Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Η Φωνή



Άμμος.
Άμμος και σκόνη, παντού στον αέρα τριγύρω. Όπου κι αν έστρεφε το βλέμμα του ο Ντάγκουν Φόρμπε, αντίκριζε την ίδια κιτρινωπή απόχρωση. Ο άνεμος είχε αρχίσει να ανεβάζει την έντασή του ξανά. Αν δυνάμωνε λίγο ακόμη, η ομάδα θα αναγκάζονταν να σταματήσει την πορεία της για εκείνη την ημέρα και να κατασκηνώσει.
Με το αριστερό του χέρι, άφησε το χαλινάρι. Προσπάθησε να ισιώσει λίγο τις εξωτερικές από τις πολλές λουρίδες ύφασμα που κάλυπταν το πρόσωπο και το κεφάλι του, με σκοπό να εμποδίσει την άμμο από το να εισέρχεται. Η προσπάθειά του ήταν μάταιη. Η άμμος έβρισκε ακόμη και το πιο μικρό άνοιγμα στην ενδυμασία του και έμπαινε στα μάτια του, στη μύτη και το στόμα του.
Ένιωσε ξανά ενόχληση στα μάτια από την άμμο και τα έκλεισε. Άκουσε μια σιγανή μελωδία με άγνωστες λέξεις, προερχόμενη από τα δεξιά του. Όταν τα ξανάνοιξε, κοίταξε προς το μέρος εκείνο. Είδε πως οι δυο ντόπιοι συνοδοί τους είχαν αρχίσει να τραγουδάνε ένα τραγούδι στη μυστήρια γλώσσα τους. Ο Ντάγκουν Φόρμπε δεν μπορούσε να καταλάβει τον τρόπο με τον οποίο οι μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής, μπορούσαν και ζούσαν όλη τους τη ζωή εκεί και μάλιστα κινούνταν χωρίς πρόβλημα, ακόμη και στις χειρότερες συνθήκες σε αυτή την αφιλόξενη έκταση γης. Αυτός δεν είχε προλάβει να μείνει περισσότερους από τριάντα κύκλους του ήλιου σε εκείνο το μέρος και ήδη είχε αρχίσει να το αντιπαθεί.
Μισούσε τον ανελέητο ήλιο που καυτηρίαζε συνεχώς τη γη. Ακόμη και για λίγο αν ξεχνιόσουν και άφηνες εκτεθειμένη την παραμικρή περιοχή από το δέρμα σου, με βεβαιότητα θα κέρδιζες ένα έγκαυμα αντάξιο μιας μάχης με έναν αρχαίο κόκκινο δράκο.
Μισούσε την τρομερή ζέστη που επικρατούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Έτρεμε τη στιγμή που θα έπρεπε να πολεμήσει τον εχθρό και θα ήταν καταπονημένος από το βάρος και τη ζέστη που θα προκαλούσε η θαυμάσια ατσάλινη πανοπλία του. Πριν πολλά χρόνια και όταν κάτοχός της ήταν ένας άλλος πολεμιστής, ένας μάγος του βορρά την είχε βελτιώσει με τα ξόρκια του. Εκτός από τις άλλες ιδιότητες που της είχε προσφέρει, είχε φροντίσει να την κάνει πιο ελαφριά από ότι θα ήταν δυνατό για ένα τόσο μεγάλο κομμάτι μέταλλο. Δυστυχώς, κανένα ξόρκι δεν ήταν ικανό να περιορίσει την επιπλέον κούραση που προκαλούσε ένα μεγάλο μεταλλικό αντικείμενο σε ένα τόσο ζεστό περιβάλλον.
Και πάνω από όλα, μισούσε την άμμο που υπήρχε παντού. Έμπαινε στα μάτια του, στα αυτιά του, στις αρθρώσεις από την πανοπλία του. Δυσκόλευε κάθε κίνηση. Όταν σηκώνονταν αέρας, όλα ήταν ακόμη πιο δύσκολα. Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτε, παρά να κατασκηνώσεις και να περιμένεις να κοπάσει ο άνεμος. Κι ακόμη χειρότερα, τα σύννεφα άμμου σε άφηναν τυφλό και εκτεθειμένο. Πολλά από τα αρπακτικά της ερήμου, όταν κυνηγούσαν βασίζονταν περισσότερο σε άλλες αισθήσεις και λιγότερο στην όραση.
Και την ώρα της μέγιστης έντασης της αμμοθύελλας, ήταν τα χειρότερα από τα αρπακτικά που έβγαιναν για κυνήγι. Εκείνη την ώρα, οποιοδήποτε άλλο ζωντανό ον ήταν επίδοξο θήραμα.
Για πολλοστή φορά, αναρωτήθηκε τι τον κρατάει και συνεχίζει να παραμένει σε αυτό το καταραμένο από τους θεούς μέρος. Σκέφτηκε πώς να ήταν τώρα το χωριό του, ένα μικρό ψαροχώρι στις ακτές του Δυτικού Ωκεανού, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το μέρος όπου βρίσκονταν τώρα. Με νοσταλγία θυμήθηκε τις ημέρες που κυλούσαν ήρεμα κι απλά. Τις ημέρες εκείνες, σπάνια συνέβαινε κάποιο γεγονός πιο συναρπαστικό από την επιστροφή κάποιας βάρκας με ασυνήθιστα καλή ψαριά.
Έτσι είχε κυλίσει η ζωή του Ντάγκουν Φόρμπε μέχρι που συμπλήρωσε είκοσι τρεις μεγάλους κύκλους. Τότε ήταν που άκουσε για πρώτη φορά τη Φωνή. Η Φωνή ήταν που τον είχε κάνει να εγκαταλείψει το χωρίο του, την οικογένειά του, την αγαπημένη του Χάμα. Η Φωνή τον είχε βάλει στο μονοπάτι του πολεμιστή. Εξαιτίας της έφυγε και μέχρι τότε δεν είχε επιστρέψει ποτέ ξανά.
Τι ήταν η Φωνή; Δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα. Αυτό που ήξερε, ήταν πως ό, τι έλεγε η Φωνή, γινόταν. Δεν υπήρχε δυνατότητα να μην την υπακούσει. Όταν έμπαινε κάτω από τον έλεγχο της Φωνής, του καθόριζε τι θα πει, τι όπλα θα χρησιμοποιήσει σε κάθε μάχη, ποια από τα μαγικά του αντικείμενα θα έθετε σε λειτουργία, ανάλογα με το τι απαιτούσε η κάθε περίσταση.
Ήταν μερικές φορές που δεν άκουγε τη Φωνή για πολλούς κύκλους. Άλλες φορές, την άκουγε σε κάθε στιγμή που έπρεπε να ληφθεί κάποια σημαντική απόφαση.
Και αυτές οι αποφάσεις φαίνονταν πως ήταν δικές του, αλλά δεν ήταν. Η Φωνή του επέβαλλε τι θα πει και πως θα πράξει.
Και η Φωνή τον είχε κάνει να ταξιδέψει ανατολικά, στη μεγάλη έρημο. Εκεί είχε ενσωματωθεί σε μια μεγάλη ομάδα μαχητών, που όλοι μαζί θα αντιμετώπιζαν την ορδή από δράκους και άλλα τέρατα που συγκεντρώνονταν για να επιτεθούν σε μια σειρά από πόλεις των ανθρώπων.
Η πιο μεγάλη επιθυμία του Ντάγκουν Φόρμπε ήταν να έβρισκε κάποιον τρόπο ώστε να ελευθερωθεί από τη Φωνή. Θυμόταν οτιδήποτε γινόταν, ακόμη κι όταν ήταν υπό την επήρειά της. Απεχθάνονταν το συναίσθημα αδυναμίας και έλλειψης ελευθερίας που ένιωθε εξαιτίας της. Παραδέχονταν πως σχεδόν όλες τις περιπτώσεις που λάμβανε τις αποφάσεις η Φωνή, θα έπραττε παρόμοια αν είχε τη δική του βούληση. Χάρη στη Φωνή είχε ταξιδέψει πολύ, είχε δει πολλά θαύματα του κόσμου και είχε κερδίσει πολλά σε υλικά αγαθά και εμπειρίες. Είχε γίνει δυνατός και σοφός, δυο πράγματα που δεν θα ήταν εύκολα, αν δεν είχε ακούσει τη Φωνή και είχε μείνει στο χωριό του για όλη του τη ζωή.
Αυτό δεν άλλαζε το γεγονός πως όταν την άκουγε στις σκέψεις του, έχανε την ελευθερία του εξαιτίας της. Θα έδινε τα πάντα για μια ευκαιρία να απαγκιστρωθεί από αυτή.
Ο αέρας δυνάμωσε κι άλλο. Ο Ντάγκουν Φόρμπε με δυσκολία διέκρινε τον βετεράνο αξιωματικό που ήταν επικεφαλής του καραβανιού, λίγα μέτρα μπροστά και αριστερά του. Ο επικεφαλής σήκωσε το δεξί του χέρι και έκανε νόημα πως έπρεπε να σταματήσουν.
Πίσω του άκουσε μια φωνή να βρίζει. Γύρισε και είδε πως ήταν ο Χρόθγκαρντ, ο γιγαντόσωμος ξανθός βόρειος. Ήταν σχεδόν δυο μέτρα ψηλός και πιο δυνατός από οποιονδήποτε άλλον στο καραβάνι. Ακόμη κι αν βασίζονταν στην μαγική δύναμη που του προσέφερε ένα δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό του χέρι, ο Ντάγκουν Φόρμπε με δυσκολία τον συναγωνίζονταν.
Ο γίγαντας αυτός φαίνονταν να είναι πλασμένος για πολεμιστής. Κι όμως, είχε επιλέξει να ακολουθήσει τη ζωή ενός μάγου.
Κι ακόμη χειρότερα, είχε επιλέξει να φέρει στο ταξίδι αυτό σωρούς ολόκληρους από ξόρκια που ήταν βασισμένα στη φωτιά. Ο Ντάγκουν Φόρμπε, ύστερα από πολυετή εξάσκηση, είχε καταφέρει να αποκτήσει κάποιες βασικές μαγικές ικανότητες. Οι δικές του ήταν αμυντικής φύσεως. Μπορούσε με μαγικό τρόπο να βοηθήσει τις πληγές των συμπολεμιστών του να κλείσουν γρηγορότερα, όπως επίσης και να θεραπεύσει αρρώστιες και να απομακρύνει δηλητήρια. Από επιθετική μαγεία ήξερε μόνο τις βασικές αρχές. Για αυτόν, το να μάθει να εκτελεί κάποιο επιθετικό ξόρκι ήταν άπιαστο όνειρο.
Παρά τις λίγες γνώσεις του, ήξερε πως η επιλογή του βόρειου να χρησιμοποιεί φωτιά ήταν παράλογη. Τα τέρατα που επρόκειτο να αντιμετωπίσουν, ήταν από είδη που ζούσαν για αιώνες κάτω από τον ήλιο και την τρομερή ζέστη. Ξόρκια βασισμένα σε φωτιά, δεν θα τα επηρέαζαν τόσο πολύ όσο θα επηρέαζαν τέρατα σε άλλα κλίματα. Ο Ντάγκουν Φόρμπε θεωρούσε βέβαιο πως ο μάγος, την κρίσιμη στιγμή θα ανακάλυπτε πως τα πιο πολλά από τα ξόρκια του θα ήταν λίγο καλύτερα από εντελώς άχρηστα.
Άραγε, να ακούει κι αυτός τη Φωνή κι αυτή να τον έκανε να παίρνει τέτοιες μυστήριες αποφάσεις; αναρωτήθηκε.
Η σκέψη αυτή έφυγε γρήγορα από το προσκήνιο, καθώς η αμμοθύελλα πλησίαζε και κάποια πράγματα έπρεπε να εκτελεστούν ταχύτατα. Ο σπόρος της σκέψης έμεινε όμως, κάπου στο βάθος του μυαλού του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου