Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 6ο



Λύνω το χειρόφρενο και ξεκινάω να προχωράω μπροστά. Περνάω μέσα από άδειους δρόμους, σταματημένα και κρύα αυτοκίνητα, κλειστά παράθυρα. Ολόκληρο το σκηνικό θυμίζει ταινία τρόμου. Σα να έγινε κάποια τεράστια καταστροφή και όλοι οι υπόλοιποι συμπολίτες μου να έχουν εξαφανιστεί ή να έχουν αλλάξει με κάποιο τρόπο.
Ευτυχώς που σε κάτι είμαι τυχερός. Τελευταία φορά που μετακινήθηκα, είχα γεμίσει το ντεπόζιτο με βενζίνη. Έτσι, δεν θα έχω έγνοια μην ακινητοποιηθώ στη διαδρομή.
Ναι, αλλά εγώ γιατί δεν άλλαξα; Γιατί έμεινα ίδιος, να κυκλοφορώ μόνος στην πόλη και να ψάχνω να βρω τι έγινε και χάθηκαν όλοι;
Γιατί σε πολλές ταινίες ο πρωταγωνιστής μένει μόνος στο τέλος. Αυτός είναι που έχει το καθήκον να αγωνιστεί μέχρις εσχάτων ώστε να περισώσει ό, τι μπορεί.
Εντάξει, αλλά ποιος με έκανε πρωταγωνιστή; Κι αν πράγματι αγωνίζομαι ενάντια σε κάτι, τι είναι αυτό;
Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω. Ελπίζω πως ίσως στην πορεία μάθω κάτι παραπάνω για αυτή την εξωπραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκομαι.
Φτάνω σε μια διασταύρωση, στο δρόμο που οδηγεί σε μια από τις τρεις εξόδους της πόλης. Το φανάρι είναι κόκκινο. Σταματάω από συνήθεια. Ίσως είναι αφελές που σταματάω, μιας και φαίνεται πως είμαι ο μόνος που κινείται στο δρόμο αυτή τη στιγμή. Αλλά καλύτερα που σταμάτησα. Δεν υπάρχει καμία βιασύνη και δεν θα ήθελα να εμφανιστεί κάποιο άλλο όχημα και να συγκρουστούμε επειδή πρώτη φορά στη ζωή μου παραβιάζω έναν κόκκινο φωτεινό σηματοδότη.
Ενώ περιμένω να ανάψει το πράσινο, κοιτάζω τριγύρω. Ο καιρός στην πόλη είναι αίθριος, αλλά τριγύρω παντού υπάρχει πυκνή νέφωση. Τα σύννεφα φτάνουν σχεδόν μέχρι το επίπεδο του εδάφους. Τα σύννεφα φαίνονται να σταματάνε και να σχηματίζουν σαν έναν γκρίζο κύλινδρο γύρω από την πόλη. Περίεργο, αλλά όχι και το πιο περίεργο που έχω δει σήμερα.
Επιτέλους άναψε το πράσινο. Τελικά άδικα περίμενα, τόση ώρα δεν πέρασε κανείς. Φεύγω γρήγορα μπροστά. Γενικά δεν οδηγώ με μεγάλη ταχύτητα, αλλά σήμερα δεν είναι μια συνηθισμένη μέρα. Απορώ με την αυτοσυγκράτηση που έχω δει μέχρι τώρα. Πολλές φορές στη μέχρι τώρα ζωή μου τα έχω χάσει με πολύ απλά πράγματα. Είμαι ο άνθρωπος για τον οποίο θα έλεγες «πνίγεται σε μια κουταλιά νερό». Κι όμως, σήμερα που νιώθω σα να μη με έχουν βουτήξει σε μια κουταλιά νερό αλλά στον ωκεανό, καταφέρνω και κρατάω την ψυχραιμία μου.
Βγαίνω στον περιφερειακό της πόλης και αυξάνω ταχύτητα ακόμη περισσότερο. Προλαβαίνω να διανύσω γύρω στα τρία χιλιόμετρα, ώσπου κάτι βλέπω που με κάνει να μειώσω την ταχύτητά μου πάρα πολύ. Ύστερα από λίγο σταματάω εντελώς. Μένω για λίγη ώρα ακίνητος, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι είναι ακριβώς αυτό που βλέπω μπροστά μου.
Πεντακόσια μέτρα παρακάτω, ο δρόμος τελειώνει. Ή μάλλον, ίσως και να συνεχίζει κανονικά. Εγώ όμως δεν μπορώ να διακρίνω τίποτε παραπέρα. Εκεί ξεκινάει το τείχος της ομίχλης που είχα παρατηρήσει νωρίτερα. Απλώνεται μπροστά μου, γκρίζο και δυσοίωνο. Από πάνω μου, ο ήλιος λάμπει κανονικά.
Μένω λίγη ώρα με το αυτοκίνητο ακίνητο, έτσι ώστε να σκεφτώ πώς να αντιμετωπίσω αυτό το νέο στοιχείο που εμφανίστηκε στη σημερινή απίθανη μέρα. Αν η ομίχλη είναι τόσο πυκνή όσο φαίνεται, θα προχωρώ αργά και με δυσκολία και θα η κίνηση θα είναι επικίνδυνη.
Από την άλλη όμως, υπάρχει και το ενδεχόμενο πως η ομίχλη αυτή συνεχίζεται για μικρή μόνο απόσταση. Ίσως η ατμόσφαιρα θα είναι ξανά καθαρή παρακάτω. Και σίγουρα πρέπει να μάθω πιο πολλά για την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι.
Έτσι, παίρνω την απόφασή μου. Ανάβω τους προβολείς ομίχλης του αυτοκινήτου και ξεκινάω ξανά να προχωράω μπροστά. Δεν αυξάνω πολύ την ταχύτητα αυτή τη φορά, τουλάχιστον για όσο θα είμαι μέσα στην ομίχλη. Όταν – αν – την περάσω κάποια στιγμή, τότε θα μπορώ να επιταχύνω ξανά.
Είμαι πια πολύ κοντά στα όρια του τέλους του οπτικού μου πεδίου. Ξαφνικά μου σχηματίζεται η εντύπωση πως κάτι κακό με περιμένει μέσα στην ομίχλη και πως πρέπει να επιστρέψω στην αίθρια περιοχή όσο είμαι ακόμη καλά. Αλλά είναι αργά πια. Το αυτοκίνητο έχει διανύσει και τα τελευταία μέτρα της καθαρής ατμόσφαιρας και πριν προλάβω να αλλάξω πορεία, έχω μπει μέσα στην περιοχή της ομίχλης.
Η αλλαγή είναι δραματική. Από τη μια στιγμή στην άλλη, έξω από το αυτοκίνητο δεν μπορώ να δω απολύτως τίποτε. Τέτοια πυκνή ομίχλη δεν έχω δει άλλη φορά. Με δυσκολία διακρίνω το οδόστρωμα, ακόμη κι ακριβώς μπροστά μου. Οι διαχωριστικές γραμμές είναι δυσδιάκριτες και πρακτικά δε μπορώ να ξεχωρίσω τίποτε άλλο. Μειώνω την ταχύτητά μου στα είκοσι χιλιόμετρα την ώρα. Και ίσως ακόμη κι αυτή είναι μεγάλη για τις συνθήκες όπου βρίσκομαι. Είναι μια από τις στιγμές που μετανιώνω για το γεγονός πως δεν έχω συσκευή GPS στο αυτοκίνητο ή στο κινητό μου τηλέφωνο. Θα βοηθούσε πολύ στην οδήγηση μέσα σε τέτοιες άσχημες συνθήκες.
Υποθέτοντας βέβαια, πως μια συσκευή GPS θα εξακολουθούσε να δούλευε. Κάτι για το οποίο δεν είμαι πια σίγουρος.
Προχωρώ έτσι για ένα λεπτό ακόμη, έχοντας την προσοχή μου όλη στραμμένη μπροστά μου, να διακρίνω ό, τι μπορώ από το δρόμο. Ακόμη κι έτσι, έρχεται η στιγμή που νιώθω τους τροχούς από τη δεξιά πλευρά να κατεβαίνουν πιο χαμηλά και τους ακούω να κινούνται πάνω σε χαλίκια. Βγήκα από το δρόμο! Με πιάνει ξαφνικός πανικός. Στρίβω απότομα το τιμόνι προς τα αριστερά και νιώθω τις ρόδες να ανεβαίνουν ξανά στην άσφαλτο. Πατάω με όλη τη δύναμη το φρένο και το αυτοκίνητο σταματάει. Σβήνει κιόλας, μιας και στον πανικό μου ξέχασα να βάλω νεκρό.
Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Ήμουν τυχερός. Δεκαπέντε χιλιόμετρα παρακάτω, ο δρόμος αρχίζει και ανηφορίζει προς κάτι λόφους. Αν είχα βγει από το οδόστρωμα σε εκείνο το σημείο, θα είχα φύγει στην πλαγιά και τώρα θα βρισκόμουν πολύ πιο χαμηλά, πιθανότατα τραυματισμένος και μέσα σε ένα αναποδογυρισμένο και κατεστραμμένο αυτοκίνητο. Αν και δεν διένυσα τόσο μεγάλη απόσταση μέσα στην ομίχλη, δεν βλέπω σημάδια πως πρόκειται να αραιώσει. Είναι αδύνατο να συνεχίσω με τέτοιες συνθήκες. Μου σχηματίζεται η ιδέα να εγκαταλείψω το αυτοκίνητο και να προχωρήσω πεζός. Αλλά σύντομα απορρίπτω την ιδέα αυτή. Δεν μπορώ να αφήσω το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου και να πέσει κάποιος άλλος επάνω του, επειδή δεν το έχει δει. Ούτε μπορώ να ρισκάρω να επιχειρήσω να το σταθμεύσω στην άκρη του δρόμου και να το ρίξω μέσα σε κάποιο χαντάκι.
Οι χτύποι της καρδιάς μου έχουν επανέλθει σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Το παίρνω απόφαση πως πρέπει να επιχειρήσω να επιστρέψω. Βάζω ξανά εμπρός το αυτοκίνητο και στρίβω προς τα δεξιά. Συνεχίζω να στρίβω μέχρι να υπολογίσω πως έχω ξεκινήσει να κινούμαι αντίστροφα. Βέβαια, δεν μπορώ να είμαι απόλυτα σίγουρος για αυτό και θεωρώ πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να κάνω λίγα μόνο μέτρα και να βγω ξανά από το δρόμο.
Αλλά μπορεί και όχι. Μπροστά μου φαίνεται πως καθαρίζει λίγο η ατμόσφαιρα. Δεν έχω την εξαιρετική ορατότητα, αλλά τουλάχιστον είμαι σίγουρος πως μπορώ να ακολουθώ το δρόμο αν πηγαίνω με χαμηλή ταχύτητα. Αν βελτιώνεται πράγματι η ορατότητα, ίσως είναι καλή ιδέα να επιχειρήσω ξανά να φύγω. Αλλά ένα βλέμμα προς τα πίσω με απογοητεύει ξανά. Στο δρόμο που οδηγεί προς τα έξω, η ομίχλη παραμένει αδιαπέραστη. Μόνο προς την κατεύθυνση που θα με φέρει ξανά στην πόλη, είναι ελαφρώς πιο αραιή.
Σχεδόν σα να υπάρχει κάποια δύναμη που θέλει να με κρατήσει μέσα στην πόλη, για κάποιο λόγο.
Σχεδόν με έχουν επηρεάσει όλα αυτά τα περίεργα που συμβαίνουν και κάνω τρελές σκέψεις. Σαν την άλλη νωρίτερα, πως κάτι θα υπήρχε μέσα στην ομίχλη και θα μου έκανε επίθεση. Άκου εκεί, δύναμη που θέλει να με κρατήσει μέσα στην πόλη και ελέγχει την πυκνότητα της ομίχλης! Είμαι σίγουρος πως θα υπάρχει μια απόλυτα λογική εξήγηση για αυτό και για όλα τα άλλα τα οποία συμβαίνουν. Αρκεί να ανακαλύψω την εξήγηση αυτή.
Χαμένος στις σκέψεις μου, περνάω από την περιοχή της ομίχλης στην αίθρια περιοχή χωρίς να το καταλάβω. Το πρώτο μου συναίσθημα είναι μια ελαφριά ανακούφιση μιας και επιτέλους βλέπω μπροστά μου, ακόμη κι αν εξακολουθώ να μην ξέρω κάτι για την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι. Η πρώτη μου σκέψη είναι πως τελικά τίποτα δεν με περίμενε μέσα στην ομίχλη.
Η ανακούφιση όμως δεν κράτησε πολύ, καθώς ξανά συνειδητοποιώ πως είμαι χαμένος. Τώρα καταλαβαίνω πως νιώθει ένα ποντίκι σε ένα εργαστήριο, το οποίο το έχουν αφήσει μέσα σε έναν λαβύρινθο και γυρνάει εδώ κι εκεί χωρίς να μπορεί να βρει την έξοδο.
Λες να είναι αυτό; Να είμαι το πειραματόζωο κάποιου σε κάποιο πείραμα το οποίο αγνοώ;
Αν είναι έτσι, ποιος το οργάνωσε αυτό το πείραμα; Με ποιον σκοπό; Γιατί επέλεξε εμένα ως πειραματόζωο και τι απέγιναν οι συμπολίτες μου; Δεν μπορώ να δώσω απάντηση σε αυτό. Από συνήθεια κοιτάζω το κινητό μου, αλλά το μηδενικό σήμα παραμένει. Δεν μπορώ να ελπίζω πως θα επικοινωνήσω με κάποιον με αυτό τον τρόπο.
Περνάω μπροστά από την αυλή ενός ναού. Η πόρτα του είναι ανοιχτή. Νιώθω μια ξαφνική έλξη να μπω μέσα. Τα τελευταία χρόνια είχα απομακρυνθεί από την Εκκλησία. Στην καλύτερη περίπτωση, να παρακολουθήσω τη Θεία Λειτουργία τα Χριστούγεννα, μια ή δυο φορές μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα και ίσως μια ή δυο φορές ακόμη μέσα στη χρονιά. Δεν έχω κάτι ενάντια της θρησκείας, εξακολουθώ να θεωρώ τον εαυτό μου Χριστιανό Ορθόδοξο. Απλά δεν εγκρίνω πολλές από τις πράξεις των ανθρώπων της Εκκλησίας και τους θεωρώ ανάμεσα στους χειρότερους εχθρούς της, σκοπίμως ή μη.
Σήμερα όμως, νιώθω έντονη τη διάθεση να μπω μέσα και να προσευχηθώ λίγο. Παρκάρω λίγο παρακάτω στο δρόμο. Σήμερα έχω την αίσθηση πως δεν θα δυσκολευτώ να βρω θέση για παρκάρισμα οπουδήποτε το επιθυμήσω. Βγαίνω από το αυτοκίνητο και βαδίζω γρήγορα προς το ναό. Ο καιρός έχει ζεστάνει κι άλλο. Δεν θα ήμουν άνετα αν κούμπωνα το φερμουάρ από το πανωφόρι μου.
Φτάνω στην είσοδο του ναού και κοντοστέκομαι. Τα ηλεκτρικά φώτα είναι σβηστά, ο μόνος φωτισμός στο εσωτερικό του ναού είναι από την ανοιχτή πόρτα και από τα παράθυρα. Είναι σχετικά σκοτεινά σε σχέση με τη λαμπρή μέρα στο εξωτερικό του. Μου έρχεται ανάμνηση από μια ταινία τρόμου που είχα δει πρόσφατα, όπου ο πρωταγωνιστής συνήλθε σε ένα νοσοκομείο ύστερα από κώμα αρκετών ημερών. Βρέθηκε κι αυτός σε μια πόλη όπου εκτός από αυτόν δεν κινούταν τίποτε. Είχε κι αυτός αποφασίσει να μπει σε έναν ναό κι εκεί ανακάλυψε τι είχε συμβεί με μάλλον ξαφνικό τρόπο. Οι συμπολίτες του είχαν μετατραπεί σε αιμοβόρα τέρατα, και κάποιοι κρύβονταν στο ναό κάνοντάς του επίθεση όταν αυτός είχε μπει μέσα.
Βέβαια, εγώ δεν είμαι πρωταγωνιστής σε ταινία και ο κόσμος δεν μετατρέπεται σε τέρατα από τη μια στιγμή στην άλλη. Έτσι, μπαίνω μέσα στον σκοτεινό ναό χωρίς δισταγμό. Όπως περίμενα, είναι έρημος. Από συνήθεια, βγάζω ένα νόμισμα και το ρίχνω στο παγκάρι. Επιλέγω ένα κερί από μια στοίβα κεριών που είναι χρώματος σκούρου καφέ. Αυτά αποτελούνται από φυσικό κερί κι όχι από παραφίνη όπως τα αυτά που χρησιμοποιούνται συνήθως. Το άρωμά του φτάνει στη μύτη μου, πλούσιο και ευχάριστο.
Δεν υπάρχει άλλο κερί αναμμένο αλλά αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Σε μια από τις τσέπες μου βρίσκω έναν αναπτήρα και τον χρησιμοποιώ για να ανάψω το κερί που κρατάω. Το τοποθετώ στο μανουάλι και παρατηρώ για λίγο το αδύναμο φως που βγάζει, μόνο του μέσα σε αυτό τον σκοτεινό και άδειο ναό.
Κάπως έτσι είμαι κι εγώ, υποθέτω. Μόνος μέσα στην έρημη πόλη. Χωρίς να έχω κάποια ένδειξη πως υπάρχει και κάποιος άλλος. Χωρίς τρόπο να ξεφύγω. Χωρίς τρόπο να επικοινωνήσω με τον υπόλοιπο κόσμο, ακόμη κι αν υπάρχει κάποιος με τον οποίο μπορώ να επικοινωνήσω. Με βαριά βήματα πηγαίνω προς μια σειρά από καρέκλες και κάθομαι στην πιο κοντινή.
Νιώθω δάκρια να έρχονται ξανά στα μάτια μου. Οι απορίες μου είναι πολλές κι απάντηση δεν υπάρχει καμία. Έχουν πράγματι εξαφανιστεί όλοι; Τα αγαπημένα μου πρόσωπα δεν υπάρχουν πια κι έχω μείνει μόνος; Θα τους ξαναδώ; Τι να κάνω; Που να τους αναζητήσω;
Τι συμβαίνει;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου