Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 19ο



«Πως θα το περάσουμε αυτό;» ακούω τη Μαρία να ρωτάει. Σκέφτομαι πως αυτό είναι μια καλή ερώτηση. Με το αυτοκίνητο, σίγουρα δεν γίνεται. Βγαίνουμε από μέσα και πλησιάσουμε πεζοί, ώστε να εξετάσουμε πιο καλά το νέο μυστήριο που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μας. Για καλό και για κακό, παίρνω μαζί μου το όπλο και τα φυσίγγια.
Έχω πάψει να εκπλήσσομαι με καθετί περίεργο που συναντώ από χθες το πρωί. Σε άλλη περίπτωση, σίγουρα θα καθόμουν να αναλογιστώ την αιτία της δημιουργίας αυτού του χάσματος που διασχίζει το δρόμο. Δεν είναι πολύ πλατύ, ίσως εξήντα ή εβδομήντα εκατοστά. Άνετα μπορούμε να περάσουμε από πάνω του. Το αυτοκίνητο είναι σίγουρο πως θα κολλήσει εκεί. Άρα, όσο προχωρήσαμε με αυτό, προχωρήσαμε. Από εδώ και κάτω μόνο με τα πόδια μπορούμε να συνεχίσουμε.
Είναι περίεργο, όμως. Καθώς το κοιτάζω, μου δημιουργείται η ίδια αίσθηση που είχα όταν αντίκριζα εκείνη την σκοτεινή επιφάνεια, μέσα στη ντουλάπα του σπιτιού της Μαρίας. Κατεβάζω το πόδι μου και διαπιστώνω πως δεν πρόκειται απλά για μια επιφάνεια που είναι βαμμένη μαύρη, αλλά πράγματι είναι κενό.
Κενό. Απόλυτο, μαύρο κενό. Σα να ξεφλουδίστηκε ο κόσμος όπως μας τον εμφανίζουν οι αισθήσεις μας και να αποκαλύφθηκε το κενό που υπάρχει από πίσω του. Κρυμμένο καλά, αυτό που μας περιμένει όλους μας.
Αν συνέβαινε να το αντιμετωπίσω κάποια άλλη στιγμή, ίσως αφιέρωνα χρόνο να σκεφτώ τις μεταφυσικές προεκτάσεις αυτού του γεγονότος. Τώρα όμως, δεν έχω ούτε διάθεση, ούτε υπομονή να καθυστερήσω με αυτές τις σκέψεις. Το έδαφος στην άλλη πλευρά του χάσματος φαίνεται εξίσου στέρεο με αυτό από την από εδώ πλευρά. Έτσι, κάνω ένα βήμα και περνάω από πάνω του.
Γυρίζω προς την κατεύθυνση από όπου ήρθα και βλέπω πως η Μαρία διστάζει να επιχειρήσει να περάσει το χάσμα. Απλώνω το χέρι μου προς το μέρος της να την ενθαρρύνω.
«Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτα το τρομερό. Μπορείς να το περάσεις άνετα κι εσύ. Έλα, Δώσε μου το χέρι σου να σε κρατάω», της λέω. Αυτή με υπακούει, αν και με δισταγμό. Την πιάνω και τη βοηθάω να περάσει κι αυτή. Κοιτάζω το μονοπάτι που ελίσσεται σαν φίδι, ανεβαίνοντας την πλαγιά του λόφου.
Θα πρέπει να το ανεβούμε με τα πόδια. Η διαδρομή θα μας πάρει τουλάχιστον είκοσι λεπτά.
Ίσως και περισσότερο, αφού όταν την κάλυπτα μέσα σε ένα εικοσάλεπτο, δεν είχα μαζί μου ένα μικρό κοριτσάκι και δεν είχα και τον τραυματισμό…
…μόλις συνειδητοποίησα πως το τραυματισμένο πόδι μου δεν με έχει ενοχλήσει καθόλου όλη τη μέρα. Το πρωί, την ώρα που ξύπνησα, τι έκανε; Δεν μπορώ να θυμηθώ με βεβαιότητα. Σίγουρα όμως, από την ώρα που φύγαμε από το σπίτι της Μαρίας, δεν με έχει ενοχλήσει καθόλου. Κι ας έχω περπατήσει μεγάλη απόσταση. Το φυσιολογικό θα ήταν, να με πονάει πολύ σε κάθε μου βήμα.
Ανασηκώνω τους ώμους. Άλλο ένα παράξενο που ίσως βρει απάντηση κάποια στιγμή.
«Λοιπόν, έχουμε περπάτημα από εδώ και μπρος», λέω στη Μαρία. «Μπορείς να το καταφέρεις;»
«Φυσικά!» αναφωνεί και με κοιτάζει γουρλώνοντας τα μάτια της. Δείχνει να νιώθει μεγάλη έκπληξη. «Δεν είμαι μικρή!»
Στο άκουσμα του τελευταίου σχόλιού της, με δυσκολία κρατήθηκα να μην γελάσω. Παρά την προσπάθεια που έκανα όμως, ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου.
«Ό, τι πείτε, μεγάλη κυρία!» είπα και έκανα μια υπόκλιση. Το χαμόγελο μετατράπηκε σε γέλιο. Η Μαρία μούτρωσε.
«Ας ξεκινήσουμε», είπα και στάθηκα ξανά στητός. Το ύφος μου σοβάρευσε ξανά. «Έχουμε αρκετή απόσταση να περπατήσουμε».

Τελικά μας πήρε πολύ παραπάνω από είκοσι λεπτά για να φτάσουμε στο ξωκλήσι. Δεν είχα υπολογίσει πως η Μαρία θα σταματούσε και θα χάζευε πολλά από τα δένδρα που ήταν διάσπαρτα και από τις δυο πλευρές του δρόμου. Άπλωνε τα χεράκια της και περιεργάζονταν τα δένδρα και τα λουλούδια.
Μια φορά μάλιστα, πήγε υπερβολικά κοντά σε μια απότομη κατηφόρα, στην προσπάθειά της να φτάσει και να περιεργαστεί ένα ακόμη λουλούδι. Ευτυχώς που πρόλαβα και την έπιασα, λίγο πριν χάσει την ισορροπία της και φύγει προς τα κάτω.
Και η ανάβαση καθαυτή ήταν άνετη. Δεν είχε πολύ κρύο και ο ήλιος φώτιζε και ζέσταινε ευχάριστα τον τόπο. Θα ήταν μια ευχάριστη βόλτα, αν δεν είχα το νου μου τόσο πολύ στον προορισμό μας.
Και κυρίως, στο τι θα μάθαινα και ποια από τα συμπεράσματά μου θα επαληθεύονταν.
Τελικά, φτάσαμε στο ξωκλήσι. Είναι τοποθετημένο γύρω στα πενήντα μέτρα απόσταση εκτός του δρόμου τον οποίο ακολουθούσαμε, χτισμένο σε έναν σκαμμένο, επίπεδο χώρο. Παντού τριγύρω ο χώρος είναι γεμάτος πεύκα. Όπως ερχόμαστε, το ξωκλήσι είναι τοποθετημένο στα δεξιά. Στην αριστερή πλευρά υπάρχει μια σειρά από μεγάλα, ξύλινα παγκάκια και στο βάθος μια πέτρινη βρύση.
Η Μαρία αφήνει το χέρι μου και φεύγει μπροστά, με κατεύθυνση προς την βρύση. Την αφήνω. Από όσο ξέρω, το νερό που βγαίνει προέρχεται κατευθείαν από το βουνό και είναι καθαρό. Εγώ ο ίδιος έχω πιεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των περιπάτων μου. Μόνο ένας κίνδυνος υπάρχει.
«Αν διψάς και θες να πιείς, κάντο αργά και με μικρές γουλιές. Να μην σε πονέσει ο λαιμός σου», της φωνάζω. Γυρίζει προς το μέρος μου, κάνει ένα μικρό νόημα πως συμφωνεί και συνεχίζει μπροστά.
Εγώ δεν έχω το νου μου στη βρύση και στο νερό. Κοιτάζω τριγύρω, αναζητώντας αυτόν τον άνθρωπο που μας έφερε εδώ. Δεν υπάρχει κάποιο σημάδι. Κάνω το γύρο της εκκλησίας με το όπλο μου προτεταμένο. Η πόρτα είναι κλειδωμένη με ένα χοντρό λουκέτο. Δεν υπάρχει σημάδι κάποιας άλλης ανθρώπινης ύπαρξης. Πηγαίνω και ελέγχω το ρυάκι που ξεκινάει από τη βρύση και κατηφορίζει την πλαγιά. Ούτε εκεί διακρίνω κάτι.
Νιώθω μια ξαφνική απογοήτευση να με καταβάλλει. Ήρθαμε μέχρι εδώ χωρίς λόγο; Με αργά, βαριά βήματα κατευθύνομαι προς ένα από τα παγκάκια. Σωριάζομαι πάνω. Απλώνω τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι και βάζω το κεφάλι μου πάνω τους.
Από τα δεξιά μου ακούω βήματα να με πλησιάζουν. Χωρίς να κοιτάξω, καταλαβαίνω πως είναι η Μαρία που έρχεται κοντά μου, από τη βρύση. Χωρίς να μιλήσει, έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Δεν γυρίζω να την κοιτάξω. Κρατάω το κεφάλι μου πάνω στο τραπέζι. Δεν θέλω να το σηκώσω. Δεν θέλω να μιλήσω με κανέναν και δεν θέλω να κοιτάξω τίποτε.
«Καλώς τους», ακούω ξαφνικά μια γνώριμη φωνή, προερχόμενη από πίσω μου. Με τρομάζει και πετάγομαι όρθιος. Γυρίζω και βλέπω εκείνον τον ταλαιπωρημένο πωλητή να στέκεται μπροστά μου, έχοντας τα χέρια του μέσα στις τσέπες από τα παντελόνια του.
Ξεκρεμάω από τον ώμο μου το όπλο και το φέρνω στο πλάι της μέσης μου. Σημαδεύω προς το μέρος όπου στέκονταν. Το μόνο που κάνει ως απάντηση, είναι να ξεκαρδιστεί στα γέλια. Αυτή η αντίδρασή του με αποκαρδιώνει.
«Βάλ’ το… αυτό… εκεί που… ήταν… πριν… χτυπήσεις… κανέναν!» καταφέρνει να ψελλίσει, τις λίγες φορές που παίρνει ανάσα ανάμεσα στα γέλια του. Το δόντι που λείπει, κυριολεκτικά λάμπει δια της απουσίας του.
Η οργή μου φουντώνει. Ποιος είναι αυτός που μας ειρωνεύεται έτσι; Τι θέλει;
«Σε συμβουλεύω να σταματήσεις να γελάς σύντομα και να μου πεις γιατί είπες στη μικρή να έρθουμε εδώ», του λέω με φωνή υπερβολικά ήρεμη. Σηκώνω το όπλο και τον σημαδεύω στο πρόσωπο. Νιώθω πως η Μαρία έχει έρθει δίπλα μου και έχει αγκαλιάσει σφιχτά το ένα μου πόδι. Υποθέτω πως φοβάται πολύ αυτή τη στιγμή.
«Κι όσο συντομότερα σταματήσεις, τόσο το καλύτερο για σένα», του λέω με την ίδια ήρεμη φωνή. Αμέσως μετάνιωσα για την απειλή που ξεστόμισα. Παρά την επιφανειακή ηρεμία μου, μέσα μου έτρεμα στην προοπτική να μη με υπάκουγε. Δεν είχα κανέναν σκοπό να τον πυροβολήσω.
Βλέπω πως η απειλή μου μάλλον αποδίδει καρπούς, καθώς ο άνδρας αυτός σταματάει σταδιακά να γελάει. Με κοιτάζει με ένα σοβαρό ύφος στο πρόσωπό του.
«Κι εγώ σε συμβουλεύω, να μην απειλείς κάποιον αν δεν έχεις σκοπό να πραγματοποιήσεις την απειλή σου», λέει και η φωνή του ακούγεται βροντερή.
Προφανώς κατάλαβε τη μπλόφα μου. Κατεβάζω το όπλο, αφού δεν έχει νόημα να τον σημαδεύω πλέον. Και οι δυο ξέρουμε πως δεν πρόκειται να πατήσω τη σκανδάλη.
«Και ούτως ή άλλως, δεν θα κέρδιζες τίποτα με το να με πυροβολούσες», συνεχίζει ο άνδρας, με πιο ήπιο τόνο αυτή τη φορά. «Δεν συγκαταλέγομαι ανάμεσα στους εχθρούς σου».
Η τελευταία παρατήρηση μου κεντρίζει το ενδιαφέρον. «Ποιους εχθρούς έχω; Σε τι πράγμα αναφέρεσαι;» ρωτάω.
Τον βλέπω να παίρνει μια βαθιά ανάσα και ένα συλλογισμένο ύφος στο πρόσωπό του.
«Μάλλον πρέπει να σου τα εξηγήσω από την αρχή. Αλλιώς, φοβάμαι πως θα μπερδευτείς ακόμα χειρότερα», λέει ύστερα από αρκετή ώρα αναμονής.
«Νομίζω πως αυτό όντως θα είναι το καλύτερο να κάνεις», συμφωνώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου