Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 11ο



Φτάσαμε στο αυτοκίνητο και μπήκαμε μέσα. Επιχείρησα να το ξεκινήσω. Δεν έπαιρνε μπροστά. Ξανά και ξανά. Στο μυαλό μου ήρθε μια βρισιά. Τη συγκράτησα, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν βγει από το στόμα μου. Μέχρι μερικές ώρες νωρίτερα δεν ήξερα τη Μαρία, αλλά ήδη ένιωθα στοργή για αυτή. Σκέφτηκα πως δεν θα ήθελα να με ακούει να βρίζω με το παραμικρό.
«Έχει κάτι το αυτοκίνητο και δεν ξεκινάει;» ρώτησε η μικρή. Η φωνή της πρόδιδε πως ήταν αγχωμένη.
«Το κάνει καμία φορά. Ειδικά όταν έχει κρύο, μερικές φορές δεν ξεκινάει εύκολα. Μη φοβάσαι», της είπα.
Δοκίμασα ξανά. Τίποτε.
Εκείνη τη στιγμή, άρχισα να αγχώνομαι κι εγώ. Το σπίτι της Μαρίας ήταν γύρω στα τρία χιλιόμετρα μακριά από τη θέση μας. Ήταν πολύ μεγάλη απόσταση για να την κάνουμε περπατώντας, ειδικά με το χτυπημένο μου πόδι. Και φυσικά, δεν με ενέπνεε η ιδέα του να περπατάμε στα σκοτεινά, με μοναδικό φως αυτό του κινητού μου. Σκέφτηκα πως τουλάχιστον μέχρι να βρούμε κανονικούς φακούς, θα έπρεπε να κάνω οικονομία στην μπαταρία.
Το τελευταίο που θα ήθελα εκείνη τη στιγμή, θα ήταν να τελείωνε και η μπαταρία και να μέναμε μόνοι, μέσα στο σκοτάδι και τη σιωπή. Μέσα σε μια πόλη, που όπως όλα έδειχναν, οι μόνοι που είχαμε απομείνει ήταν το κοριτσάκι αυτό κι εγώ.
Όχι. Αυτό θα ήταν μια γερή δοκιμασία για τα νεύρα μου. Μια δοκιμασία, στην οποία πίστευα πως θα αποτύγχανα.
Κράτησα την αναπνοή μου και δοκίμασα ξανά να ξεκινήσω το αυτοκίνητο. Δυσκολεύτηκε…
…αλλά αυτή τη φορά ξεκίνησε. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης ξέφυγε από τα χείλη μου. Από τη θέση του συνοδηγού, η Μαρία χειροκρότησε ενθουσιασμένη.
«Ναι! Φεύγουμε από το μαύρο μέρος!» αναφώνησε, προκαλώντας μου έκπληξη εκ νέου, μιας και έδωσε μια τόσο απλή αλλά ακριβή περιγραφή για τον σκοτεινό σταθμό.
Επιστρέψαμε στο σπίτι της Μαρίας. Ανεβήκαμε πάνω, με περισσότερη δυσκολία, μιας και το πόδι πονούσε περισσότερο όσο περνούσε η ώρα. Σκέφτηκα πως έπρεπε να του βάλω πάγο σύντομα. Ακόμη πιο επιτακτική όμως, ήταν η ανάγκη να ανάψω τη φωτιά.
Κι επίσης, θα έπρεπε να βρω έναν φακό για να κυκλοφορώ. Η ένδειξη για το επίπεδο της μπαταρίας του κινητού μου, έπεσε στις δυο γραμμές.
Υπενθύμισα στον εαυτό μου πως πρέπει να κινούμαι ένα βήμα τη φορά. Αποφάσισα πρώτα να ασχοληθώ με το τζάκι και τη φωτιά.
«Μαρία, που υπάρχουν ξύλα για να το ανάψουμε;» ρώτησα.
«Νομίζω, κάτω έχει», απάντησε η Μαρία, ζαρώνοντας τη μύτη της σα να προσπαθούσε να σκεφτεί πιο γρήγορα.
«Πάμε να μου δείξεις;» πρότεινα.
Η κατάβαση ήταν πιο επίπονη, λόγω του τραυματισμού μου. Κι η ανάβαση ακόμη χειρότερη, που είχα και την αγκαλιά μου γεμάτη καυσόξυλα. Έδωσα και δυο μικρότερα στη Μαρία να ανεβάσει, για να νιώθει κι αυτή πως βοηθάει λίγο. Τα πήρε κι ανέβαινε τα σκαλοπάτια μπροστά μου, ενώ είχε κατεβασμένο το κεφάλι και ήταν σκεπτική. Γυρνούσε και με κοιτούσε συνέχεια, καθώς ανέβαινα αργά και προσπαθούσα να μην κουτσαίνω.
Άναψα τη φωτιά στο τζάκι με ευκολία. Ευτυχώς που στις τελευταίες επισκέψεις στο οικογενειακό μας σπίτι στο χωριό, αναλάμβανα μόνος μου να κάνω αυτή τη δουλειά κι έτσι είχα μια εξοικείωση με ξύλα και προσανάμματα.
Εκείνη τη στιγμή, αναρωτήθηκα για μια στιγμή για το πώς να είναι η οικογένειά μου. Αν είναι καλά ή αν έχουν εξαφανιστεί και αυτοί. Το σκέφτηκα για λίγο και ύστερα με πόνο ψυχής, αποφάσισα πως, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσα να κάνω τίποτε για να μάθω το τι έχουν απογίνει.
Ή, το τι έχει απογίνει ο οποιοσδήποτε από αυτούς που είναι εξαφανισμένοι.
Πολύ σύντομα, μια μεγάλη φλόγα φώτιζε και ζέσταινε το καθιστικό του μεγάλου αυτού διαμερίσματος. Πήγα στο δωμάτιο της Μαρίας και της έφερα κι άλλες κούκλες για να κρατηθεί απασχολημένη. Ύστερα, κατέβηκα ξανά στο υπόγειο κι έφερα ακόμη περισσότερα καυσόξυλα. Λογικά, με όσα είχαμε θα βγάζαμε ολόκληρο το βράδυ.
Κοίταξα την πόρτα. Μια τυπική, ενισχυμένη, πόρτα ασφαλείας. Ήμασταν τυχεροί που η Μαρία είχε μαζί της τα κλειδιά όταν την συνάντησα για πρώτη φορά. Αν δεν τα είχε πάρει, θα ήταν απίθανο να καταφέρναμε να την ανοίξουμε. Αντιδρώντας σε μια ξαφνική παρόρμηση, την κλείδωσα. Ένιωσα λίγο περισσότερη ασφάλεια, όταν οι περιστροφές του κλειδιού ολοκληρώθηκαν.
Και ύστερα, ήρθε η ώρα του φαγητού. Στο ψυγείο, είχε διάφορα υλικά αλλά τίποτε μαγειρεμένο. Δεν είχα διάθεση να καθίσω να ετοιμάσω κάποιο γκουρμέ πιάτο. Βρήκα τυλιγμένο με μια πετσέτα σε ένα καλαθάκι, ένα καρβέλι ψωμί που φαίνονταν σπιτικά ζυμωμένο. Βρήκα και κάποιες κονσέρβες με όσπρια. Αυτά πίστευα πως θα ήταν αρκετά για ένα δείπνο ανάγκης.
Αλλά όπως αποδείχθηκε, υπολόγιζα χωρίς τον ξενοδόχο, που εκείνο το βράδυ λέγονταν Μαρία.
«Φάε τουλάχιστον δυο κουταλιές και λίγο ψωμί», της ξαναλέω. Εκπλήσσω τον εαυτό μου με τη συμπεριφορά μου. Όσο περνάει η ώρα, ακούγομαι όλο και περισσότερο σα να είμαι ο πατέρας της.
Η σκέψη αυτή παραλίγο να μου φέρει γέλια. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να ακούσω τι θα έλεγε η Ελένη, αν μπορούσε να με δει αυτή τη στιγμή. Το κύριο παράπονό της από τη συμπεριφορά μου – και η πιο συχνή αιτία καυγάδων μας – είναι πως πολύ συχνά φέρομαι όχι σαν άντρας της ηλικίας μου, αλλά σαν ένα ανώριμο αγοράκι.
Σήμερα, νομίζω πως αν μπορούσε να με δει θα άλλαζε γνώμη.
Σκέφτομαι γεμάτος πίκρα για μια στιγμή πόσο θα ήθελα να μπορούσε να με δει, και ύστερα στρέφω την προσοχή μου στο πεισμωμένο κορίτσι που με κοίταζε.
«Όχι», απαντάει απλά η Μαρία, με ύφος που δείχνει πως δύσκολα θα την πείσω να αλλάξει γνώμη.
Αλλά αυτό το σκασμένο παιδί γιατί επιμένει να μην θέλει να φάει;
«Δεν μπορώ να σου μαγειρέψω τίποτε άλλο αυτή τη στιγμή. Αυτά έχουμε και πρέπει να τα φας!» λέω κι ο τόνος της φωνής μου αφήνει τα νεύρα μου να φανούν.
Η Μαρία με κοιτάζει. «Μπορώ να φάω κουλουράκια;» ρωτάει διστακτικά.
Το ύφος της με ηρεμεί. Ναι, ίσως να είναι καλή ιδέα. Ή μπορεί να κάνουμε μια συμφωνία.
«Έχετε κουλουράκια; Δείξε μου που τα έχετε», της λέω.
Σηκώνεται από την καρέκλα της.
«Έλα», με προτρέπει. Πιάνω το κινητό, ενεργοποιώ τον φακό και την ακολουθώ. Πάμε στην κουζίνα. Μου δείχνει ένα από τα ντουλάπια της πάνω σειράς.
«Η μαμά τα βάζει εκεί για να μην τα φτάνω. Αν τα βρω, τρώω πολλά μαζί!» μου ανακοινώνει με μια δόση περηφάνιας. Μάλλον της αρέσουν υπερβολικά, αν κρίνω από το πόσο ψηλά είναι.
Ανοίγω το ντουλάπι. Στο κάτω ράφι, έχει διάφορα πακέτα με ζυμαρικά και όσπρια. Στο επάνω, βλέπω διάφορα μεταλλικά και πλαστικά σκεύη. Μάλλον κάποιο από αυτά θα περιέχει τα αγαπημένα κουλουράκια της Μαρίας. Αυτό είναι πολύ ψηλά για να το φτάσω. Πρέπει να ανεβώ κάπου.
Κοιτάζω τριγύρω και το βλέμμα μου πέφτει σε μια μεταλλική καρέκλα που ήταν εκεί. Ναι, αυτή είναι ό, τι πρέπει. Την φέρνω μπροστά από το ντουλάπι, ενώ συγχρόνως εξετάζω την ιδέα, να προτείνω στη Μαρία, για κάθε κουταλιά όσπρια που τρώει, να της δίνω κι από ένα κουλουράκι. Μετά, ένα ποτήρι γάλα και θα είναι εντάξει για απόψε. Χαμογελάω γιατί ξανά μου έρχεται στο μυαλό πως φέρομαι εντελώς σα να είμαι γονιός της.
Κι αμέσως μορφάζω από τον πόνο, γιατί ξεχάστηκα, ανέβηκα χαλαρός στο έπιπλο και πίεσα το πονεμένο μου πόδι.
Τώρα που το θυμήθηκα, πρέπει να κοιτάξω αν υπάρχει πάγος. Ήδη έχω καθυστερήσει αρκετά να βάλω στο πόδι μου. Το λογικό αποτέλεσμα θα είναι να πρηστεί άσχημα και να υποφέρω αργότερα. Αυτό πραγματικά δεν το χρειάζομαι τη συγκεκριμένη στιγμή.
Κοιτάζω στο ντουλάπι, βγάζω ένα μεταλλικό σκεύος. Ανοίγω το σκέπασμα. Πράγματι, αυτό είναι που έχει τα κουλουράκια. Το κλείνω ξανά και είμαι έτοιμος να κατέβω από την καρέκλα.
Εκείνη τη στιγμή, κάτι μου φαίνεται πως βλέπω μέσα στο ντουλάπι. Ανεβάζω ξανά το κινητό και φωτίζω το εσωτερικό του μικρού χώρου. Το θέαμα που βλέπω είναι απίστευτο και ανεξήγητο. Νιώθω πως τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα από την έκπληξη. Αμέσως μετά, ακολουθεί και το στόμα μου.
Όπως είδα και με την πρώτη ματιά, μέσα στο ντουλάπι υπάρχει μια στοίβα από μπολ. Άλλα είναι πλαστικά και άλλα μεταλλικά. Αρχικά η στοίβα έπιανε όλο το ύψος του ραφιού. Όταν έβγαλα ένα, το ύψος της στοίβας χαμήλωσε. Κανονικά, θα έπρεπε τώρα να βλέπω το πίσω μέρος του ντουλαπιού.
Αντί αυτού όμως, βλέπω μια μαύρη επιφάνεια. Δεν μπορώ να την περιγράψω. Πιάνω κι άλλο ένα μπολ στο χέρι μου για να την δω καλύτερα. Σηκώνω το κινητό και τη φωτίζω με τη δέσμη του φωτός. Η μαύρη επιφάνεια δεν αντανακλάει καθόλου το φως. Αντίθετα, δείχνει να το απορροφάει.
Μου φαίνεται σα να κοιτάζω μέσα σε μια πολύ βαθιά τρύπα, μια που δεν φαίνονται τα τοιχώματά της. Κάτι που φυσικά είναι αδύνατο να υπάρχει μέσα σε μια ντουλάπα ενός διαμερίσματος σε όροφο πολυκατοικίας.
Μου δημιουργείται η ιδέα να απλώσω το χέρι και να ψηλαφήσω τη μαύρη επιφάνεια. Ξεκινάω να το κάνω, αλλά στην πορεία αποφασίζω πως δεν είναι καλή ιδέα. Δεν ξέρω τι είναι αυτό, ούτε καν γιατί υπάρχει. Φευγαλέα περνάει από το μυαλό μου η εικόνα από κάτι άγνωστο που παραφυλάει πίσω από αυτή την επιφάνεια, περιμένοντας να απλώσω το χέρι μου για να μου το αρπάξει.
Αυτό με αποθαρρύνει οριστικά. Κατεβαίνω από την καρέκλα και ξανά ξεχνιέμαι και πατάω με δύναμη στο πονεμένο μου πόδι. Στο μυαλό μου αναπαράγω ακόμη αυτό που είδα μέσα στο ντουλάπι. Σχεδόν σωριάζομαι κάτω από τον ξαφνικό πόνο.
«Εϊ! Τι έχεις; Είσαι καλά;» ακούω τη Μαρία να ρωτάει. Την κοιτάζω και βλέπω πως έχει απλωμένα τα χέρια της προς το μέρος μου. Προφανώς ανυπομονεί να της δώσω μερικά από τα κουλουράκια που κρατάω.
«Καλά είμαι. Απλά κάτι σκεφτόμουν», λέω ψέματα. «Έλα, πάμε ξανά να καθίσουμε ξανά μπροστά στο τζάκι».
«Δώσε μου κουλουράκια!» λέει.
«Θα κάνουμε μια συμφωνία», απάντησα, δίνοντας λόγια στις σκέψεις μου. «Για κάθε κουταλιά φασόλια που θα φας, θα σου δίνω κι ένα κουλουράκι. Όχι παραπάνω», της λέω και την βλέπω να κατσουφιάζει αυτόματα.
«Μόνο κουλουράκια!» λέει με πείσμα.
«Όχι μόνο κουλουράκια. Όπως σου είπα», ξαναλέω, προσπαθώντας να φανώ σταθερός και αμετακίνητος στη θέση μου. Χαμογελάω λίγο. «Άντε, αν είσαι καλό κορίτσι, για κάθε κουταλιά θα σου δώσω δυο κουλουράκια».
Μάλλον η δεύτερη πρότασή μου της είναι πιο αρεστή, γιατί ένα μικρό χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της.
Ξαναγυρίζουμε μπροστά στο τζάκι, όπου η Μαρία τρώει συνολικά τέσσερις κουταλιές φασόλια και έξι κουλουράκια. Εκεί μου είπε πως χόρτασε και δεν θέλει άλλα. Εγώ απαντούσα αφηρημένα. Το μυαλό μου επέστρεφε συνεχώς στα παράδοξα της ημέρας, και ειδικά στην ομίχλη που δεν μου επέτρεψε να απομακρυνθώ από την πόλη, καθώς και στην μαύρη επιφάνεια, πίσω από τα μπολ και μέσα στο ντουλάπι.
Όχι, δεν ήταν επιφάνεια. Ήταν τρύπα. Κατά κάποιον τρόπο τον οποίο δεν καταλαβαίνω, υπήρχε μια τρύπα, τόσο μεγάλη ώστε να μην φαίνονται ούτε τα τοιχώματά της, ούτε το τέλος της. Είμαι σίγουρος πως έτσι είναι.
Τι διάολο συμβαίνει στην πόλη γύρω μου; Και με ποιον τρόπο θα μάθω κάτι για το γίνεται και τι το προκάλεσε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου