Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 17ο



«Να σου πω κάτι;» ακούω μια σιγανή φωνή από δίπλα.
Γυρίζω να κοιτάξω και βλέπω πως η Μαρία έχει αφήσει τη θέση της μπροστά από το τζάκι και έχει έρθει δίπλα μου. Κάνω μια κίνηση, την πιάνω και τη βάζω να καθίσει πάνω στα πόδια μου.
Στην πραγματικότητα, χρειαζόμουν αυτό το διάλειμμα. Έχω την εντύπωση πως έχω αφιερώσει πάρα πολλή ώρα, προσπαθώντας να αποφασίσω τι πρέπει να κάνουμε και πώς να προχωρήσουμε.
Αλλά ύστερα από τόση σκέψη, είμαι αναγκασμένος να παραδεχθώ πως δεν έχω καταλήξει πουθενά. Ό, τι πορεία και να προσπαθώ να ακολουθήσω με τις σκέψεις μου, συνέχεια φτάνω στο ίδιο εμπόδιο που με σταματάει, τόσο αποτελεσματικά όσο και ένα τείχος.
Δεν ξέρω τι πραγματικά συμβαίνει. Πως θα αντιμετωπίσω την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, αφού δεν γνωρίζω τι είναι αυτή η κατάσταση, και άρα τον τρόπο που θα πρέπει να την αντιμετωπίσω;
Κι ακόμη περισσότερο, πως θα μάθω την αλήθεια για το τι συμβαίνει;
Ανακαλύπτω πως είμαι το ίδιο χαμένος, με όταν βγήκα από το σπίτι χθες το πρωί.
Μόνο είκοσι τέσσερις ώρες έχουν περάσει από τότε; Απίστευτο μου φαίνεται. Αν κάποιος μου έλεγε πως έχει περάσει μια εβδομάδα, θα το έβρισκα πιο πιστευτό.
Τέλος πάντων, ας ακούσω τι θέλει να μου πει η Μαρία. Ούτως ή άλλως, το πρόβλημα φαίνεται άλυτο με τα δεδομένα που έχω στα χέρια μου αυτή τη στιγμή. Χρειάζεται να απασχολήσω το μυαλό μου με κάτι άσχετο για λίγο.
«Πες μου, τι θέλεις», της λέω.
Με κοιτάζει. Δείχνει να διστάζει. Της κάνω νόημα, ώστε να την ενθαρρύνω να προχωρήσει.
«Νομίζω πως κάποιος ήρθε χθες τη νύχτα, την ώρα που κοιμόμασταν», ξεφουρνίζει.
Τινάζομαι από την έκπληξη και με δυσκολία καταφέρνω και συγκρατώ τη Μαρία, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν να τη ρίξω κάτω.
«Τι μου λες! Και γιατί δεν μου το είπες τόση ώρα αυτό;» αναφωνώ, όταν ξαναβρίσκω τη φωνή μου.
«Δεν ξέρω αν τον ονειρεύτηκα ή αν ήρθε αλήθεια!» απαντάει, με απολογητικό ύφος. Χαμηλώνει το βλέμμα της προς την κούκλα της.
Τα έχω χαμένα. Αλλά νομίζω πως θυμάμαι κάτι κι εγώ. Νομίζω πως είδα κάποιο πρόσωπο να είναι σκυμμένο από πάνω μου, αμέσως πριν αποκοιμηθώ.
Όλα μου έρχονται με μιας ξανά στο μυαλό. Πράγματι, κάποιος στάθηκε πάνω μου. Και μάλιστα, δεν επρόκειτο για κάποιο τυχαίο πρόσωπο. Είδα εκείνον τον αποκρουστικό πωλητή που τις προάλλες στην Αθήνα μου πούλησε εκείνο το φυλαχτό.
Το οποίο φυλαχτό φοράω ακόμη κι αυτή τη στιγμή. Με πιάνει ένα σύγκρυο.
Πως εμφανίστηκε αυτός εδώ, μέσα σε ένα κλειδωμένο και ασφαλισμένο σπίτι;
«Πως ήταν αυτός ο άνθρωπος που είδες;» ρωτάω με σιγανή φωνή τη Μαρία.
«Δεν ξέρω… σαν άνθρωπος!» απαντάει η Μαρία. Περιμένω να πει κι άλλα, αλλά μάταια. Έδωσε μια απάντηση που κάθε άλλο παρά κατατοπιστική είναι. Δεν μου αρκεί. Πρέπει να επιμείνω και να μάθω περισσότερα.
«Είχε κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα στην εμφάνισή του; Κάτι που θα τον έκανε να ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο;» ρωτάω.
Η Μαρία μένει σκεφτική για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα, βλέπω το πρόσωπό της να φωτίζεται.
«Θυμήθηκα! Του έλειπε ένα από τα μπροστινά δόντια! Φάνηκε πολύ, μια στιγμή όταν χαμογέλασε! Έμοιαζε με μένα, όταν ήμουν μικρή!» λέει, με τον ενθουσιασμό έκδηλο στη φωνή της.
Νέο σύγκρυο με πιάνει. «Το δόντι που του έλειπε, μήπως ήταν από το πάνω σαγόνι;» ρωτάω για να επιβεβαιώσω τους φόβους μου, αν και νιώθω σίγουρος πως ξέρω ήδη την απάντηση.
«Ναι!» απαντάει η Μαρία. Φαίνεται ενθουσιασμένη, αλλά ο ενθουσιασμός της αρχίζει να μετριάζεται, καθώς με κοιτάζει και βλέπει πως με έχει πιάσει ένα τρέμουλο.
«Τι έχεις;» ρωτάει.
«Τίποτε. Όλα καλά», απαντάω με ένα ύφος που δεν θα έπειθε ούτε εμένα τον ίδιο. «Απλά θυμήθηκα κάτι άσχετο. Να σε ρωτήσω, τι σου είπε όταν ήρθε;»
«Δεν μου είπε πάρα πολλά πράγματα. Πρώτα μου είπε να ξυπνήσω. Νομίζω πως αυτό μου το είπε πολλές φορές, ώσπου τελικά άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Όταν τον κοίταξα φάνηκε να στεναχωριέται. Αυτό με μπέρδεψε. Ξύπνησα και τον κοίταξα και στεναχωρέθηκε γιατί ξύπνησα; Περίεργο δεν είναι που έκανα αυτό που μου είπε και στεναχωρήθηκε;»
Η σκέψη που κυριεύει στο μυαλό μου αυτή τη στιγμή, είναι πως ίσως τελικά να μην είναι και τόσο περίεργο. Το ίδιο δεν μου είπε και σε μένα και το επόμενο που συνέβη, ήταν να βρεθώ σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο;
Και μετά, όταν ήμουν σε εκείνο το μέρος και οι δυο φύλακες με χτυπήσανε, μου είπαν «ώρα να πας για ύπνο», ή κάτι παρόμοιο.
Και μετά από αυτό, όταν άνοιξα τα μάτια μου ξανά ήμουν πίσω, ξαπλωμένος μπροστά στο τζάκι.
Ή μήπως ισχύει το ενδεχόμενο, το ότι τον είδαμε είναι αποτέλεσμα ονείρου; Γίνεται όμως να έχουμε δει και οι δυο όνειρο με τον ίδιο άνθρωπο;
Νομίζω πως είναι δύσκολο να μπερδευτώ περισσότερο από όσο είμαι αυτή τη στιγμή. Αποφασίζω πως καλύτερα ας μην προτρέχω και κάνω τις σκέψεις μου ακόμη πιο πολύπλοκες από το απαραίτητο. Καλύτερα θα είναι να περιμένω να ακούσω και τι άλλο είπε στη Μαρία, πριν καταλήξω σε οριστικά συμπεράσματα.
«Και μετά; Σου είπε τίποτε άλλο μετά από αυτό;» ρώτησα.
«Τρόμαξα που τον είδα απότομα πάνω από το κεφάλι μου. Μου είπε να μη φοβάμαι. Και ύστερα μου είπε πως θα μας περιμένει να τον συναντήσουμε…» κάνει μια παύση, φέρνει το ένα χέρι μπροστά στο πρόσωπό της και παίρνει μια συλλογισμένη έκφραση. Μοιάζει σα να προσπαθεί να σκεφτεί τι της είπε.
Ή μάλλον, να θυμηθεί τι της είπε. Νιώθω μεγάλη ανυπομονησία. Αυτό βρήκε να ξεχάσει;
Το πρόσωπο της Μαρίας φωτίζεται ξανά.
«Θυμήθηκα!» λέει. «Μου είπε να πάρουμε το μονοπάτι που ξεκινάει απέναντι από το γήπεδο. Κάποια στιγμή, θα φτάσουμε σε μια εκκλησία. Θα μας περιμένει εκεί. Μου είπε πως πρέπει οπωσδήποτε να πάμε να τον βρούμε. Αλλιώς θα μείνουμε κοιμισμένοι. Αυτό δεν το κατάλαβα. Τι εννοούσε;»
«Δεν ξέρω τι εννοούσε με αυτό», της απαντώ, αν και στην πραγματικότητα έχω μια ιδέα. «Είπε τίποτα άλλο;»
«Όχι. Μετά έφυγε».
Μένω αμίλητος για λίγη ώρα, καθώς σκέφτομαι τα τελευταία λόγια της Μαρίας.
Αναγνώρισα με ευκολία το μέρος για το οποίο της είπε αυτός ο τύπος. Πρόκειται για ένα ξωκλήσι, από το οποίο έχω περάσει πολλές φορές κατά τη διάρκεια των βουνίσιων μου περιπάτων. Με το αυτοκίνητο, δεν θα κάνουμε περισσότερο από δέκα λεπτά να φτάσουμε.
Αυτή είναι μια συνάντηση, στην οποία πρέπει να πάω. Είναι μοναδική ευκαιρία να πάρω κάποιες απαντήσεις για το τι συμβαίνει γύρω μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου