Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 13ο



Ξανά αυτός ο ενοχλητικός ήχος. Τι είναι; Από πού προέρχεται; Γιατί δεν με αφήνει να κοιμηθώ; Νυστάζω! Επιτέλους θέλω λίγη ησυχία!
Θέλω λίγη ησυχία ώστε να ξανακοιμηθώ. Και αυτός ο βιομηχανικός ήχος που ακούγεται, ίσως ένας κινητήρας, με ενοχλεί. Ακούγεται σα να προέρχεται από κάπου μακριά, αλλά αυτό δε μειώνει την ενοχλητικότατη επίδρασή του.
Ησυχία. Μια παντελής έλλειψη ήχου.
Αυτό δεν βίωσα πριν πέσω για ύπνο; Με τον μόνο ήχους να είναι από την αναπνοή της Μαρίας και από τα ξύλα που καίγονταν στο τζάκι της;
Ναι, έτσι είναι.
Όχι, ψέματα. Είδα κι εκείνον τον τύπο που μου πούλησε το φυλαχτό. Πάντως ήχο από μηχάνημα, δεν είχα ακούσει καθόλου από τότε που έσβησαν τα φώτα. Η μόνη εξαίρεση ήταν οι ήχοι που προέρχονταν από το αυτοκίνητό μου.
Τότε, τι διάολο είναι αυτός ο ήχος που ακούω τώρα;
Αυτή η σκέψη με κάνει και ξυπνάω εντελώς. Πάω να πεταχτώ σε καθιστή θέση, αλλά κάτι με συγκρατεί και ξαναπέφτω στο στρώμα όπου ήμουν ξαπλωμένος.
Καθώς συνέρχομαι, οι αισθήσεις μου αρχίζουν και επανέρχονται. Το πρώτο που αισθάνομαι, είναι μικρά τσιμπήματα σε όλο μου το σώμα. Τα ψάχνω με τα χέρια μου και διαπιστώνω πως παντού είναι κολλημένα καλώδια που στις άκρες έχουν βεντούζες. Αυτά ήταν που με τραβήξανε πίσω όταν πήγα να σηκωθώ.
Απλώνω τα χέρια μου και τα ξεκολλάω. Μερικά τα νιώθω και στο πρόσωπο και στο κεφάλι μου, αλλά αυτά δεν τα νιώθω σα να καταλήγουν σε βεντούζες. Αντίθετα, οι άκρες τους είναι βελόνες που χώνονται μέσα στο δέρμα μου. Χωρίς να σκέφτομαι το τι μπορεί να είναι αυτά τα καλώδια, τα βγάζω όλα.
Ένας οξύς πόνος βγαίνει από αρκετά σημεία στο κεφάλι και το πρόσωπο. Μάλλον προέρχεται από τα σημεία από όπου βγήκαν οι βελόνες. Ανακάθομαι στο στρώμα μου, συγκρατώντας με δυσκολία μια κραυγή. Κοιτάζω τριγύρω. Στα αριστερά μου, υπάρχει ένα μηχάνημα την ταυτότητα του οποίου δεν αναγνωρίζω. Πάνω του υπάρχουν φωτεινές ενδείξεις σε διάφορα χρώματα. Στα δεξιά, υπάρχει μια λωρίδα από φως κοντά στο πάτωμα. Υποθέτω πως κοιτάζω το φως από ηλεκτρικούς λαμπτήρες όπως φαίνονται κάτω από μια πόρτα.
Βγάζω τα πόδια μου από τα πλαϊνά του στρώματος όπου ήμουν ξαπλωμένος. Πέφτουν προς τα κάτω κι ακουμπούν στο πάτωμα. Σχεδόν ταυτόχρονα, συνειδητοποιώ τρία πράγματα.
Πρώτον, πριν λίγες στιγμές ξύπνησα πάνω σε ένα κρεβάτι μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Όχι σε έναν υπνόσακο, ανάμεσα σε ένα τζάκι και σε ένα καναπέ με ένα κοιμισμένο κοριτσάκι.
Δεύτερο, το πάτωμα είναι πολύ κρύο. Μαρμάρινο, ίσως.
Τρίτο, ο αστράγαλος όπου έπαθα το διάστρεμμα δεν με πόνεσε όταν  πάτησα το πόδι κάτω.
Είμαι σε άλλο μέρος κι όχι στο σπίτι της Μαρίας; Προφανώς ναι, αν κρίνω από αυτά που βλέπω.
Που είμαι, όμως;
Πως βρέθηκα εκεί;
Και τι απέγινε η Μαρία;
Θα τα μάθω όλα αυτά. Πρώτα όμως πρέπει να ανακαλύψω που βρίσκομαι. Σηκώνομαι στα πόδια μου. Στηρίζω το βάρος στο δεξί και διαπιστώνω πως πράγματι δεν με πονάει. Σα να μην τραυματίστηκα καθόλου. Κάνω ένα βήμα εμπρός και παραπατάω. Νιώθω μια έντονη ζαλάδα. Μάλλον έχει πέσει η πίεση του αίματός μου από τον βαρύ ύπνο και το απότομο ξύπνημα.
Κάθομαι ξανά στο κρεβάτι και αρχίζω να παίρνω βαθιές ανάσες. Σύντομα νιώθω τη ζαλάδα να υποχωρεί. Σηκώνομαι ξανά. Κάνω ένα βήμα και ύστερα και ένα δεύτερο. Η ζαλάδα δεν επανέρχεται. Με πιο πολλή αυτοπεποίθηση τώρα, προχωράω μπροστά. Φτάνω στην πόρτα. Ψάχνω με τα δάχτυλα, μέχρι που βρίσκω το πόμολο. Το γυρνάω. Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη και ανοίγει προς τα έξω.
Βγαίνω από το δωμάτιο και βρίσκομαι σε έναν πλατύ διάδρομο. Ιδιαίτερα έντονος φωτισμός από λάμπες αλογόνου, με τυφλώνει στιγμιαία. Σηκώνω το χέρι και καλύπτω τα μάτια μου, μέχρι που συνηθίζουν το εκτυφλωτικό φως.
Κοιτάζω αριστερά και δεξιά. Ο διάδρομος εκτείνεται σε πολλά μέτρα απόσταση και προς τις δυο κατευθύνσεις. Ο χώρος τελειώνει σε μεταλλικές πόρτες που καλύπτουν όλο το πλάτος και το ύψος του. Στους πλαϊνούς τοίχους, υπάρχουν πολλές πόρτες που είναι παρόμοιες με αυτή από την οποία βγήκα. Δεν υπάρχει κάποιο διακριτικό σε καμία από αυτές. Ξεκινώ να μετρήσω πόσες είναι, αλλά το μυαλό μου είναι θολωμένο και μπερδεύομαι στο μέτρημα.
Πάω στην πόρτα που είναι ακριβώς απέναντι από τη δική μου και γυρίζω το πόμολο. Η πόρτα δεν μετακινείται. Είναι κλειδωμένη. Δοκιμάζω μια άλλη που βρίσκεται στα αριστερά της, με το ίδιο αποτέλεσμα.
Βγάζω από το μυαλό μου τις πόρτες και στρέφω την προσοχή μου στον διάδρομο. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι άσπροι, το ίδιο χρώμα έχουν και  τα πλακάκια του πατώματος. Τα πάντα φαίνονται πολύ καθαρά. Γενικά, όλος ο χώρος θυμίζει πολύ ένα νοσοκομείο.
Σε νοσοκομείο είμαι; Αισθάνομαι πως το πάτωμα είναι πολύ κρύο. Κοιτάζω προς τα κάτω και διαπιστώνω πως φοράω μόνο μια ρόμπα χωρίς μανίκια. Είναι χρώματος τιρκουάζ.
Κάτι κάνει κλικ μέσα μου. Ξαφνικά νιώθω σίγουρος πως ο χώρος στον οποίο βρίσκομαι δεν είναι νοσοκομείο. Είναι κάτι άλλο. Κάτι χειρότερο.
Πρέπει να φύγω από εδώ μέσα. Άμεσα.
Κοιτάζω και προς τις δυο κατευθύνσεις του διαδρόμου, προσπαθώντας να αποφασίσω προς τα πού να πάω. Ο ήχος που άκουγα όταν ξύπνησα, ακούγεται ξανά. Είναι ο βόμβος από κάποιου είδους μηχάνημα, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς είναι. Ό, τι κι αν είναι πάντως, ακούγεται από αριστερά, όπως βγήκα από το δωμάτιο.
Αυτό με κάνει κι αποφασίζω. Ξεκινώ προς την αριστερή πλευρά του διαδρόμου.
Με ταχύ βήμα, φτάνω στη μεταλλική πόρτα που κλείνει το τέλος του διαδρόμου. Την σπρώχνω για να ανοίξει. Δυσκολεύομαι. Βάζω περισσότερη δύναμη και τα καταφέρνω τελικά.
Βγαίνω σε έναν δεύτερο διάδρομο που απλώνεται κάθετα σε αυτόν που ήμουν νωρίτερα. Αυτός δεν είναι τόσο καλά φωτισμένος όσο ο προηγούμενος, ούτε φαίνεται και τόσο καθαρός και περιποιημένος. Κι αυτός έχει πόρτες και στους δυο τοίχους. Οι πόρτες εδώ είναι πλαστικές και έχουν κολλημένες επάνω τους μεταλλικές πινακίδες που γράφουν από έναν αριθμό. Κοιτάζω πίσω και βλέπω πως η πόρτα που μόλις πέρασα, είχε τον αριθμό 7.
Στα δεξιά μου, ο διάδρομος τελειώνει πέντε μέτρα πιο μακριά. Κι εκεί υπάρχει μια πόρτα. Η πινακίδα που είναι εκεί δεν έχει αριθμό, αλλά λέξεις με κεφαλαία ελληνικά γράμματα.

ΔΩΜΑΤΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ

Μένω ακίνητος, καθώς αναλογίζομαι αυτό. Αυτό το «δωμάτιο ελέγχου» ή ό, τι άλλο είναι, ακούγεται σαν ένα μέρος από όπου πρέπει να περάσω και να ρίξω μια ματιά. Αν μη τι άλλο, ίσως καταλάβω που βρίσκομαι.
Από την άλλη, λογικά δεν θα είναι άδειο. Και αν πράγματι όποιος είναι μέσα έχει κακό σκοπό – κάτι για το οποίο κάθε μου αίσθηση μου με προειδοποιεί πως ισχύει – ίσως δεν είναι καλή ιδέα να ορμήσω μέσα, πρακτικά γυμνός και με άδεια χέρια.
Έτσι, πάω προς την πόρτα που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του διαδρόμου. Στέκομαι όμως, γιατί η πινακίδα της τελευταίας πόρτας δεν έχει αριθμό αλλά δυο γράμματα.

WC

 Μπαίνω μέσα. Κοιτάζω τον εαυτό μου σε έναν μεγάλο καθρέφτη που είναι πάνω από τους νιπτήρες. Τρομάζω μόλις αντικρίζω την όψη μου, είναι πολύ άσχημη. Στα πλαϊνά του μετώπου και από τις δυο πλευρές, υπάρχουν δυο μικρές πληγές από όπου έχει τρέξει λίγο αίμα. Υποθέτω πως εκεί ήταν τα καλώδια που τράβηξα όταν συνήλθα. Βλέπω πως το χρώμα του προσώπου μου είναι υπερβολικά χλωμό και τα χαρακτηριστικά μου είναι τραβηγμένα.
Γενικά, η εμφάνισή μου δίνει την εντύπωση πως είτε ήμουν βαριά άρρωστος και μόλις συνήλθα, είτε μόλις είχα ξεπεράσει κάποια μεγάλη σωματική δοκιμασία.
Μόλις συνέρχομαι από το σοκ του να παρατηρώ τον εαυτό μου σε αυτή την κατάσταση, ανοίγω τη βρύση και ρίχνω άφθονο νερό στο πρόσωπό μου. Ύστερα σκύβω μπροστά και πίνω για αρκετή ώρα. Στέκομαι ξανά όρθιος και αντικρίζω τον καθρέφτη. Η ίδια εικόνα που είδα και πριν, με αντιμετωπίζει ξανά.
Νιώθω το αίμα μου ανεβαίνει στο κεφάλι. Θα φύγω από εδώ μέσα – όπου κι αν είμαι – αλλά πρώτα θα βρω ποιος είναι υπεύθυνος για αυτή την κατάσταση, θα μάθω τι έκανε και ύστερα θα του πω τη γνώμη μου για αυτό.
Και νομίζω πως του αξίζει να του αφήσω και δυο ή τρία από τα δόντια του σπασμένα.
Ή ίσως και τη μύτη. Θα δούμε όταν τον συναντήσω.
Βγαίνω ξανά από το WC και κατευθύνομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση από το Δωμάτιο Ελέγχου. Νιώθω πιο έντονα το συναίσθημα πως πρέπει να εξοπλιστώ με κάποιον τρόπο.
Ανοίγω τη μεγάλη άσπρη πόρτα και βγαίνω από τον διάδρομο σε μια ευρύχωρη αίθουσα που φωτίζεται ελάχιστα από λίγα ηλεκτρικά φώτα. Όταν τα μάτια μου συνηθίζουν ξανά στο ημίφως, αρχίζω και διακρίνω κάποιες λεπτομέρειες του χώρου. Παρατηρώ την παρουσία ενός ξύλινου γραφείου με έναν υπολογιστή από τη μια πλευρά. Από την άλλη δεσπόζουν μια σειρά από μεταλλικές καρέκλες και ένα χαμηλό τραπέζι από, αριστερά και δεξιά από τις καρέκλες είναι τοποθετημένα ένας μεταλλικός κάδος και ένα μεγάλο φυτό. Για κάποιο λόγο, αυτός εδώ ο χώρος μου φαίνεται οικείος.
Υπερβολικά οικείος.
Κοιτάζω την έξω πλευρά της πόρτας την οποία μόλις άνοιξα. Έχει κι αυτή μια πινακίδα επάνω. Κάτι γράφει αλλά είναι πολύ σκοτεινά για να διακρίνω τα γραφόμενα. Πλησιάζω πολύ κοντά και κοιτάζω την πινακίδα προσεκτικά. Σύντομα, καταφέρνω και διαβάζω τα γράμματα.

ΠΡΟΣΟΧΗ – ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟΥΣ ΜΗ ΕΧΟΝΤΕΣ ΓΡΑΠΤΗ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ

Ξαφνικά νιώθω μια ανατριχίλα να με κυριεύει. Αναγνωρίζω πως αυτό είναι το γραφείο όπου είχα έρθει για εκείνη τη συνέντευξη μόλις εχθές. Εδώ ήταν που λιποθύμησα αφού ήπια το νερό που μου προσφέρανε. Αναρρίγησα ολόκληρος.
Πως ήρθα ξανά εδώ;
Πότε;
Γιατί ξύπνησα με καλώδια κολλημένα στο σώμα μου και άλλα καρφωμένα στο κεφάλι μου;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου