Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 14ο



Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα κατά τα οποία ήμουν ανίκανος να κινηθώ ή να σκεφτώ από την έκπληξη. Όταν συνήλθα, η πρώτη σκέψη μου ήταν πως ο χώρος εδώ μου είναι γνωστός.
Άρα, γνωστός είναι κι ο δρόμος από όπου θα μπορέσω να βγω έξω από αυτό το μέρος. Και δεν με ενδιαφέρει ούτε το ότι θα βγω να κυκλοφορήσω στο κέντρο της Αθήνας, ξυπόλητος και φορώντας μόνο μια ρόμπα, ούτε τίποτε άλλο.
Το μόνο που θέλω είναι να φύγω από αυτό το γραφείο, ή ό, τι άλλο μπορεί να είναι.
Φτάνω στην εξώπορτα και επιχειρώ να την ανοίξω. Με απογοήτευση διαπιστώνω πως όλες οι σκέψεις φυγής ήταν μάταιες, αφού η πόρτα είναι κλειδωμένη. Δεν μπορώ να εγκαταλείψω τον χώρο, προς το παρόν τουλάχιστον. Άρα, επιστροφή στο αρχικό σχέδιο. Να ελέγξω το δωμάτιο ελέγχου. Πηγαίνω στο γραφείο. Κοιτάζω την πράσινη φωτεινή ένδειξη της οθόνης να αναβοσβήνει. Σκύβω να ανοίξω τα συρτάρια, μήπως και βρω κάτι που θα μπορέσω να το χρησιμοποιήσω για όπλο, αν χρειαστεί.
Μόλις έχω σκύψει πίσω από το γραφείο, ακούω την πόρτα με την ένδειξη «ΠΡΟΣΟΧΗ – ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟΥΣ ΜΗ ΕΧΟΝΤΕΣ ΓΡΑΠΤΗ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ» να ανοίγει. Ο τοίχος απέναντι, λούζεται από το φως που προέρχεται από τον διάδρομο. Κοιτάζω τον τοίχο από πάνω μου και βλέπω μια δέσμη φωτός να τον σαρώνει. Ύστερα, η δέσμη έκανε το γύρο του δωματίου. Και μετά από αυτό, η δέσμη εξαφανίζεται.
«Είναι μερικές στιγμές, που απορώ γιατί κάνουμε αυτή τη δουλειά», λέει μια φωνή με αργή και βαριά προφορά. «Τα αντικείμενα μέσα είναι ναρκωμένα και κοιμούνται του καλού καιρού. Δεν πρόκειται να ξυπνήσουν στο άμεσο μέλλον, εκτός κι αν το θελήσουμε εμείς».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, νιώθω έναν θυμό να φουντώνει μέσα μου. Τι εννοεί τούτος εδώ όταν λέει «τα αντικείμενα μέσα είναι ναρκωμένα και κοιμούνται;» Ήμουν κι εγώ ανάμεσα σε αυτά τα «αντικείμενα;» Υπάρχουν και άλλοι μέσα εκεί εκτός από μένα;
Η διαίσθησή μου με βεβαιώνει πως η απάντηση στα δυο τελευταία ερωτήματά μου είναι «ναι».
Κάποιος θα φάει πολύ ξύλο για όλη αυτή την ιστορία. Κάνω αυτή την υπόσχεση στον εαυτό μου. Ύστερα, στρέφω ξανά την προσοχή μου στην πόρτα, μήπως μάθω και τίποτε άλλο.
«… χτύπησε ο σιωπηλός συναγερμός της πόρτας. Κάποιος επιχείρησε να την ανοίξει», ακούω μια άλλη φωνή να απαντάει. Μοιάζει με την πρώτη αλλά προέρχεται σίγουρα από κάποιο άλλο άτομο. Όσο πιο αθόρυβα μπορώ, σκύβω πιο χαμηλά και κοιτάζω από την κάτω πλευρά του γραφείου. Αντικρίζω τέσσερα πόδια. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω λεπτομέρειες από τον ρουχισμό τους. Το μόνο που συμπεραίνω είναι πως αυτοί οι φύλακες ή ό, τι άλλο είναι, είναι δυο. Έχω να αντιμετωπίσω αυτούς τους δυο σίγουρα, και ποιος ξέρει πόσους άλλους.
«… πειράζει που πληρωνόμαστε καλά και τα καθήκοντά μας είναι τόσο χαλαρά; Εμένα προσωπικά, δεν με ενοχλεί καθόλου. Ειδικά την εποχή που ζούμε», λέει η δεύτερη φωνή.
«Ναι, έτσι όπως το λες, έχεις δίκιο», απαντάει η πρώτη φωνή. «Άντε, πάμε πίσω. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ. Μάλλον κάποιος από έξω ένιωσε περιέργεια και επιχείρησε να ανοίξει την πόρτα. Δεν μας ενοχλεί αυτό».
«Πάμε. Αρκετά χάσαμε από τον αγώνα κυνηγώντας σκιές», συμφωνεί η δεύτερη φωνή. Τα τέσσερα πόδια κάνουν μεταβολή και εξαφανίζονται. Η πόρτα κλείνει πίσω τους και ο φωτισμός του χώρου περιορίζεται ξανά.
Ελέγχω στα γρήγορα τα συρτάρια του γραφείου. Κι αυτή η έρευνα απέβη άκαρπη, μιας και ανακαλύπτω πως όλα είναι κλειδωμένα. Σκέφτομαι για μια στιγμή, να αποσυνδέσω το πληκτρολόγιο και να το πάρω ως αυτοσχέδιο ρόπαλο. Το βλέμμα μου κάνει έναν γύρο στο δωμάτιο και εντοπίζει κάτι καλύτερο.
Πηγαίνω στην άλλη άκρη και πιάνω μια από τις καρέκλες. Συμπτωματικά, είναι η καρέκλα όπου είχα καθίσει… χθες;
Πότε είχα έρθει εδώ, αλήθεια;
Τι μεσολάβησε από τότε; Χίλιες νέες ερωτήσεις εμφανίζονται σαν χείμαρρος στο μυαλό μου. Τις καταπνίγω με ένα σιγανό μουγκρητό. Θα έχω τις απαντήσεις μου.
Πιάνω τη μεταλλική καρέκλα και με τα δυο μου χέρια. Παρά το ότι δεν νιώθω τις δυνάμεις μου στην καλύτερη κατάσταση, τη σηκώνω με ευκολία. Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να φανταστώ πως θα τη χρησιμοποιήσω για να χτυπήσω κάποιον, αν προκύψει ανάγκη να το κάνω.
Δεν είναι και κανένα σπουδαίο όπλο, αλλά σίγουρα είναι καλύτερα από το τίποτα.
Κρατώντας την καρέκλα και με σιγανά βήματα, επιστρέφω στην πόρτα. Την ανοίγω αργά, ελπίζοντας πως οι δυο που μπήκαν στο δωμάτιο νωρίτερα, δεν θα είναι ακόμη στον διάδρομο.
Το διάκενο ανάμεσα στην πόρτα και την κάσα έφτασε να είναι λίγα εκατοστά μεγάλο και τότε κοιτάζω από το άνοιγμα. Ο διάδρομος είναι άδειος. Σε δέκα μέτρα απόσταση μπροστά μου, είναι η αίθουσα με τις λέξεις «ΔΩΜΑΤΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ» στην πινακίδα της.
Κάνω το πρώτο βήμα και ύστερα το δεύτερο. Ξαφνικά νιώθω πολύ αγχωμένος. Σκέφτομαι πως βαδίζω να αντιμετωπίσω, ποιος ξέρει ποιον ή τι, οπλισμένος μόνο με μια καρέκλα! Είμαι πάλι σε μια κατάσταση για την οποία δεν ξέρω τίποτε απολύτως, χαμένος.
Ένα κύμα θυμού διώχνει το άγχος. Με το να καθίσω ήσυχος σε μια γωνία, ούτε πρόκειται να φύγω από εδώ, ούτε απαντήσεις να πάρω. Θα μπω μέσα εκεί και ό, τι προκύψει.
Ένα απόφθεγμα περνάει από το μυαλό μου. «Οτιδήποτε κι αν κάνεις, είναι καλύτερο από το να μην κάνεις τίποτε». Δεν θυμάμαι ποιος το είπε, αλλά το βρίσκω ιδιαίτερα ταιριαστό σε αυτή την κατάσταση που έχω βρεθεί.
Κάνω και τα υπόλοιπα βήματα μέχρι την πόρτα του δωματίου ελέγχου. Πιάνω την καρέκλα με το δεξί μου χέρι. Ακουμπώ το αριστερό αυτί μου πάνω στην πόρτα και αφουγκράζομαι. Από την άλλη πλευρά, δεν ακούγεται τίποτα.
Πρώτη μου παρόρμηση είναι, να ανοίξω την πόρτα απότομα και να πεταχτώ μέσα. Να χρησιμοποιήσω το στοιχείο του αιφνιδιασμού υπέρ μου και να προλάβω να εξουδετερώσω γρήγορα όποιον είναι από την άλλη πλευρά. Αν είμαι τυχερός, δεν θα προλάβει καν να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον χτύπησε.
Αμέσως μετά όμως σκέφτομαι πως αυτό το σχέδιο δύσκολα θα αποδώσει. Νωρίτερα, ήταν δυο οι φύλακες που έψαξαν το δωμάτιο υποδοχής. Μέσα εκεί, ίσως να υπάρχουν κι άλλοι. Αν ορμήσω σε ένα άγνωστο μέρος στα τυφλά και με τουλάχιστον δυο αντιπάλους, το πιο πιθανό είναι πως δεν θα καταφέρω πολλά.
Έτσι, αποφασίζω κι ανοίγω την πόρτα αργά και προσεκτικά. Είμαι τυχερός, η πόρτα ανοίγει χωρίς να βγάλει κάποιον ήχο. Ούτε καν το παραμικρό τρίξιμο.
Όπως και νωρίτερα, την ανοίγω λίγο και κοιτάζω αριστερά και δεξιά. Αντικρίζω τη σιλουέτα ενός ανθρώπου να κάθεται μόνη της, μπροστά σε μια ολόκληρη πεδιάδα από κουμπιά και χειριστήρια διαφόρων τύπων. Ο τοίχος απέναντι στην πόρτα, είναι γεμάτος από τουλάχιστον δέκα οθόνες. Οι πιο πολλές είναι απενεργοποιημένες και λίγες είναι που εμφανίζουν κάποια εικόνα, διαφορετικά εντελώς σκηνικά η καθεμία.
Κάτι σε μια από τις εικόνες των οθονών μου φαίνεται γνωστό. Κάνω δυο βήματα μπροστά, έτσι ώστε να αναγνωρίσω το τι είναι αυτό που βλέπω.
Αυτό που φαίνεται στην οθόνη, είναι ένας άνθρωπος ξαπλωμένη μπροστά από ένα τζάκι, στο πάτωμα, και τυλιγμένη με έναν υπνόσακο. Δίπλα της και πάνω σε έναν καναπέ, είναι ξαπλωμένη και καλά τυλιγμένη με σκεπάσματα, μια δεύτερη φιγούρα που αυτή μοιάζει να είναι μικρότερη.
Ξαφνικά, αναγνωρίζω γιατί αυτή η εικόνα μου είναι οικεία.
Μου είναι οικεία, γιατί το μέρος που φαίνεται είναι το σαλόνι του σπιτιού της Μαρίας, εκεί που είχαμε καταλύσει πριν κοιμηθώ και πριν ξυπνήσω στο μέρος που βρίσκομαι τώρα.
Έχω μείνει κατάπληκτος. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα, η κατάπληξη μεγαλώνει ακόμη περισσότερο, μιας και ο άνθρωπος που είναι ξαπλωμένος στο πάτωμα γυρίζει ανάσκελα και στρέφει το πρόσωπό του κατευθείαν στην κάμερα από όπου προέρχεται η εικόνα που βλέπω αυτή τη στιγμή.
Και το πρόσωπό του είναι το δικό μου πρόσωπο.
Πριν προλάβω να το συνειδητοποιήσω, έχω βγάλει έναν μικρό ήχο από την έκπληξη. Ο άνθρωπος που ήταν καθισμένος μπροστά στα χειριστήρια, στο άκουσμα του ήχου γυρίζει απότομα. Τον κοιτάζω και παγώνω.
Είναι προφανώς αποτέλεσμα που οφείλεται στην αντίθεση που προκαλεί ο έντονος φωτισμός από τις ενεργές οθόνες και τις φωτεινές ενδείξεις από τα χειριστήρια, συνδυασμένο με τη σύγχυση εκ μέρους μου. Όποια κι αν είναι η αιτία, το πρόσωπο αυτού του ανθρώπου φαίνεται μαύρο. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κανένα χαρακτηριστικό. Ακριβώς όπως στο όνειρο που είχα δει…
… πότε το είχα δει, αλήθεια; Δεν μπορώ να πω τίποτα με βεβαιότητα πια.
Το αποτέλεσμα είναι, πως μένω να κοιτάζω αυτή τι φιγούρα χωρίς πρόσωπο με το στόμα μου ανοιχτό.
«Εσύ; Τι… τι θες εδώ; Πως… πως ξύπνησες;» ακούω τη φιγούρα να ρωτάει. Βαριά, αντρική φωνή και εδώ, όπως αυτών που αντάμωσα νωρίτερα. Αλλά δεν ήταν κάποια από τις δυο φωνές που άκουσα. Άρα, οι άλλοι δυο ακόμη τριγυρνάνε κάπου εδώ.
Τουλάχιστον, ο τρόπος ομιλίας δείχνει πως κι αυτός ο τύπος εξεπλάγη από το γεγονός πως είμαι σε αυτό το δωμάτιο. Ίσως και να με φοβάται. Αυτό μου τονώνει λίγο την αυτοπεποίθηση. Δεν έδωσα απάντηση, απλά ανασήκωσα τους ώμους.
Κοιτάζοντάς με συνέχεια, η φιγούρα άπλωσε απότομα το χέρι και πάτησε ένα κουμπί στην κονσόλα που ήταν ακριβώς μπροστά από το σώμα της.
Αυτή η μικρή κίνησή του με συνέφερε από την αδράνεια. Σηκώνω την καρέκλα, καλύπτω άμεσα την απόσταση που μας χώριζε και κατεβάζω την καρέκλα με όλη μου τη δύναμη στο κεφάλι του. Ο άνδρας εκσφενδονίζεται από το κάθισμά του και σωριάζεται στο πάτωμα, προφανώς ζαλισμένος.
Παραλίγο να τον ακολουθήσω κι εγώ στο πάτωμα, γιατί η την κίνηση που έκανα, σχεδόν με έκανε να χάσω την ισορροπία μου. Προφανώς, είμαι ακόμη αρκετά αδύναμος. Τουλάχιστον, κατάφερα και δεν έπεσα κι εγώ κάτω.
Κοιτάζω χαμηλά και βλέπω τον άνδρα να κοιτάζει προς το μέρος μου. Σήκωσε και το ένα χέρι του. Τι ζητάει από μένα; Έλεος; Για κάποιο λόγο, αυτή η κίνηση με εκνευρίζει. Σηκώνω την καρέκλα και τον χτυπάω ξανά στο πάνω μέρος του κεφαλιού του. Πέφτει ξανά κάτω και αυτή τη φορά, δείχνει πως έχασε τις αισθήσεις του.
Σκύβω κάτω και ψάχνω τις τσέπες του στα γρήγορα, μήπως φανώ τυχερός και βρω τα κλειδιά για την εξώπορτα αυτού του χώρου. Πρέπει να φύγω, όσο έχω ευκαιρία. Είμαι σίγουρος πως το κουμπί που πάτησε ο τύπος πριν τον χτυπήσω, ήταν κάποιου είδους συναγερμός.
Είμαι τυχερός! Σε μια από τις πίσω τσέπες του παντελονιού του, βρίσκεται μια ολόκληρη αρμαθιά από κλειδιά. Τα παίρνω και σηκώνομαι ξανά στα πόδια μου.
Σκέφτομαι πως θα μου πάρει κάμποση ώρα μέχρι να τα δοκιμάσω όλα και να βρω ποιο ταιριάζει στην κλειδαριά.
Εκείνη τη στιγμή, ακούω την πόρτα πίσω μου να ανοίγει, βίαια και απότομα.
Κάνω κίνηση να γυρίσω και να αντικρίσω όποιον μπήκε μέσα. Πριν προλάβω να κάνω οτιδήποτε, νιώθω ένα δυνατό χτύπημα στον αυχένα μου.
«Ώρα να πας πίσω για ύπνο, μεγάλε», ακούω μια φωνή να λέει, κι αυτό είναι το τελευταίο που ένιωσα πριν να χάσω τις αισθήσεις μου.

Πετάγομαι πάνω. Κοιτάζω πανικόβλητος δεξιά κι αριστερά, προσπαθώντας να προσανατολιστώ. Στα αριστερά μου, υπάρχει το τζάκι. Η φωτιά του έχει χαμηλώσει αρκετά και μεγάλο μέρος της φωτεινότητας προέρχεται από κάρβουνα που λάμπουν με κόκκινο χρώμα. Στα δεξιά μου, ο καναπές όπου η Μαρία συνεχίζει και κοιμάται χωρίς καμία έγνοια. Η απότομη κίνησή μου, προκάλεσε μια σουβλιά πόνου από το τραυματισμένο μου δεξί πόδι.
Και δεν υπάρχει κανένας να σκύβει πάνω από το κεφάλι μου, γνωστός ή άγνωστος.
Πέφτω ξανά ανάσκελα στον υπνόσακό μου. Νιώθω τόσο απελπισμένος, που μου έρχεται να βάλω τις φωνές για να ξεσπάσω. Έστω και λίγο, έστω κι έτσι.
Με συγκρατεί ξανά η έγνοια της Μαρίας. Δεν θέλω να τρομάξω το παιδάκι έτσι, κάνοντάς το να ξυπνήσει από τις φωνές μου μέσα στη νύχτα.
Φέρνω στο νου μου το όνειρο από το οποίο μόλις ξύπνησα. Θυμήθηκα πως μέσα εκεί, είχα δει τον εαυτό μου στη θέση όπου βρίσκομαι τώρα.
Ανατρίχιασα. Ασυναίσθητα, γυρίζω το κεφάλι μου. Κοιτάζω προς το σημείο όπου θα έπρεπε να είναι η κάμερα, αν υπήρχε, που να έδινε την εικόνα σε εκείνο το δωμάτιο ελέγχου. Δε διακρίνω κάτι. Ένας απλός τοίχος βρίσκεται εκεί.
Μου δημιουργείται ξανά το συναίσθημα, πως κάποιος στέκεται ψηλά και παρακολουθεί την κάθε μου κίνηση. Κι εγώ είμαι απλά παγιδευμένος, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό.
Ακριβώς όπως ένα πειραματόζωο μέσα σε έναν λαβύρινθο με τους ερευνητές να το παρατηρούν.
Ένα μεγαλύτερο σύγκρυο διέτρεξε το κορμί μου. Σηκώθηκα από τον υπνόσακό μου. Περπατώντας με αργά βήματα, πήρα κι έριξα μερικά ξύλα ακόμη στη φωτιά, η οποία φούντωσε ξανά σχεδόν αμέσως. Ύστερα, γύρισα και ξάπλωσα ξανά. Κατάλαβα πως δεν θα είχα άλλον ύπνο αυτή τη βραδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου