Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 8ο



«Γεια σου», λέω στο άγνωστο κορίτσι. Ως απάντηση, κατεβάζει το αρκουδάκι της από μπροστά από το πρόσωπό της. Η κίνησή της ίσα που αποκαλύπτει τα μάτια της. Κοιτάζει προς το μέρος μου. Παρατηρώ πως το προσωπάκι της είναι πρησμένα από το πολύ κλάμα. Ποιος ξέρει πόσο έχει φοβηθεί το καημένο, αν οι γονείς της έχουν εξαφανιστεί μαζί με όλους τους υπόλοιπους, όπως μάλλον έχει συμβεί. Φοράει ακόμη αυτά που προφανώς ήταν τα ρούχα ύπνου της, συνδυασμένα με ένα ζευγάρι ροζ αθλητικά παπουτσάκια. Τα κορδόνια από τα παπούτσια είναι λυμένα. Ίσως και να μην έχει μάθει να τα δένει ακόμη.
Δε μιλάει όμως. Απλά με κοιτάζει με τα ματάκια της γουρλωμένα. Φαίνεται έτοιμη να ξαναβάλει τα κλάματα.
«Τι κάνεις; Ελπίζω να μην κρυώνεις», λέω. Ξανά δεν παίρνω απάντηση.
Με πιάνει απογοήτευση, μιας και αρχίζω να φοβάμαι πως θα δυσκολευτώ να επικοινωνήσω μαζί της. «Με καταλαβαίνεις τι λέω;» ρωτάω. Κουνάει το κεφάλι της καταφατικά.
«Γιατί δεν μιλάς τότε;»
«Η μαμά μου έχει πει πως δεν πρέπει να μιλάω με ξένους», απάντησε τελικά. Λέει τις λέξεις πολύ γρήγορα, με τη φωνή της να ακούγεται σιγανά. Ανεβάζει ξανά το αρκουδάκι μπροστά στο πρόσωπό της.
«Με λένε Βασίλη», λέω, κάνω δυο βήματα μπροστά και απλώνω το δεξί μου χέρι. Χαμογελάω για να την εμψυχώσω. «Να, τώρα δεν είμαι ξένος. Ξέρεις ποιο είναι το όνομά μου». Με κοιτάζει ξανά. Το βλέμμα της φαίνεται δύσπιστο.
«Εσένα πως σε λένε;» ρωτάω. Συνεχίζω να χαμογελάω και να κρατάω το δεξί μου χέρι απλωμένο μπροστά.
«Μαρία. Με λένε Μαρία».
«Χαίρω πολύ, δεσποινίς Μαρία!» της λέω με ενθουσιασμό. Φέρνω το χέρι μου στο μέτωπό μου και της προσφέρω έναν χαιρετισμό που θυμίζει στρατιωτικό. Ίσως της φαίνομαι λίγο ανόητος. Δεν έχω ιδέα πώς να της συμπεριφερθώ όμως, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ακολουθήσω τη διαίσθησή μου.
Ευτυχώς, φαίνεται πως η μικρή παράστασή μου αποδίδει καρπούς, καθώς και η μικρή αρχίζει να χαμογελάει. Απλώνω ξανά το χέρι μου μπροστά, κι αυτή τη φορά κάνει μερικά βήματα μπροστά και το πιάνει με το δικό της.
«Και γιατί είσαι έξω στο δρόμο μόνη σου;» τη ρωτάω.
Το χαμόγελο της Μαρίας παγώνει. Πιάνει ξανά το αρκουδάκι της και με τα δυο της χέρια.
«Θέλω να βρω το μπαμπά μου και τη μαμά μου. Από το πρωί που ξύπνησα δεν είναι εκεί!», είπε, έτοιμη να βάλει ξανά τα κλάματα. Νιώθω τόσο άσχημα αυτή τη στιγμή. Θέλω κάτι να της πω για να την εμψυχώσω, έστω και λίγο. Αλλά οπωσδήποτε πρέπει να την πάρω και να την ντύσω κανονικά. Όσο και να έχει ανέβει η θερμοκρασία από την πρωινή παγωνιά, με αυτά τα ρούχα που φοράει είναι βέβαιο πως θα κρυολογήσει. Αν δεν το έχει πάθει ήδη.
«Μη φοβάσαι, θα τους ψάξουμε μαζί και θα τους βρούμε», λέω, προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου ήρεμη και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Κάπου έχω διαβάσει πως τα παιδιά έχουν τρομερή διαίσθηση και καταλαβαίνουν πότε κάποιος νιώθει αυτοπεποίθηση και πότε ανασφάλεια.
«Πρώτα πρέπει να ντυθείς καλύτερα όμως», συνεχίζω. «Είναι χειμώνας. Θα μου δείξεις που είναι το σπίτι σου για να πάμε και να σου φορέσω πιο χοντρά ρούχα;» Απορώ με τον εαυτό μου που λέω αυτά τα λόγια. Αν ήμουν εγώ στην ηλικία της, γυρνούσα μόνος στο δρόμο και κάποιος ξένος έρχονταν και μου ζητούσε να τον πάω σπίτι, στην καλύτερη περίπτωση θα εισέπραττε κλωτσιά στα πόδια.
Στη χειρότερη περίπτωση, θα άρχιζα να φωνάζω «Κλέφτης! Κλέφτης!» και μετά θα του έδινα την κλωτσιά. Δεν πιστεύω πως η μικρή θα δεχθεί, αλλά δεν μου έρχεται κάποια άλλη, καλύτερη ιδέα. Δεν μπορώ να την αφήσω μόνη της και σίγουρα δεν μπορώ να διαρρήξω κάποιο μαγαζί με παιδικά ρούχα για να τη ντύσω κατάλληλα.
«Όχι», είναι η απάντηση που παίρνω. Προφανώς και η μικρή σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο.
«Μα θα κρυώσεις αν δεν ντυθείς πιο ζεστά», επιμένω.
«Όχι», και πάλι. Πήρε και πεισματάρικο ύφος τώρα. Φαίνεται πως δεν θα πειστεί εύκολα. Και δεν θέλω να την αναγκάσω χρησιμοποιώντας άγριο ύφος. Αν κρίνω από το τι έχω νιώσει εγώ από τότε που είδα τι συμβαίνει γύρω μου, δεν μπορώ καν να φανταστώ τι έχει σκεφτεί η μικρή. Δεν χρειάζεται να έχει κι εμένα να την τρομάζω περισσότερο. Ήδη το έκανα όταν παραλίγο να τη χτυπήσω με το αυτοκίνητο.
Λυγίζω τα γόνατα και φέρνω το πρόσωπό μου στο ίδιο ύψος με το δικό της. Καθώς το κάνω, βλέπω το βλέμμα της να πέφτει λίγο χαμηλά, προς το στήθος μου.
«Τι έχεις εκεί;» ρωτάει, δείχνοντας το στήθος μου με το αριστερό της χέρι. Κατεβάζω κι εγώ το βλέμμα. Τι εννοεί; Έτσι όπως βγήκα από το αυτοκίνητο, δεν φόρεσα τίποτε από πάνω από το κοντομάνικο μπλουζάκι μου. Είναι μονόχρωμο και βυσσινί, και έχει μερικές σταγόνες ιδρώτα.
Κοιτάζω χαμηλά για να δω σε τι αναφέρεται κι αμέσως καταλαβαίνω. Έτσι όπως έσκυψα μπροστά, το φυλαχτό που είχα πάρει χθες πήγε μπροστά και το περίγραμμά του διαγράφονταν στο μπλουζάκι μου.
Αλήθεια, η επίσκεψή μου στην πρωτεύουσα ήταν χθες; Από τότε είχαν συμβεί τόσα, ώστε να νιώθω σα να είχε συμβεί αιώνες νωρίτερα. Βγάζω το φυλαχτό έξω από τη μπλούζα και το κρατάω στο χέρι μου, μπροστά στα μάτια της.
«Αυτό εννοείς; Το αγόρασα στην Αθήνα, όταν την επισκέφθηκα για τελευταία φορά. Σου αρέσει; Θες να…» η φωνή μου χαμηλώνει σιγά σιγά, όταν παρατήρησα το ύφος της μικρής. Έχει ανοίξει το στόμα και με γουρλωμένα μάτια κοιτάζει το φυλαχτό.
«Αυτό… αυτό μου το έδειξε ο άγγελος! Όταν έδιωξε τον μαύρο άντρα μακριά!» είπε. Με κοίταξε στο πρόσωπο έχοντας το ίδιο βλέμμα έκπληξης.
«Ποιος άγγελος; Ποιος μαύρος άντρας;» ρώτησα, νιώθοντας έκπληξη κι ο ίδιος.
«Χθες το βράδυ. Όταν κοιμόμουν. Ο μαύρος άντρας με κυνηγούσε. Φοβόμουν πάρα πολύ. Είναι πολύ κακός! Όταν τον δεις να προσέξεις πολύ!»
Μαύρος άντρας; «Όταν τον δω»; Δεν ήξερα τι να σκεφτώ με τα λόγια της. «Τι εννοείς, Μαρία; Ποιος ήταν αυτός ο άντρας; Και γιατί τον λες μαύρο;»
«Δεν ξέρω ποιος είναι. Είναι κακός όμως! Αυτό το ξέρω! Και δεν είχε πρόσωπο καθόλου! Μόνο μια μαυρίλα μεγάλη!» Η Μαρία μιλούσε πολύ γρήγορα τώρα. Προφανώς είχε ταραχθεί πολύ από την ανάμνηση του ονείρου που είχε δει.
Όπως κι εγώ νιώθω μια ξαφνική ένταση, καθώς αυτό το άτομο που είδε η Μαρία στο όνειρο της φαίνεται πως είναι όμοιο με αυτό που είδα εγώ στο δικό μου. Ένα άτομο που φαίνονταν κανονικό αλλά είχε σκοτεινιά στο σημείο όπου θα έπρεπε να είναι κανονικά το πρόσωπό του.
Κι εγώ με αυτό το άτομο πολεμούσα.
«Κι ο μαύρος άντρας σε κυνηγούσε; Γιατί; Τι ήθελε;» ρωτάω. Πρέπει να μάθω περισσότερα.
«Ήθελε να με πιάσει! Δεν ξέρω γιατί! Αλλά εγώ έτρεχα μακριά! Και στο τέλος ήρθε ο άγγελος και τον έδιωξε!»
«Ήρθε ένας άγγελος; Πως ήταν αυτός;»
«Αυτός ήταν φωτεινός! Δεν μπορούσα να τον κοιτάξω πολύ ώρα! Με πονούσε εδώ», είπε και έδειξε τα μάτια της. «Αλλά έδιωξε τον μαύρο άντρα μακριά! Με πήρε αγκαλιά και μου είπε να μη φοβάμαι! Και μετά μου είπε...» σταματάει να μιλάει και κοιτάζει ξανά το φυλαχτό που φορούσα.
Η ταραχή μου γίνεται ακόμη πιο έντονη. «Τι σου είπε ο άγγελος;»
Η Μαρία με κοιτάζει στο πρόσωπο. Ύστερα κοιτάζει ξανά το φυλαχτό μου.
«Μου είπε... φορούσε ένα ίδιο με αυτό», λέει και δείχνει το φυλαχτό. «Και μου είπε πως την άλλη μέρα θα δω έναν άνθρωπο που θα φοράει ένα ίδιο. Όταν τον δω να μη φοβηθώ. Γιατί αυτός ο άνθρωπος θα είναι καλός. Και όταν έρθει ξανά ο μαύρος άντρας να με κυνηγήσει, αυτός ο καλός άνθρωπος θα με σώσει».
Με κοιτάζει ξανά και χαμογελάει. «Άρα, αφού μου το είπε ο άγγελος, έτσι είναι. Εσύ είσαι καλός. Δεν σε φοβάμαι. Θα με σώσεις από τον μαύρο άντρα αν ξαναέρθει».
Προσπαθώ να απαντήσω στο χαμόγελό της με ένα δικό μου. Με δυσκολία το καταφέρνω. Η έκπληξή μου με αυτά που άκουσα είναι υπερβολικά μεγάλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου