Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 16ο



Απλώνω τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι και ρίχνω το κεφάλι μου πάνω. Νιώθω πως δεν έχω ενέργεια ούτε θέληση να κάνω οτιδήποτε αυτή τη στιγμή.
Αλλά κάτι πρέπει να κάνω. Δεν επιτρέπεται να συνεχίσω να γυρίζω έτσι στα τυφλά. Πρέπει να μάθω τι συνέβη στην πόλη μου και να το αντιστρέψω, αν μπορώ.
Ή, αν η διαίσθησή μου αποδειχθεί αληθής και αυτό που ζω τώρα δεν είναι η πραγματικότητα, είναι αναγκαίο να ξεφύγω από αυτό το όνειρο, μέσα στο οποίο έχω χαθεί.
Όχι, όχι όνειρο. Εφιάλτη.
Πως θα ξεφύγω όμως; Πως θα διαπιστώσω τι ισχύει στην πραγματικότητα; Πως θα διακρίνω τι είναι αληθές και τι μια απλή ψευδαίσθηση;
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα, ούτε καν πως θα ξεκινήσω να αναζητώ τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα που με βασανίζουν.
Σηκώνω ξανά το κεφάλι μου από το τραπέζι και κάθομαι κανονικά στην καρέκλα. Όσο και να είμαι χαμένος, πρέπει να βγάζω ένα γενναίο παρουσιαστικό προς τα έξω. Δεν είμαι μόνος εδώ, έχω ένα παιδί που εξαρτάται από εμένα.
Η Μαρία.
Στην περίπτωση που αυτός εδώ ο κόσμος δεν είναι πραγματικός αλλά όνειρο ή οτιδήποτε άλλο, τι είναι η Μαρία;
Μια ψευδαίσθηση σαν όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα που με τριγυρίζουν;
Ή είναι κι αυτή μια φυλακισμένη σε αυτή την ψευδαίσθηση, όπως είμαι κι εγώ;
Σε αυτή την περίπτωση, με τι είδους ανθρωπόμορφα τέρατα είμαι αντιμέτωπος, είμαστε αντιμέτωποι; Ποιος θα ήταν ικανός να κάνει τέτοια πράγματα σε ένα μικρό παιδί;
Μόλις κάνω αυτή τη σκέψη, η οργή μου φουντώνει ξανά. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να βρω την άκρη και τους υπευθύνους. Αν γίνει αυτό όμως, κάποιος θα το πληρώσει ακριβά.
Αντιλαμβάνομαι μια κίνηση στην άκρη του οπτικού μου πεδίου. Γυρίζω προς τα εκεί και βλέπω πως είναι η Μαρία. Έρχεται προς το μέρος μου αλλά σταματάει όταν φτάνει σε απόσταση δυο μέτρων μακριά μου.
«Έλα εδώ», της λέω. Χαμογελάω και απλώνω το χέρι μου προς το μέρος της για να την ενθαρρύνω. Διστακτικά κάνει το πρώτο βήμα, με περισσότερο θάρρος το επόμενο. Τη στιγμή που φτάνει κοντά μου, την πιάνω και την αγκαλιάζω.
«Συγνώμη που σου αγρίεψα νωρίτερα», λέω. «Είδα ένα πολύ περίεργο όνειρο και με επηρέασε».
«Δεν πειράζει», απαντάει. Σηκώνομαι και την βάζω σε μια άλλη καρέκλα.
«Να σου βάλω γάλα να πιείς;» Νωρίτερα που κοίταξα μέσα στο ψυγείο, είδα πως υπήρχε ένα χάρτινο κουτί.
«Ναι». Κοιτάζει και επιτέλους χαμογελάει λίγο. Βγάζω το γάλα και αδειάζω μέσα σε ένα μεταλλικό μπολ ποσότητα αρκετή για δυο άτομα. Δοκιμάζω λίγο και διαπιστώνω πως είναι πολύ κρύο. Κοιτάζω τριγύρω και βλέπω πως η οικογένεια της Μαρίας είχε δίπλα στο νεροχύτη μια μικρή συσκευή υγραερίου. Σκέφτομαι να ζεστάνω λίγο το γάλα εκεί, αλλά απορρίπτω την ιδέα. Ποτέ δεν ένιωσα εντελώς άνετα με αυτές τις συσκευές και δεν έχω διάθεση να προκαλέσω καμία διαρροή και να τινάξω και τους δυο στον αέρα.
«Μείνε λίγο εδώ», λέω στην Μαρία. Πηγαίνω στο καθιστικό και το αφήνω στην άκρη από το τζάκι. Τα λιγοστά κάρβουνα βγάζουν τα τελευταία αποθέματά τους από ζέστη και λάμψη. Αυτό θα είναι ό, τι πρέπει για να ζεσταθεί λίγο το γάλα. Μετά το πρωινό, θα πρέπει να κατεβώ στο υπόγειο, να πάρω περισσότερα ξύλα και να ανάψω ξανά το τζάκι.
Και μετά, πρέπει να καθίσω και να σκεφτώ καλά, το πώς θα προχωρήσουμε κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Πιάνω το σκεύος με το γάλα. Δεν είναι ζεστό, αλλά η θερμοκρασία του έχει ανεβεί σε σχέση με όπως ήταν νωρίτερα. Το παίρνω και επιστρέφω στην κουζίνα. Η Μαρία με κοιτάει και το ύφος της είναι γεμάτο ανυπομονησία.
Δεν χάνω άλλο χρόνο. Αδειάζω το γάλα σε δυο κούπες και μας σερβίρω. Στη συνέχεια, παίρνω ένα καρβέλι ψωμί που βρήκα και το κόβω σε χοντρές φέτες. Πάνω στις φέτες, απλώνω πλούσιες στρώσεις από βούτυρο και μέλι. Δίνω τις πρώτες στη Μαρία και αυτή αρχίζει να της τρώει με πολλή ευχαρίστηση. Κάνει μικρά διαλείμματα από το φαγητό της, απλά για να μου χαμογελάει. Από τότε που τη συνάντησα, πρώτη φορά τη βλέπω τόσο χαρούμενη. Με κάνει και νιώθω κι εγώ μια ευχαρίστηση μέσα μου.
Τρώμε το πρωινό μας με πολλή ευχαρίστηση. Η κουζίνα είναι στα ανατολικά του ορόφου και το φως του ήλιου που ανεβαίνει περνάει μέσα από τα παράθυρα και μας φωτίζει. Νιώθω τη διάθεσή μου να γίνεται σταδιακά καλύτερη.
Και την αποφασιστικότητά μου να φουντώνει.
Κάποια στιγμή, τελειώνουμε το φαγητό μας. Ακουμπάω την πλάτη μου στο πίσω μέρος της καρέκλας μου. Νιώθω χορτασμένος και ικανοποιημένος. Η Μαρία κάνει το ίδιο και με κοιτάζει. Λίγο μέλι της έχει κολλήσει στο πρόσωπο, στα αριστερά από το στόμα της. Χαμογελάει. Χαμογελάω κι εγώ.
«Έλα, πάμε μέσα. Θα σε φωτίσω να πλύνεις το πρόσωπο και τα δόντια σου», της λέω. Χαμογελάω γιατί παίρνει ένα, προφανώς προσποιητή, πληγωμένη έκφραση.
«Συμφωνήσαμε χθες το βράδυ. Όχι πλύσιμο δοντιών τότε, αλλά ναι σήμερα το πρωί». Το χαμόγελο στο πρόσωπό μου γίνεται ακόμη πιο πλατύ. Η Μαρία αλλάζει στη στιγμή την έκφραση του προσώπου της και χαμογελάει και αυτή.
Λίγα λεπτά αργότερα, έχουμε τελειώσει με τα πλυσίματα.
«Εντάξει, καθαρή κι ωραία ξανά!» της λέω πειραχτικά. Μου απαντάει με ένα χαμόγελο.
«Να σου τώρα», της λέω ενώ το ύφος μου σοβαρεύει ελαφρώς. «Πρέπει να καθίσω και να σκεφτώ κάποια πράγματα. Αυτό που θέλω από σένα, είναι να καθίσεις εκεί μπροστά στο τζάκι και να παίξεις. Αν με χρειαστείς κάτι πες μου. Αλλιώς, θέλω να κάνεις όσο πιο πολλή ησυχία μπορείς».
«Τι θέλεις να σκεφτείς;» με ρωτάει.
«Το τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα. Πρέπει να βρούμε τι έγιναν ή που πήγαν οι υπόλοιποι άνθρωποι στην πόλη».
«Εντάξει. Θα είμαι ήσυχη», μου λέει. Προφανώς αντιλαμβάνεται κι αυτή πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φέρνει τον δείκτη του αριστερού της χεριού στο στόμα της, κάνοντας το νόημα που δηλώνει ησυχία. Αυτή η χειρονομία μοιάζει τόσο παιδική κι αθώα, που ένα χαμόγελο σχηματίζεται αυθόρμητα στο πρόσωπό μου.
Την αφήνω καθισμένη μπροστά στο τζάκι και κατεβαίνω στο υπόγειο. Ανεβάζω καυσόξυλα και ανάβω ξανά τη φωτιά. Κοιτάζω τις φλόγες, που ξεπετάγονται δίνοντάς μας τη ζέστη τους.
Νιώθω πως έχω ξεχάσει κάτι βασικό όμως. Α, ναι. Ένα από τα βασικά! Επιστρέφω στην κουζίνα, βρίσκω τα κατάλληλα υλικά και γεμίζω ένα μεγάλο ποτήρι με κρύο, στιγμιαίο καφέ. Για λίγο εξέτασα το ενδεχόμενο, σε αυτό το πλουσιόσπιτο να μην υπάρχει στιγμιαίος καφές. Αυτό θα ήταν άσχημο. Δεν έχω διάθεση να τρέχω μέσα στο πρωί στο σπίτι μου για καφέ, ούτε φυσικά να διαρρήξω κάποιο μαγαζί για αυτό το λόγο. Η διάρρηξη που έκανα χθες στον ραδιοφωνικό σταθμό, είναι παραπάνω από αρκετή. Ευτυχώς που αυτοί οι φόβοι μου δεν επιβεβαιώθηκαν.
Επιστρέφω στο καθιστικό. Η Μαρία σηκώνει για λίγο το κεφάλι της προς το μέρος μου. Χαμογελάει. Το ίδιο κάνω και εγώ. Ύστερα την αφήνω και πηγαίνω να καθίσω στην πολυθρόνα όπου είχα καθίσει και το προηγούμενο βράδυ.
Αφήνω τον καφέ μου πάνω στο τραπεζάκι. Και ύστερα, κάθομαι πίσω και χάνομαι στις σκέψεις μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου