Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 7ο



Μένω για άγνωστο χρονικό διάστημα στην ίδια θέση, στο κάθισμά μου. Δεν ξέρω πόσο ακριβώς. Είμαι σίγουρος πως πιθανότατα έχουν περάσει αρκετές ώρες. Το φως που μπαίνει από την κεντρική πόρτα του ναού είναι πολύ περισσότερο τώρα από όταν ήρθα. Ο ήλιος έχει γυρίσει προς τα δυτικά και το φως του εισχωρεί βαθύτερα μέσα από τη δυτική κεντρική πόρτα. Βάζω το χέρι μου στην τσέπη, ώστε να βγάλω το κινητό μου και να δω τι ώρα είναι. Δεν βρίσκω τίποτε. Μάλλον δεν το πήρα μαζί μου όταν βγήκα από το αυτοκίνητο.
Νωρίτερα, καθώς καθόμουν, είχα μια ιδέα. Τότε ήμουν πνιγμένος στην αυτολύπηση και δεν είχα καμία διάθεση να ασχοληθώ μαζί της. Τώρα που την σκέφτομαι ξανά όμως, δεν την βρίσκω πια τόσο άσχημη. Ίσως είναι ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσω και να κάνω κάτι.
Θυμήθηκα πως όλα τα μέσα με τα οποία επιχείρησα να επικοινωνήσω με τον υπόλοιπο κόσμο δεν έφεραν αποτέλεσμα. Μόνη εξαίρεση, ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός. Από τη συχνότητά του ακούγονταν μόνο τραγούδια και είκαζα πως αυτή ήταν η αυτόματη λίστα αναπαραγωγής που υπήρχε για να καλύπτει τις ώρες που αλλιώς θα έμεναν κενές από ήχο. Ακόμη κι έτσι όμως, το γεγονός και μόνο πως κάτι λάμβανα, ήταν σημάδι πως εξέπεμπε κανονικά.
Ίσως, αν πήγαινα στο στούντιο του σταθμού, να μπορούσα να χρησιμοποιήσω τον εξοπλισμό του ώστε να μεταδώσω κάποιο μήνυμα. Με αυτό τον τρόπο, στην περίπτωση που υπάρχει και κάποιος άλλος που έχει μείνει σε αυτή την τρομακτική κατάσταση, να μπορέσει να επικοινωνήσει μαζί μου.
Ναι, όσο το σκέφτομαι τόσο πείθομαι πως αυτό πρέπει να κάνω. Θα υπάρχει και κάποιος άλλος στην πόλη. Θα ακούσει το μήνυμά μου και θα βρει τρόπο να επικοινωνήσει μαζί μου. Και ίσως και να έχει κάποια ενημέρωση για το τι έχει γίνει και έχουν εξαφανιστεί όλοι. Ίσως να είναι κάτι τόσο απλό όσο μια ειδοποίηση για μια φυσική καταστροφή, η οποία διαδόθηκε για σήμερα χωρίς να την αντιληφθώ.
Αρνούμαι να εξετάσω το ενδεχόμενο πως είμαι ο μόνος που δεν έχει εξαφανιστεί σε ολόκληρη την πόλη. Απλά δεν το κάνω. Το μυαλό μου θα οδηγηθεί σε κακά μονοπάτια αν συνεχίσω να το σκέφτομαι αυτό.
Σηκώνομαι από την καρέκλα όπου καθόμουν. Οι μύες των ποδιών μου αντιδρούνε. Κάνω μερικά βήματα αργά μέχρι που τα νιώθω να αρχίζουν να συνέρχονται. Πραγματικά πρέπει να είχα μείνει ακίνητος για πολλές ώρες! Πως πέρασε τόσος χρόνος και δεν το κατάλαβα;
Νιώθω τα πόδια μου να είναι εντάξει ξανά. Αρχίζω και περπατάω γρήγορα προς το αυτοκίνητο. Το φτάνω μέσα σε ένα λεπτό. Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Πολλή ζέστη! Δεν το είχα παρκάρει κάτω από σκιά, αλλά ούτε και φαντάστηκα πως με την παγωνιά που είχε νωρίτερα, θα έβρισκα το εσωτερικό του να είναι σαν φούρνος!
Είχα πράγματι αφήσει το κινητό μου μέσα εκεί. Το πιάνω στα χέρια μου και ελέγχω την οθόνη. Ακόμη εμφανίζει το σύμβολο που δείχνει πως λαμβάνει μηδενικό σήμα. Το ρολόι του ευτυχώς δουλεύει και έτσι διαπιστώνω πως η ώρα είναι τέσσερις και μισή. Η ζέστη στο εσωτερικό είναι αποπνικτική. Βγάζω το πανωφόρι μου και ανοίγω τα παράθυρα. Μάλλον είναι καλή ιδέα να περιμένω λίγο, να πέσει η θερμοκρασία σε υποφερτά επίπεδα.
Νιώθω ένα γουργούρισμα στην κοιλιά μου. Ο λαιμός μου είναι ξηρός. Δεν έχω φάει και δεν έχω πιεί τίποτε εδώ και ώρες. Φαγητό στο σπίτι έχω έτοιμο; Όχι. Σκόπευα να μαγειρέψω σήμερα, τότε ακόμη που νόμιζα πως η μέρα θα είναι μια φυσιολογική Κυριακή.
Τώρα πια, δεν πιστεύω πως υπάρχει τίποτε το φυσιολογικό. Και δεν έχω διάθεση να μείνω και να μαγειρέψω οτιδήποτε. Να πάρω κάτι από έξω; Τι να πάρω; Δεν υπάρχει κάτι έτοιμο, ούτε υπάρχει κάποιος να το ετοιμάσει, ούτε πιστεύω πως θα εντοπίσω κατάστημα ανοιχτό για να μπορέσω να πάρω κάτι από μέσα.
Δεν πειράζει, κάτι θα βρω. Πρώτη προτεραιότητα είναι να πάω στον ραδιοφωνικό σταθμό που εκπέμπει ακόμη. Ξεκινώ τη διαδρομή. Το στούντιο του σταθμού είναι στην άλλη άκρη της πόλης. Σε λίγα λεπτά θα είμαι εκεί. Σήμερα δεν χρειάζεται να ανησυχώ και για έντονη κυκλοφορία στους δρόμους.
Έφτασα σε έναν δρόμο που κανονικά είναι ο πιο πολυσύχναστος της πόλης. Τώρα είναι έρημος όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Μου έρχεται η ιδέα να ανοίξω το ραδιόφωνο, να βεβαιωθώ πως ο σταθμός εκπέμπει ακόμη. Θα είναι ειρωνεία να φτάσω εκεί και να ανακαλύψω πως και αυτός έχει σταματήσει να λειτουργεί, όπως και όλα τα υπόλοιπα. Ψάχνω στα τυφλά να βρω το κουμπί που αλλάζει το πρόγραμμα που παίζει από το CD στο ραδιόφωνο. Δεν το βρίσκω. Στρέφω την προσοχή μου στο CD player για να εντοπίσω το κουμπί. Δεν θα μου πάρει πάνω από δυο δευτερόλεπτα και ούτως ή άλλως ο δρόμος είναι έρημος.
Εντοπίζω το κουμπί, το πατάω και ο ήχος αλλάζει. Τώρα ακούγονται παράσιτα, ο δέκτης είναι συντονισμένος στη συχνότητα του σταθμό που ακούω συνήθως. Πατάω για να ξεκινήσει η αυτόματη αναζήτηση σταθμού. Δεν χρειάζεται να το κοιτάξω περισσότερο, αν εκπέμπει ο σταθμός ακόμη θα τον εντοπίσει κάποια στιγμή.
Όλη αυτή η διαδικασία, κατά την οποία δεν κοιτούσα το δρόμο, δεν κράτησε πάνω από τέσσερα δευτερόλεπτα. Κοιτάζω ξανά μπροστά και βλέπω κάτι να έχει βγει στη μέση του δρόμου. Είμαι μια στιγμή μακριά από το να το χτυπήσω. Δεν το σκέφτομαι. Κάνω απότομα το τιμόνι προς τα αριστερά και το αποφεύγω για ελάχιστα εκατοστά. Τώρα κατευθύνομαι απευθείας σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Στρίβω εξίσου απότομα δεξιά. Το αυτοκίνητο χάνει την πρόσφυση, το πίσω μέρος φεύγει και χτυπάει με αρκετή δύναμη στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο, από την πλευρά του οδηγού. Η δύναμη της πρόσκρουσης με τραντάζει ολόκληρο. Το αυτοκίνητο επανέρχεται στην κανονική του πορεία, κάνει μερικά μέτρα ακόμη και ύστερα σταματάει.
Αφήνω το τιμόνι και ρίχνω τα χέρια μου στο πλάι του σώματός μου. Νιώθω σα να άνοιξε ξαφνικά κάθε πόρος του δέρματός μου και να χύνει ποτάμι τον ιδρώτα. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Νιώθω πως με δυσκολία παίρνω αναπνοές. Βγάζω και το μάλλινο πουλόβερ μου και μένω με το κοντομάνικο μπλουζάκι που φορούσα. Τώρα νιώθω πως αναπνέω λίγο πιο εύκολα. Αρχίζω και παίρνω βαθιές ανάσες σε αργό ρυθμό. Ύστερα από λίγο, νιώθω πως και η καρδιά μου αρχίζει και ηρεμεί.
Ξαφνικά, αναρωτιέμαι τι να ήταν αυτό που πετάχτηκε μπροστά μου. Κοιτάζω στον καθρέφτη. Εντοπίζω τι είναι και γυρίζω πίσω για να βεβαιωθώ πως δεν είναι κάποιο παιχνίδι των ματιών μου. Όχι, δεν είναι παιχνίδι. Αυτό που βλέπω με κάνει να ανοίξω το στόμα μου από την έκπληξη.
Στη μέση του δρόμου, στέκεται ακίνητο ένα μικρό κοριτσάκι. Υπολογίζω πως η ηλικία του θα είναι επτά ή οκτώ χρονών. Σίγουρα, όχι περισσότερο. Στο στήθος της, κρατάει σφιχτά ένα αρκουδάκι. Τα μαύρα μαλλιά της πετάνε εδώ κι εκεί, εντελώς απεριποίητα.
Το θέαμα με φοβίζει. Αν και θα έπρεπε να χαρώ που βλέπω πως τελικά δεν είμαι ο μόνος που έχει απομείνει στην πόλη αλλά υπάρχει και μια ακόμη ψυχή, αυτή η αποκάλυψη μάλλον τρόμο μου προκαλεί.
Σηκώνει το κεφάλι της και βλέπει πως έχω γυρίσει και την κοιτάζω. Σηκώνει το αρκουδάκι μπροστά στο πρόσωπό της και βλέπω πως οι ώμοι της αρχίζουν να τραντάζονται. Προφανώς άρχισε να κλαίει.
Συνειδητοποιώ πόσο πλησίασα στο να τη χτυπήσω. Επειδή είχα το νου μου να βρω το σταθμό στο αναθεματισμένο ραδιόφωνο και όχι στο δρόμο. Αν δεν είχα καταφέρει να την αποφύγω, δεν υπήρχε περίπτωση να είχε επιζήσει από το χτύπημα. Οκ, σε αυτή τη φρικτή μέρα, αυτό είναι το πιο άσχημο που έχω ζήσει μέχρι αυτή τη στιγμή. Νιώθω να έρχονται δάκρια και στα δικά μου μάτια.
Βγαίνω γρήγορα από το αυτοκίνητο, έχοντας έγνοια να δω τη ζημιά που έχει προκληθεί από την πρόσκρουση. Η ένταση του χτυπήματος με κάνει απαισιόδοξο για την κατάσταση του οχήματος. Το πιο πιθανό είναι να το έχει καταστήσει άχρηστο.
Τελικά, η ζημιά ήταν πολύ μικρότερη από ότι φοβόμουν. Ο προφυλακτήρας κρέμεται από την πλευρά του οδηγού, αλλά όχι τόσο ώστε να φοβάμαι πως θα αποκολληθεί εντελώς. Το φτερό είναι επίσης γερά χτυπημένο. Τα καλά νέα όμως είναι πως το λάστιχο κι η ζάντα φαίνονται ανέπαφα. Περίμενα πως θα τα είχα διαλύσει και τα δυο αυτά. Δεν είναι τόσο άσχημα τελικά. Έτσι όπως το βλέπω, πιστεύω πως θα μπορώ να ταξιδέψω με το αυτοκίνητο χωρίς πρόβλημα, αν αυτό χρειαστεί.
Ένας λυγμός φτάνει στα αυτιά μου και με κάνει να κοιτάξω προς τα πίσω. Το κοριτσάκι συνεχίζει να κλαίει για τα καλά. Αισθάνομαι εντελώς κουτός. Παραλίγο να τη χτυπήσω και πρώτη μου έγνοια δεν είναι να ελέγξω αν είναι καλά, αλλά αν έπαθε ζημιά το αυτοκίνητο. Καλά λένε για μένα πως φαίνομαι να είμαι εντελώς αναίσθητος μερικές φορές.
Ξεκινάω να περπατάω με αργά βήματα προς το μέρος της. Δεν θέλω να την τρομάξω κι άλλο. Δεν μου δίνει σημασία ούτως ή άλλως όμως, συνεχίζει να κλαίει. Σταματάω το περπάτημα όταν είμαι τρία μέτρα μακριά της.
«Γεια σου», λέω. Η φωνή μου ακούγεται διστακτική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου