Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 1ο



«Με πέντε ευρώ παίρνεις αυτό το φυλαχτό που θα σου αλλάξει τη ζωή!» κραύγασε ο πλανόδιος πωλητής για μια ακόμη φορά. Αρχίζει και με εκνευρίζει αυτός ο τύπος. Εδώ και αρκετή ώρα φαίνεται να ακολουθεί παρόμοια πορεία με μένα, καθώς βαδίζω κοιτώντας τις βιτρίνες των μαγαζιών γύρω από το Μοναστηράκι. Αν και είναι από τις πρώτες μέρες του Δεκεμβρίου, η μέρα είναι ηλιόλουστη. Η θερμοκρασία είναι χαμηλή, σε τέτοιο επίπεδο ώστε κάθε εκπνοή μου να σχηματίζει ένα μικρό σύννεφο από υδρατμούς, το οποίο αιωρείται στιγμιαία μπροστά στο πρόσωπό μου πριν να εξαφανιστεί. Αλλά αυτό είναι αναμενόμενο για την εποχή. Γενικά, η μέρα είναι ιδανική για μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας.
Το μόνο στοιχείο που προσπαθεί να μου χαλάσει τη διάθεση, είναι αυτός ο ενοχλητικός πωλητής. Μου θυμίζει τα spam mail, αυτά τα απαράδεκτα ηλεκτρονικά μηνύματα που πάντα λένε τη μια ή την άλλη παραλλαγή του «Στείλε αυτό σε 5 άτομα, αλλιώς μια μεγάλη συμφορά θα σε βρει στο άμεσο μέλλον» Ανάλογα με την προέλευση του εκάστοτε email, αυτή η συμφορά ποικίλλει από οικονομική καταστροφή μέχρι την κατάρα των Φαραώ. «Αν το στείλεις σε 15 άτομα, κάτι καλό θα σου συμβεί». Τα λόγια τούτου εδώ του πωλητή μου ακούγονται το ίδιο παράλογα. Δεν καταλαβαίνει πως σήμερα είναι ελάχιστοι πια οι αφελείς που τα πιστεύουν αυτά;
Ίσως βέβαια και να μην είναι τόσο ελάχιστοι αυτοί που πείθονται από αυτά τα μηνύματα και τα αναπαράγουν, αν κρίνουμε από τον ρυθμό με τον οποίο εξακολουθώ να τα λαμβάνω. Αυτό δεν το θεωρώ και τόσο καλό σημάδι για το μέσο όρο νοημοσύνης του ανθρώπινου είδους εν έτει 2013.
Ή απλά, ίσως γίνομαι υπερβολικά κακός όταν σκέφτομαι τέτοια πράγματα.
Μπαίνω σε ένα κατάστημα με παπούτσια. Δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα να αγοράσω κάτι, μιας κι έχω ήδη πάρει αυτά που ήθελα. Νωρίτερα, είχα αγοράσει μια ζώνη για μένα και ένα βραχιόλι με πολύχρωμα πετραδάκια για την Ελένη. Ο κύριος σκοπός της εισόδου μου στο νέα κατάστημα, ήταν η επιθυμία μου να προχωρήσει πιο μακριά αυτός ο πωλητής. Δεν μπορώ να καταλάβω το λόγο, αλλά με ενοχλεί πάρα πολύ να τον ακούω να λέει συνέχεια τα ίδια πράγματα.
«Καλησπέρα. Μπορώ να σας βοηθήσω;» ακούω μια γυναικεία φωνή να λέει από τα δεξιά μου. Γυρίζω προς τα δεξιά και βλέπω μια κοντούλα, αδύνατη κοπέλα να μου χαμογελάει. Τα μαλλιά και τα ρούχα της είναι μαύρα κι ένα σκουλαρίκι γυαλίζει στο κάτω χείλος της, από τη δεξιά του πλευρά.
«Απλά κοιτάζω προς το παρόν, ευχαριστώ. Όταν χρειαστώ βοήθεια, θα σας καλέσω», της απαντάω. Η κοπέλα μου χαμογελάει ξανά και στρέφει την προσοχή της σε ένα ζευγάρι εφήβων που εισήλθε μετά από μένα στο κατάστημα. Εγώ μένω να κοιτάζω αφηρημένα μια σειρά από ζευγάρια μαύρων αρβύλων, που έχουν καρφιά σε διάφορα σημεία. Αυτά δεν είναι του γούστου μου με τίποτε.
Ακούω πως η υπάλληλος έχει πιάσει ζωηρή κουβέντα με τους δυο νέους. Ίσως και να είναι γνωστοί της. Όπως και να’ χει, δεν βρίσκω τη σκηνή ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και κοιτάζω άλλη μια φορά τις σειρές με τα παπούτσια. Κοιτάζω το κινητό μου και βλέπω πως μου έχουν απομείνει γύρω στα τριάντα λεπτά μέχρι να έρθει η ώρα για το ραντεβού μου.
Βγαίνω από το κατάστημα και ξεκινάω προς την πλατεία Μοναστηρίου. Από εκεί σκοπεύω να ανεβώ πεζός, με χαλαρό ρυθμό την οδό Ερμού έως την πλατεία Συντάγματος. Αν θυμάμαι καλά, το γραφείο όπου έχω να πάω είναι εκεί κοντά. Όταν τελειώσω με τη συνέντευξη, θα χρησιμοποιήσω μετρό κι ηλεκτρικό για θα επιστρέψω στον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων. Από εκεί, θα φύγω από την πρωτεύουσα.
Κρατώντας τις μικρές σακούλες με τα πράγματα που αγόρασα και περπατώντας με αργό ρυθμό, δεν μου παίρνει πάνω από τρία λεπτά να φτάσω στην πλατεία Μοναστηρίου. Ύστερα, άλλα τόσα μέχρι να βρεθώ στην οδό Ερμού.
«Ε, φίλε!» Από ένα στενό πετάγεται ο ίδιος ενοχλητικός πωλητής και πλησιάζει προς το μέρος μου περπατώντας γρήγορα.
«Για σένα, δυο ευρώ. Πάρτο και θα με θυμηθείς. Σε δυο μέρες από τώρα θα σου αλλάξει τη ζωή!» Προφανώς ο τύπος εκτός από επίμονος, είναι και απογοητευμένος από τις πωλήσεις του.
Δεν πειράζει. Δυο ευρώ δεν είναι πολλά προκειμένου να τον ξεφορτωθώ. Απλώνω το χέρι και πιάνω το φυλακτό. Εντάξει, δεν είναι και τόσο άσχημο. Tο περίγραμμά του είναι κυκλικό κι έχει διάμετρο περίπου δυο εκατοστά. Στο εσωτερικό του περιγράμματος έχει έναν σταυρό, με την κάθε πλευρά να έχει πάχος μισό εκατοστό. Στα σημεία όπου ο σταυρός ακουμπάει στο περίγραμμα, είναι σκαλισμένα κάποια μικρά σύμβολα. Το φέρνω πολύ κοντά στα μάτια μου, αλλά δεν μπορώ να διακρίνω τι απεικονίζουν.
Είναι ωραίο τελικά. Ξαφνικά συνειδητοποιώ πως είναι υπερβολικά ωραίο για να το δίνει αυτός ο τύπος με αντίτιμο μόνο δυο ευρώ. Τον κοιτάζω από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Υποθέτω πως η καχυποψία μου φαίνεται στο βλέμμα μου, αλλά αυτό δεν με απασχολεί. Εξάλλου, αυτό ακριβώς νιώθω.
Ο πωλητής έχει τα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου. Τα ρούχα του φαίνονται πολύ παλιά και φθαρμένα. Φοράει λευκά αθλητικά παπούτσια και το αριστερό έχει μια μικρή τρύπα, στην περιοχή ακριβώς μπροστά από το μικρό του δάχτυλο. Η όψη του δείχνει πως είναι αρκετά ταλαιπωρημένος.
Ξαφνικά χαμογελάει πλατιά και τα δόντια του αστράφτουν κάτασπρα. Η μόνη παραφωνία προέρχεται από έναν από τους κοπτήρες του πάνω σαγονιού, ο οποίος λείπει και δίνει ένα περίεργο στυλ σε αυτό το χαμόγελο. Μου φέρνει στο μυαλό κάποιο παιδί που είναι στο στάδιο όπου τα παιδικά του δόντια χάνονται και τα κανονικά του δεν έχουν ξεκινήσει να φυτρώνουν ακόμη.
Ανακαλύπτω μέσα μου πως δεν μου αρέσει αυτό το χαμόγελο. Το βρίσκω υπερβολικά προσποιητό.
«Πράγματι σου το δίνω πολύ φτηνά, αλλά βιάζομαι να φύγω από αυτό τον αναθεματισμένο τόπο και να επιστρέψω στα μέρη μου», είπε, σχεδόν σα να διάβασε τις σκέψεις μου.
Το χαμόγελο δεν εγκατέλειψε το πρόσωπό του. Εξακολουθώ να θεωρώ αυτό το χαμόγελο περίεργο, αλλά τα λεγόμενά του έχουν μια λογική. Ούτε εγώ θα ήθελα να μείνω παραπάνω από όσο χρειάζεται στην Αθήνα. Έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στην επαρχία και βρίσκω την Αθήνα μουντή και απρόσωπη. Μια τεράστια μηχανή, που αν σε αρπάξει στα γρανάζια της, σε απορροφάει. Κι όταν το κάνει αυτό, σου στερεί την ατομικότητα και σε κάνει ένα ακόμη μέρος του πλήθους των πολλών εκατομμυρίων που είναι οι κάτοικοί της. Γίνεσαι ένας ακόμη ανώνυμος μέσα σε μια τεράστια ποσότητα ανώνυμων.
Όπως και να έχει, το πήρα απόφαση. Βρίσκω το πορτοφόλι μου, βγάζω από μέσα ένα νόμισμα των δυο ευρώ και το δίνω στον πωλητή. Με το που το παίρνει, σταματάει να χαμογελάει προσωρινά, μέχρι να βάλει το νόμισμα στην δεξιά του τσέπη. Ύστερα χαμογελάει ξανά.
«Φόρεσέ το», με προτρέπει. Είναι πολύ περίεργος άνθρωπος τελικά. Αλλά ευτυχώς, σκέφτομαι πως σε λίγο θα τον ξεφορτωθώ. Βρίσκω πως με παρηγορεί αυτή η σκέψη. Το φοράω γύρω από το λαιμό μου. Τον κοιτάζω ξανά στο πρόσωπο και βλέπω μια φευγαλέα λάμψη στα μάτια του. Η λάμψη έμεινε για μια στιγμή κι εξαφανίστηκε πριν καν προλάβω να σιγουρευτώ πως υπήρχε.
Έχω αρχίσει πια να νιώθω πολύ δυσάρεστα κοντά σε αυτό το πρόσωπο. Νιώθω έντονα την ανάγκη να απομακρυνθώ από αυτόν. Όσο το δυνατόν γρηγορότερα, να πάψω να τον αντικρίζω άλλο.
«Αύριο, η μέρα είναι Κυριακή. Θα με θυμηθείς τότε», είπε ο πωλητής. Δεν θέλω να ακούσω οτιδήποτε άλλο. Του γυρίζω την πλάτη και συνεχίζω να ανεβαίνω την οδό Ερμού, με κατεύθυνση την πλατεία Συντάγματος.
Έκανα μόλις δέκα βήματα, όταν κάτι με ωθεί να κοιτάξω πίσω μου. Διαπιστώνω πως ο περίεργος αυτός τύπος ήταν άφαντος. Επιστρέφω λίγα μέτρα πίσω, μέχρι τη διασταύρωση, και κοιτάζω τριγύρω. Η κίνηση έχει αρχίσει να αραιώνει λόγω της περασμένης ώρας, ο κόσμος που περνάει εκείνη τη στιγμή από το σημείο δεν είναι πολύς. Παρ’ όλα αυτά, ο πωλητής έχει εξαφανιστεί.
Ανασηκώνω τους ώμους. Γιατί να με ενδιαφέρει το τι απέγινε; Το καλό είναι πως ησύχασα από αυτόν. Βγάζω το φυλακτό από τον λαιμό μου και το βάζω στην τσέπη μου. Τουλάχιστον η περίεργη αυτή συνάντηση είχε ένα μικρό κέρδος, αυτό το όμορφο αντικείμενο. Ακόμη και που δεν πιστεύω τα παραμύθια του πως αυτό το μικρό αντικείμενο θα αλλάξει τη ζωή μου στην πραγματικότητα. Ύστερα γυρίζω ξανά προς την πλατεία Συντάγματος και ξεκινώ να περπατώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου