Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 12ο



Νιώθω σαν να είμαστε δυο ποντίκια που τρέχουμε εδώ κι εκεί μέσα σε έναν τεχνητό λαβύρινθο. Παραδομένοι στο έλεος κάποιων αδίστακτων επιστημόνων, που μας παρατηρούν από κάπου ψηλά, κρατάνε σημειώσεις, και ίσως ενίοτε να γελάνε αν κάνουμε κάτι πολύ έξυπνο ή υπερβολικά κουτό.
Ναι, φαντάζομαι πως αν αυτοί οι ανελέητοι άνθρωποι μας παρακολουθούν από το πρωί, θα διασκέδασαν αφάνταστα τη στιγμή που έπεσα και τραυματίστηκα μόνος μου, τη στιγμή που κατέβαινα δυο απλά σκαλοπάτια. Δεν βρίσκω καθόλου ευχάριστη αυτή τη σκέψη.
«Εγώ θα καθίσω να παίξω με τις κούκλες μου τώρα», ακούω τη Μαρία να μου ανακοινώνει με στόμφο.
«Εντάξει. Μόνο που θέλω να μείνεις σχετικά κοντά στο τζάκι, έτσι ώστε να βλέπεις και να ζεσταίνεσαι. Μην απομακρυνθείς από αυτό. Εντάξει;»
«Εντάξει», λέει. Χωρίς να πει άλλη κουβέντα, κάθεται οκλαδόν στο χαλί μπροστά στο τζάκι. Για καλό και για κακό, βάζω μπροστά στο τζάκι ένα μεταλλικό πλέγμα που ήταν τοποθετημένο εκεί δίπλα. Δεν θέλω να πεταχτεί κανένα φλεγόμενο θραύσμα από τα ξύλα και να τη χτυπήσει. Αρκεί να είναι ο ένας από τους δυο μας τραυματισμένος.
Αφήνω τη Μαρία να παίζει με την ησυχία της και κάθομαι λίγο παραπέρα, σε μια πολυθρόνα με θέα προς μια γυάλινη πόρτα, που προφανώς οδηγεί στη βεράντα. Κοιτάζω έξω, ατενίζοντας τη σκοτεινή νύχτα.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που κάπνισα. Αλλά εκείνη τη στιγμή, ευχαρίστως θα δεχόμουν ένα τσιγάρο. Απλώνω τα πόδια μου, πάνω σε ένα τραπεζάκι που υπάρχει μπροστά από την πολυθρόνα. Αισθάνομαι ελαφρύ πόνο από το χτυπημένο πόδι. Ο πόνος μου θυμίζει πως δεν το έχω φροντίσει καθόλου από την ώρα του τραυματισμού μου. Αρκετά το έχω αφήσει απεριποίητο.
Σηκώνομαι αργά και κουτσαίνοντας, περπατάω μέχρι το ψυγείο. Ανοίγω την κατάψυξη και παίρνω αρκετά παγάκια. Ανοίγω τα ντουλάπια μέχρι που βρίσκω το σημείο όπου η μητέρα της Μαρίας φυλούσε τις πετσέτες. Παίρνω μια, βάζω πάνω τα παγάκια και την τυλίγω γύρω τους.
Κρατώντας το δέμα, επιστρέφω αργά στην πολυθρόνα όπου καθόμουν νωρίτερα. Βγάζω το δεξιό παπούτσι, παρά το κρύο. Απλώνω ξανά τα πόδια στο τραπεζάκι, και βάζω την πετσέτα με τα τυλιγμένα παγάκια πάνω από το δεξί πόδι. Νιώθω το πόδι μου να παγώνει άμεσα γύρω από τον αστράγαλο, αλλά ξέρω πως αυτό του κάνει καλό. Το κρύο υλικό μειώνει τη ζημιά στους συνδέσμους και περιορίζει το αναπόφευκτο πρήξιμο.
Το βλέμμα μου φεύγει ξανά, έξω από το παράθυρο. Κοιτάζω τη μαύρη, άναστρη σκοτεινιά.
Άναστρη; Ξαφνικά το σκέφτηκα. Πριν δύσει ο ήλιος, ο ουρανός ήταν αίθριος. Εκτός φυσικά, από εκείνη την ομίχλη που με εμπόδισε να φύγω. Χωρίς τη φωτορύπανση που συνήθως προκαλεί ο νυχτερινός φωτισμός των πόλεων, αυτή τη στιγμή ο ουρανός θα έπρεπε να είναι γεμάτος χιλιάδες φωτάκια.
Κι όμως, δεν υπάρχει τίποτε στον ουρανό. Τίποτε, εκτός από απέραντο μαύρο.
Κανένα αστέρι.
Θα μου έκανε εντύπωση, αλλά μετά τα τόσα περίεργα που συνέβησαν σήμερα, αυτό είναι από τα μικρότερα. Ακουμπώ πίσω στην πολυθρόνα και σκέφτομαι ξανά, τι ωραία που θα ήταν να είχα ένα τσιγάρο και να το άναβα αυτή τη στιγμή.
Το αυτί μου πιάνει πως η Μαρία κάτι μονολογεί. Δίνω περισσότερη προσοχή και ακούω πως μάλλον κάτι τραγουδάει. Έχει πάρει μια από τις κούκλες της και της χτενίζει τα μαλλιά. Το καημένο κι αυτό, τι να σκέφτεται αυτή τη στιγμή! Αν εγώ τα έχω χαμένα μια φορά με την κατάσταση στην οποία βρέθηκα ξαφνικά, ούτε που μπορώ να φανταστώ τι περνάει από το μυαλό αυτού του παιδιού.
Το μυαλό μου πάει ξανά σε εκείνη τη σκοτεινή επιφάνεια – την τρύπα – που εντόπισα μέσα στη ντουλάπα. Πρέπει να πάω και να την παρατηρήσω ξανά.
Κατεβάζω τα πόδια από το τραπεζάκι και βάζω την πετσέτα με τα παγάκια πάνω στο τραπεζάκι. Κάνει αρκετό κρύο ώστε να μην ανησυχώ πως θα έχουν λιώσει μέχρι να επιστρέψω.
Επιχειρώ να φορέσω ξανά το μποτάκι που είχα βγάλει. Μπαίνει με πιο πολλή δυσκολία από ότι συνήθως. Δεν κατάφερα να αποτρέψω το πρήξιμο τελικά. Περπατώ με δυσκολία μέχρι την κουζίνα και ανεβαίνω ξανά στην καρέκλα όπου είχα ανέβει και νωρίτερα. Ανοίγω το ντουλάπι, μετακινώ δυο μπολ και στρέφω το φως του φακού ξανά προς την πίσω επιφάνεια.
Αυτό που αντικρίζω στο πίσω μέρος, είναι η προέκταση του τοίχου της κουζίνας. Ούτε μαύρη επιφάνεια, ούτε άπατη τρύπα, ούτε τίποτε.
Ένας απλός τοίχος.
Ένας απλός διαολεμένος τοίχος.
Νιώθω τα νεύρα μου να φουντώνουν. Σχεδόν δίνω γροθιά στην πόρτα της ντουλάπας. Τελευταία στιγμή συγκρατώ το χέρι μου. Δεν θέλω να αναστατώσω τη Μαρία και σίγουρα δεν θέλω να τραυματίσω κι άλλο μέλος. Ο χτυπημένος μου αστράγαλος είναι αρκετός για μια μέρα. Ειδικά για μια μέρα σαν τη σημερινή.
Νιώθω εντελώς αποκαρδιωμένος. Κατεβαίνω από την καρέκλα και κατευθύνομαι αργά ξανά προς το καθιστικό και το τζάκι. Ρίχνω μια ματιά στη Μαρία. Αυτή συνεχίζει και παίζει με τις κούκλες της, αδιαφορώντας εντελώς για μένα. Σωριάζομαι στην πολυθρόνα, ξαναβάζω τον πάγο στο πόδι και αφήνομαι να κοιτάζω έξω, τη σκοτεινιά.
Κάνω συνειδητή προσπάθεια να μην σκέφτομαι τίποτε. Δεν θέλω να υπάρχει τίποτε μέσα στο μυαλό μου.
Στο μυαλό μου σχηματίζεται η εικόνα από ένα πειραματόζωο που είναι χαμένο σε έναν λαβύρινθο και ψάχνει να βρει την έξοδο. Είναι τρομαγμένο και δεν μπορεί να δει πως κάποιος το παρατηρεί από ψηλά. Με τα μάτια της φαντασίας μου, αυτός ο κάποιος φοράει άσπρα και κρατάει ένα λευκό χαρτί. Σημειώνει κάτι στο χαρτί. Στη συνέχεια πατάει ένα κόκκινο κουμπί που βρίσκεται ακριβώς μπροστά του και το πειραματόζωο…
Νιώθω ένα σκούντημα στο αριστερό χέρι και συνέρχομαι απότομα. Πετάγομαι ξαφνιασμένος και τρομάζω τη Μαρία, της οποίας το χέρι ήταν που με σκούντηξε.
«Τι έγινε; Είσαι καλά;» ρωτάω.
«Καλά είμαι. Είχες μείνει πολλή ώρα ακίνητος και φοβήθηκα», μου απαντάει.
Αυτό είναι μια μικρή έκπληξη για μένα. Δεν είχα καταλάβει πως είχα μείνει έτσι για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
«Ναι, ε; Πόση ώρα έμεινα δηλαδή;» ρωτάω ξανά.
«Πολλές ώρες!» μου λέει με έμφαση. Δεν την πιστεύω. Κάπου είχα διαβάσει πως τα παιδιά, πολλές φορές έχουν εσφαλμένη αντίληψη του πως περνάει ο χρόνος. Στην πραγματικότητα, το πιο πιθανό είναι πως δεν έχουν περάσει περισσότερα από μερικά λεπτά.
Ρίχνω μια ματιά στο κινητό μου για να βεβαιωθώ για την ώρα. Πλησίαζε δέκα το βράδυ. Τελικά η Μαρία είχε δίκιο, είχα μείνει για πολύ χρόνο χαμένος στις σκέψεις μου.
Επίσης, πλησιάζει η ώρα που μάλλον πρέπει να τη βάλω για ύπνο. Ήδη έχει μείνει ξύπνια για παραπάνω από όσο πρέπει.
«Νυστάζεις;» τη ρωτάω. Αυτή δεν απαντάει, απλά γνέφει καταφατικά. Μάλλον θα ήταν καλή ιδέα να τη βάλω να κοιμηθεί κοντά στο τζάκι, να είναι καλύτερα από άποψη ζέστης. Λογικά, το δωμάτιό της θα είναι παγωμένο και αν ξαπλώσει εκεί θα κρυώσει.
«Νομίζω πως είναι καλύτερα να ξαπλώσεις εδώ, κοντά στη φωτιά», της λέω. «Θες να σου ετοιμάσω;»
«Ναι», μου λέει. Χαμογελάει. Σηκώνομαι από την πολυθρόνα και την αφήνω να με οδηγήσει στο δωμάτιό της. Υπό το φως του φακού, διαλέγω ένα σεντόνι άσπρο με πολύχρωμα αρκουδάκια, το μαξιλάρι και το πάπλωμα που είχε στο κρεβάτι της. Νομίζω πως αυτά θα είναι αρκετά για να μείνει ζεστή όλη τη νύχτα, ακόμη κι αν χαμηλώσει η φλόγα από το τζάκι.
Επιστρέφουμε στο καθιστικό και στρώνω το σεντόνι στον καναπέ που είναι μπροστά από το τζάκι. Νομίζω πως εκεί η Μαρία θα είναι άνετα. Εγώ θα στρώσω να κοιμηθώ στο πάτωμα, ανάμεσα στον καναπέ και το τζάκι.
«Δεσποινίς μου, είστε έτοιμη!» της λέω, επιστρατεύοντας το πιο πλατύ χαμόγελο που μπορώ.
Με κοιτάζει με περιέργεια. «Δεν θα με βάλεις να βουρτσίσω τα δόντια μου;» ρωτάει κοιτάζοντάς με.
Το σκέφτομαι λίγο. Τελικά αποφασίζω πως τα δόντια της δεν πρόκειται να πάθουν κάτι αν δεν τα βουρτσίσει μια μέρα. Η στάθμη της μπαταρίας του κινητού είναι εδώ και ώρα στις δυο γραμμές, το πιο πιθανό ήταν πως η μια γραμμή δεν ήταν πολύ μακριά. Καλύτερα θα ήταν να κάνω λίγη οικονομία στην ενέργεια, τουλάχιστον μέχρι να βρω κάποιον κανονικό φακό.
«Επειδή σε βλέπω πως είσαι κουρασμένη τώρα, δεν θα πλύνεις τα δόντια σου απόψε. Θα τα βουρτσίσουμε αύριο το πρωί, πιο πολλή ώρα από ό, τι συνήθως. Έτσι, θα αναπληρώσουμε και για το ότι δεν τα πλύναμε απόψε. Τι λες; Συμφωνείς;»
Μου χαμογελάει και πριν προλάβω να αντιδράσω, ορμάει πάνω μου και με αγκαλιάζει. Το κεφάλι της, ίσα που φτάνει μέχρι τη μέση μου. Την πιάνω κι εγώ από τους ώμους της. Νιώθω μια συγκίνηση να απλώνεται μέσα μου.
Ύστερα από λίγο, με αφήνει και σηκώνει το κεφάλι της ώστε να με κοιτάξει στο πρόσωπο.
«Ευχαριστώ», μου λέει. Κάτι στο ύφος της με κάνει να καταλάβω πως δεν με ευχαριστεί μόνο γιατί της επέτρεψα να μην βουρτσίσει τα δόντια της. Η συγκίνηση που ένιωσα νωρίτερα γιγαντώθηκε.
«Να’ σαι καλά», καταφέρνω να απαντήσω τελικά. Την πιάνω από το χέρι και τη βάζω να ξαπλώσει στον στρωμένο καναπέ. Κατόπιν, την σκεπάζω με το πάπλωμα. Με κοιτάζει και χαμογελάει. Χαμογελάω κι εγώ.
«Καληνύχτα και όνειρα γλυκά, Μαράκι», της λέω.
«Καληνύχτα», μου απαντάει. Γυρίζει για να ξαπλώσει στα πλάγια. Την κοιτάζω για λίγο. Ύστερα, φεύγω για να βρω κάτι, να στρώσω στο πάτωμα και να ξαπλώσω κι εγώ. Νιώθω κι εγώ τα βλέφαρά μου να βαραίνουν καθώς περνάει η ώρα.
Ύστερα από σύντομη αναζήτηση, αποδεικνύομαι τυχερός. Στο πρώτο ντουλάπι που ανοίγω, βρίσκω ένα πλήρες σετ εκδρομής. Και μέσα σε αυτό, δυο αντικείμενα που χρειαζόμουν. Έναν μεγάλο φακό και έναν υπνόσακο.
Δοκιμάζω αν ανάβει ο φακός, με επιτυχία. Τουλάχιστον, φως θα έχουμε να κινηθούμε. Απενεργοποιώ το κινητό μου, μιας και είναι ευκαιρία να κάνω λίγη οικονομία στη μπαταρία του.
Επιστρέφω στο καθιστικό. Ρίχνω μια ματιά στη Μαρία και διαπιστώνω πως ήδη κοιμάται βαθιά. Ας ξεκουραστεί το καημένο, όσο περισσότερο μπορεί. Φευγαλέα περνάει μπροστά από τα μάτια μου η εικόνα του πως τη συνάντησα για πρώτη φορά. Μέσα στη μέση του δρόμου, να κρατάει την κούκλα της. Κι εγώ να έχω το νου μου να πειράζω το ραδιόφωνο και να μην κοιτάζω μπροστά μου. Συνέπεια τούτων, παραλίγο να τη χτυπούσα και να μην την είχα για παρέα τώρα.
Είμαι σίγουρος πως αν δεν την είχα συναντήσει, τα λογικά μου θα είχαν σαλέψει ύστερα από τα τόσα πολλά παράδοξα που αντιμετώπισα σήμερα.
Απλώνω τον υπνόσακο μπροστά από τον καναπέ, κοντά στο τζάκι. Ενισχύω τη φωτιά με επιπλέον ξύλα. Λογικά, η πυρά θα κρατήσει μέχρι αύριο το πρωί που θα ξυπνήσουμε. Από εκεί και πέρα, βλέπουμε πως θα κινηθούμε.
Μπαίνω μέσα στον υπνόσακο, νιώθοντας το χτυπημένο πόδι μου να πονάει. Το ύφασμα μαλακώνει αρκετά τη σκληρότητα του πατώματος, τόσο που πιστεύω πως θα κοιμηθώ άνετα. Η νύστα αρχίζει και με καταβάλλει. Ακούω τις αργές, ρυθμικές ανάσες της Μαρίας που κοιμάται. Σκέφτομαι το πόσο καθησυχαστική επίδραση έχει αυτός ο ήχος πάνω μου. Από την άλλη πλευρά, τα ξύλα τρίζουν καθώς οι φλόγες τα τυλίγουν όλο και περισσότερο.
Το σώμα μου χαλαρώνει εντελώς, τα βλέφαρά μου βαραίνουν. Καθώς οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν, στα όρια των αισθήσεών μου αντιλαμβάνομαι μια κίνηση κοντά μου. Ίσως άκουσα κάποια βήματα. Δεν είμαι σίγουρος.
Αποτέλεσμα είναι, πως καθώς ο ύπνος με πλησίαζε, τα μάτια μου μισοάνοιξαν ξανά. Αντικρίζω ένα πρόσωπο να σκύβει πάνω από το κεφάλι μου και να με κοιτάζει. Το πρόσωπο είναι γνώριμο, με κάποιον τρόπο. Το κοιτάζω, χωρίς να μπορέσω να το αναγνωρίσω.
«Ξύπνα…» μου λέει με σιγανή φωνή.
Εκείνη τη στιγμή μια έκλαμψη περνάει από το μυαλό μου και τον αναγνωρίζω. Είναι το πρόσωπο εκείνου του τύπου που μου πούλησε το φυλαχτό στην Αθήνα, χθες.
Η τελευταία μου σκέψη ήταν, τι δουλειά έχει αυτός εδώ; Πως μας βρήκε;
Και ύστερα τα μάτια μου έκλεισαν ξανά και ένας βαρύς ύπνος με τύλιξε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου