσακο, προσέχοντας αυτή τη φορά να μην ζορίσω το χτυπημένο μου μέλος. Κάνω βήματα σε αργό ρυθμό και το νιώθω να πονάει και να είναι πρησμένο. Νομίζω πως είναι καλύτερα να βρω κάτι για να το δέσω.
Συνεχίζοντας με αργά βήματα, προχωρώ προς το μπάνιο. Δοκιμάζω για καλό και για κακό να γυρίσω έναν διακόπτη. Κανένα αποτέλεσμα, το ρεύμα παραμένει κομμένο. Δεν νιώθω ιδιαίτερη έκπληξη με αυτή τη διαπίστωση. Η Μαρία, ξαφνικά αρχίζει και τσιρίζει χωρίς κάποιον προφανή λόγο. Μάλλον δεν της αρέσει που προσωρινά δεν της δίνω σημασία.
Σταματάω απότομα και γυρίζω προς το μέρος της. Αμέσως σταμάτησε και μαζεύτηκε. Μάλλον το βλέμμα που της έριξα παραήταν αυστηρό.
Τόσο το καλύτερο.
«Πάω στο μπάνιο. Όταν βγω, θα δούμε τι υπάρχει και τι μπορούμε να φτιάξουμε για πρωινό. Αν τσιρίξεις ξανά, θα φτιάξω μόνο για μένα και εσένα θα σε αφήσω νηστική», την απείλησα. Μιλάω αργά και ήρεμα. Φυσικά, δεν σκόπευα να το κάνω αυτό, αλλά δεν μπορώ να ακούω και φωνές με το που ξυπνάω.
Σταματάω να μιλάω και κοιτάζω την Μαρία. Έχει γουρλώνει τα μάτια της και με κοιτάζει έκπληκτη. Μάλλον δεν το περίμενε από μένα αυτό.
«Εντάξει;» συνεχίζω με τον ίδιο τόνο.
«Εντάξει», μου απαντάει με σιγανή φωνή και χαμηλώνει το κεφάλι. Άλλη μέρα, ίσως με έπιαναν τύψεις για αυτά που είπα. Σήμερα όμως όχι. Τα νεύρα και η σύγχυση που νιώθω είναι υπερβολικά μεγάλα για να μου επιτρέψουν να αισθανθώ τύψεις.
Αφήνω τη Μαρία να με κοιτάζει, ακίνητη κι αμίλητη. Πηγαίνω στο μπάνιο και κλείνω την πόρτα με βρόντο πίσω μου. Στέκομαι για λίγο μπροστά στον καθρέφτη.
Κοιτάζω το πρόσωπό μου και ξαφνικά θυμάμαι την προηγούμενη εικόνα του, χλωμό και ταλαιπωρημένο. Τώρα, φαίνομαι καλά. Σχεδόν θα έλεγε κάποιος, πως σφύζω από υγεία.
Φυσικά, λείπουν και οι μικρές τρύπες που υπήρχαν στα πλαϊνά του μετώπου μου την τελευταία φορά που θυμάμαι να αντίκρισα το είδωλό μου.
Ύστερα από λίγη ώρα, βγαίνω ξανά έξω. Η διάθεσή μου έχει βελτιωθεί αισθητά. Βλέπω πως η Μαρία είχε καθίσει ξανά μπροστά στο τζάκι και έπαιζε με τις κούκλες της. Μόλις ακούει τα βήματά μου να πλησιάζουν, σηκώνει το κεφάλι της.
Το ύφος της όμως παραμένει σοβαρό. Στέκομαι και την κοιτάζω. Χθες είχε να αντιμετωπίσει την απίστευτη εξέλιξη της ημέρας και το σοκ του να έχει τους γονείς κι όλους τους γνωστούς της εξαφανισμένους. Κι όμως, χθες με ευκολία έβρισκε ξανά το χαμόγελό της. Αρκούσε ένα αστείο από μέρους μου, ή οτιδήποτε.
Σήμερα όμως δεν είναι έτσι. Όλη την ώρα από τότε που με ξύπνησε, φωνάζει ή είναι μουτρωμένη.
Ίσως σήμερα να συνειδητοποίησε πραγματικά το τι συνέβη και αυτό να την επηρέασε και να φέρεται έτσι σήμερα.
Δεν ξέρω. Κανονικά θα έπρεπε να νιώθω άσχημα βλέποντάς την έτσι και ξέροντας πως ο τρόπος μου την κάνει ακόμη χειρότερα από ό, τι είναι.
Αντίθετα, για κάποιο λόγο που δεν καταλαβαίνω, αυτή τη στιγμή δεν νιώθω άσχημα. Δεν έκανα τίποτε κακό και βρίσκω τη συμπεριφορά της αδικαιολόγητη.
Αδικαιολόγητη; διαμαρτύρεται μια φωνή μέσα μου. Από ένα τόσο μικρό παιδί; Δεν μπορείς να μην δικαιολογήσεις οποιαδήποτε συμπεριφορά ενός παιδιού, ύστερα από μια μέρα σαν την χθεσινή.
Πηγαίνω και κάθομαι δίπλα της. Ακολουθεί την πορεία μου με το βλέμμα της.
«Μαρία, τι συμβαίνει;» ρωτάω.
«Τίποτα», απαντάει με σιγανή φωνή και κατεβάζει το κεφάλι της. Τώρα άρχισα να μην νιώθω και τόσο ωραία.
«Πες μου, τι σκέφτεσαι».
«Τίποτα», επαναλαμβάνει. Σίγουρα, η απάντηση που σκέφτεται είναι «οτιδήποτε εκτός από τίποτα». Αλλά αποφασίζω να μην το πιέσω περισσότερο. Ίσως μου πει μόνη της, όταν έρθει η ώρα. Αλλά εγώ δεν θα τη ζορίσω άλλο.
«Τι λες, πάμε να τσιμπήσουμε κάτι;» προτείνω.
Δεν απαντάει τίποτε. Απλά συνεχίζει να κοιτάζει προς τα κάτω. Περιμένω λίγο και παρατηρώ πως πιάνει πάλι μια κούκλα και αρχίζει να τη χτενίζει.
Δεν έχω διάθεση για οτιδήποτε τέτοιο. Σηκώνομαι ξανά.
«Εγώ πάω στην κουζίνα, να δω τι μπορώ να φτιάξω για φαγητό». δηλώνω. «Θα κοιτάξω να φτιάξω και για σένα κάτι. Όποτε θέλεις, έλα». Δεν απαντάει, δε δείχνει καν κάποιο σημάδι πως αντιλήφθηκε τι της είπα. Απλά συνεχίζει να ασχολείται με την κούκλα της. Ανασηκώνω τους ώμους και την αφήνω στην ησυχία της.
Αργά, πάω προς την κουζίνα. Ψάχνω στο ψυγείο και βρίσκω αρκετά υλικά για ένα βασιλικό πρωινό και για τους δυο μας. Φυσικά, το ψυγείο δεν λειτουργεί, όπως και όλες οι άλλες ηλεκτρικές συσκευές. Αλλά έχει τόσο κρύο εδώ μέσα που δεν ανησυχώ μήπως έχει αλλοιωθεί κάποιο από τα φαγητά. Είναι καλό που όλα τα δωμάτια έχουν μεγάλα και όμορφα παράθυρα, έτσι δεν έχω έγνοια για έλλειψη φωτός.
Δεν νιώθω όμως ιδιαίτερη διάθεση για να φάω οτιδήποτε. Το τελευταίο γεύμα που έφαγα, το προηγούμενο βράδυ, δεν ήταν και τόσο βαρύ. Αλλά νιώθω έναν κόμπο γύρω από το στομάχι μου. Νιώθω πως δύσκολα θα κατέβει οποιαδήποτε τροφή.
Η σκέψη μου επιστρέφει στην χθεσινή ημέρα, από το πρωί που ξύπνησα με διάθεση να ξεκινήσω μια νέα, καλύτερη ζωή, μέχρι το βράδυ που κοιμήθηκα, αποκαμωμένος, ανάμεσα στο τζάκι και στον καναπέ όπου ήταν ξαπλωμένη η Μαρία.
Και αμέσως μετά, θυμάμαι το άλλο, σκοτεινό μέρος, όπου ξύπνησα στη σκοτεινιά, γεμάτος καλώδια. Όπου υπήρχε ηλεκτρισμός και άλλοι άνθρωποι, αλλά αυτοί που υπήρχαν, είχαν την πρόθεση να με κρατήσουν φυλακισμένο.
Φυλακισμένο και κοιμισμένο, σύμφωνα με αυτά που τους άκουσα να λένε.
Προφανώς, και οι δυο αυτές εμπειρίες δεν μπορούν να είναι αληθινές. Είμαι σίγουρος πως κατά τη διάρκεια μιας από τις δυο, ήμουν κοιμισμένος και ονειρευόμουν.
Σε ποια από τις δυο όμως;
Η προφανής απάντηση, πως τώρα είμαι ξύπνιος και πως το μέρος με τα σκοτεινά δωμάτια και τους φωτεινούς διαδρόμους, ήταν το όνειρο. Και αυτό το όνειρο προήλθε από την ιδέα που μου δημιουργήθηκε, πως υπάρχουν άλλοι που μας παρακολουθούνε, συνέχεια. Συνδυάζοντας αυτό με την αγωνία που είχα για τη συνέντευξη και τη ντροπή που προκάλεσε η λιποθυμία μου, το υποσυνείδητό μου δημιούργησε αυτό τον εφιάλτη που είχα δει.
Ναι, αυτό φαίνεται πως είναι το λογικό.
H διαίσθησή μου δεν είναι σίγουρη όμως. Η συνειδητή σκέψη μου δεν μπορεί να εντοπίσει το γιατί αλλά εκείνη η εικόνα που είδα, του ταλαιπωρημένου και τρυπημένου από βελόνες προσώπου μου, παίζει στο μυαλό μου ως πιο πραγματική από αυτή την εικόνα  υγείας και ζωής που αντίκρισα λίγα λεπτά νωρίτερα.
Απλώνω τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι και ρίχνω το κεφάλι μου πάνω. Νιώθω πως δεν έχω ενέργεια ούτε θέληση να κάνω οτιδήποτε αυτή τη στιγμή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου