Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Η Επαφή



«Νταν, τι κάνεις; Που πας, έτσι βιαστικός;»
Ο Νταν δεν έδωσε καμία σημασία στη φωνή που άκουσε. Εκείνη τη στιγμή, ένιωθε απόλυτα δυστυχισμένος. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να επιστρέψει στο δωμάτιο του, να πιεί κάτι με μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ και εξαφανιστεί από όλο τον κόσμο. Αν δεν φοβόταν το ανελέητο μαρτύριο που θα δέχονταν από τους συμμαθητές του αργότερα, θα ξεσπούσε σε κλάματα.
Η σκύλα… δεν μπορώ να πιστέψω ότι φέρθηκε έτσι! Επαναλάμβανε αυτή την πρόταση συνέχεια μέσα του.
Μέσα του όμως, μια μικρή φωνή του έλεγε πως δεν έφταιγε αυτή, αλλά αυτός ήταν εντελώς ανόητος που είχε θρέψει ελπίδες για αυτό το θέμα. Στα εφηβικά χρόνια, δεν έχει σημασία για τους άλλους αν είσαι ο πιο έξυπνος της τάξης σου, ικανός να έχεις βρει τη λύση σε οποιοδήποτε μαθηματικό πρόβλημα πριν καν οι συμμαθητές σου ξεκινήσουν να το λύνουν.
Όχι. Σημασία έχει το ωραίο σώμα, η κοινωνικότητα και το ύφος που αντιμετωπίζεις τους άλλους γύρω σου. Ένας χαζός αθλητής είναι φυσιολογικό να έχει καλύτερη αντιμετώπιση από μια χοντρή, ατημέλητη και αντικοινωνική ιδιοφυία. Έτσι, μέσα του θα έπρεπε να ξέρει πως κάτι συνέβαινε, όταν η πανέμορφη και κοινωνική συμμαθήτρια του άρχισε να επιχειρεί να τον προσεγγίσει και να δείχνει ενδιαφέρον για αυτόν. Του ζήτησε να καθίσουν στο ίδιο θρανίο. Επέστρεφε μαζί του στο σπίτι μετά το μάθημα. Του είχε πει αν ήθελε να βγουν κανένα απόγευμα μαζί. Έπρεπε να το φανταστεί πως αυτή δεν γινόταν να έχει συγκινηθεί από τα πάρα πολλά κιλά και την υπερβολική ντροπαλότητά του.
Και, όπως αποδείχθηκε νωρίτερα εκείνη την ημέρα, πράγματι δεν είχε συγκινηθεί από αυτά. Τέτοια πράγματα συμβαίνουν μόνο στις ταινίες, όχι στην πραγματικότητα. Εκείνο το πρωί, είχε διαπιστώσει πως η συγκεκριμένη κοπέλα έκανε αυτά που έκανε, απλά για να προκαλέσει αισθήματα ζήλιας στον πρώην φίλο της.
Μόνο που πριν το διαπιστώσει αυτό, την είχε ερωτευτεί.
Νωρίτερα το πρωί εκείνης της Παρασκευής, επιστράτευσε όλο του το θάρρος ώστε να της εξομολογηθεί τα αισθήματά του. Κι αυτή απάντησε με γέλια.
«Εσένα σε βλέπω σαν αδερφό μου», κατάφερε και του είπε σε ένα μικρό διάλειμμα ανάμεσα στα γέλια της.
Και δυο διαλείμματα αργότερα, είδε αυτή και τον φίλο της να φιλιούνται και ύστερα να  απομακρύνονται προς ένα απόμερο σημείο στην περιοχή του σχολείου. Προφανώς, η προσπάθειά της να του προκαλέσει ζήλια, είχε επιτύχει.
Δεν θυμόταν να έχει νιώσει ποτέ ξανά τόσο απαίσια όσο εκείνη τη στιγμή. Με δυσκολία έμεινε μέχρι την τελευταία ώρα. Με το που χτύπησε το κουδούνι, πήρε τα πράγματά του και έφυγε από το σχολείο. Περιπλανήθηκε για λίγο, ώσπου αποφάσισε πως δεν ήθελε να γυρίζει εδώ κι εκεί. Ίσως να ήταν καλύτερα αν επέστρεφε στο σπίτι του.
Προχωρούσε με γρήγορο βήμα χωρίς να κοιτάζει μπροστά του. Πέρασε έναν δρόμο όταν ο σηματοδότης για τους πεζούς ήταν κόκκινος. Παραλίγο να τον χτυπήσει ένα αυτοκίνητο, αλλά αυτό τον απέφυγε την τελευταία στιγμή. Το αυτοκίνητο σταμάτησε λίγα μέτρα παρακάτω και ο οδηγός του κατέβασε το παράθυρο και κάτι άρχισε να φωνάζει. Ο Νταν κατάλαβε από τον τόνο της φωνής πως τον έβριζε, αλλά δεν έδωσε σημασία. Δεν τον ενδιέφερε ούτε στο ελάχιστο. Με σκυμμένο το κεφάλι συνέχισε να περπατάει προς το σπίτι του.
Δέκα λεπτά αργότερα, διέσχιζε την αυλή του σπιτιού του. Είχε ιδρώσει για τα καλά από το περπάτημα. Η μέρα ήταν ζεστή. Φυσιολογικές καιρικές συνθήκες για τέλη Μαΐου. Τα σκουρόχρωμα ρούχα που φορούσε, όπως συνήθιζε, βοηθούσαν στο να ιδρώσει ακόμη περισσότερο. Το μπλουζάκι του ήταν βρεγμένο σχεδόν σε ολόκληρη την πλάτη του και στο στήθος του.
Μπήκε μέσα στο σπίτι, πήγε στο δωμάτιό του και σωριάστηκε βαριά στο κρεβάτι του. Δεν άλλαξε τα ιδρωμένα ρούχα του. Αν τον έβλεπε η μητέρα του, σίγουρα θα του έκανε παρατήρηση και θα τον γκρίνιαζε μέχρι να φορέσει κάτι στεγνό.
Οι γονείς του δεν ήταν εκεί όμως. Είχαν φύγει από νωρίτερα εκείνη την ημέρα, ώστε να περάσουν το σαββατοκύριακο στο χωριό όπου έμενε η γιαγιά του, εκατόν πενήντα μίλια μακριά. Είχαν πάρει και τις δυο μικρότερες αδερφές του μαζί. Ο Νταν είχε αρνηθεί πεισματικά να τους ακολουθήσει σε ένα μέρος όπου η ύπαρξη ηλεκτρικού ρεύματος θεωρούνταν σαν υψηλή τεχνολογία. Δεν ήταν δυνατό να μείνει τόσες μέρες σε ένα σπίτι όπου δεν θα είχε σύνδεση της προκοπής στο Internet και δεν θα μπορούσε να πάρει τον υπολογιστή και τα παιχνίδια του μαζί.
Τελικά, θεώρησε πως το γεγονός ότι ήταν μόνος στο σπίτι ήταν πολύ ευτυχές. Ο πατέρας του θα έβρισκε αφορμή να του κάνει κήρυγμα για το πως πρέπει να φέρεται ως άνδρας, τώρα που έχει κλείσει τα δεκαεπτά. Οι αδερφές του, δεν θα έχαναν την ευκαιρία να τον ειρωνευτούν.
 Και το τελευταίο που χρειάζονταν ο Νταν εκείνη τη στιγμή, ήταν κηρύγματα και πειράγματα. Ένιωθε ξανά έτοιμος να βάλει τα κλάματα από την πικρία που τον έπνιγε.
Όχι, γαμώτο, δεν θα το κάνω. Δεν αξίζει! Πίεσε τον εαυτό του και καταπολέμησε τη διάθεση για δάκρια. Σκέφτηκε να ανοίξει τον υπολογιστή του και να ασχοληθεί λίγο με το νέο παιχνίδι που αγόρασε τις προάλλες, αλλά απέρριψε και αυτή τη σκέψη.
Ας κάνω λίγη γυμναστική. Προχθές ο ανεγκέφαλος φουσκωτός συμμαθητής μου έλεγε πως με τη γυμναστική εκλύονται κάποιες ουσίες στον εγκέφαλο που ανεβάζουν τη διάθεση. Δεν θυμόταν πως λένε αυτές τις ουσίες, αλλά και τόσα που θυμόταν καλά ήταν για αυτόν. Ας δοκιμάσω να δω αν υπάρχει βάση στα λεγόμενά του, σκέφτηκε με ελπίδα και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ξάπλωσε ανάσκελα στο πάτωμα και ξεκίνησε να κάνει κοιλιακούς σε γρήγορο ρυθμό.
Ένα τέταρτο αργότερα, ήταν το ίδιο δυστυχισμένος με όσο ήταν όταν ξεκίνησε. Ακόμη χειρότερα, τώρα ένιωθε και πόνους σε διάφορα σημεία του σώματός του. Οι μύες του ήταν ασυνήθιστοι σε προπονήσεις και οι πόνοι ήρθαν φυσιολογικά. Δεν μπορούσε να συνεχίσει περισσότερο, έτσι επέστρεψε στην άνεση του κρεβατιού του.
Κάποια μέρα, θα είμαι κι εγώ αδύνατος κι ωραίος. Κάποια μέρα τα κορίτσια δεν θα μου δίνουν την προσοχή τους μόνο όταν θέλουν να προκαλέσουν ζήλια σε έναν άλλο. Κάποια μέρα
Μέσα του όμως, δεν είχε πραγματική ελπίδα πως αυτή η μέρα ήταν οπουδήποτε στο άμεσο μέλλον.
Έμεινε ξαπλωμένος για πολλή ώρα και κάποια στιγμή συνειδητοποίησε πως είχε αρχίσει να πεινάει πολύ. Μετά από το πρωινό δεν είχε φάει τίποτε. Σηκώθηκε ξανά από το κρεβάτι του και πήγε στην κουζίνα. Μια ωραία μυρωδιά αναδύονταν από τον φούρνο. Άνοιξε το πορτάκι του φούρνου και είδε πως η μητέρα του είχε κάνει τον κόπο και είχε φτιάξει το αγαπημένο του φαγητό πριν φύγει. Ένιωσε συγκινημένος από αυτή την κίνησή της. Σέρβιρε στον εαυτό του μια μεγάλη μερίδα και την έφαγε, χωρίς να έχει πολλή διάθεση. Αυτό που περίσσεψε το έβαλε ξανά στον φούρνο, όπως είχε δει τη μητέρα του να κάνει.
Πήγε στο ψυγείο και το άνοιξε. Είδε πως δεν είχε πολλά πράγματα μέσα. Αυτό που τραβούσε την προσοχή ήταν μια μεγάλη συλλογή από αλουμινένια κουτάκια μπύρας. Ο πατέρας του ήταν τακτικός πότης, ευτυχώς όχι σε τέτοιο επίπεδο ώστε να χαρακτηριστεί αλκοολικός. Πάντως, φρόντιζε να έχει πάντα αρκετή ποσότητα μπύρας στο ψυγείο.
Ο Νταν έμεινε να κοιτάζει τα κουτάκια. Δεν του άρεσε πολύ η γεύση της. Αδυνατούσε να δει τι συγκινούσε τον πατέρα του, τους φίλους και τους συμμαθητές του τόσο πολύ ώστε να καταναλώνουν πολλά λίτρα από αυτό το ποτό την εβδομάδα.
Λένε πως το αλκοόλ σε βοηθάει να ξεχάσεις τους πόνους της καρδιάς. Μήπως να το δοκιμάσω και αυτό;
Χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα, πήρε ένα κουτάκι, το άνοιξε και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Ένιωσε να δροσίζεται ευχάριστα καθώς το κρύο ποτό κατέβαινε προς το στομάχι του. Ύστερα από τη ζέστη της ημέρας και την προπόνηση, αυτό το συναίσθημα ήταν καλοδεχούμενο. Άδειασε το πρώτο κουτάκι γρήγορα και πήρε και ένα δεύτερο. Πολύ σύντομα ακολούθησε κι ένα τρίτο.
Μια ώρα αργότερα, είχε σταματήσει να μετράει πόσα κουτάκια είχε πιεί. Το ευχάριστο συναίσθημα που ένιωθε αρχικά είχε περάσει. Είχε αντικατασταθεί από ένα ανακάτεμα στο στομάχι, το οποίο εντείνονταν όσο περνούσε η ώρα. Ζαλίζονταν και το κεφάλι του πονούσε. Αποφάσισε να πάει στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Έγειρε πάνω στο νιπτήρα για να κρατήσει την ισορροπία του. Το ανακάτεμα έγινε τόσο έντονο που τον ανάγκασε να σκύψει πάνω από τη λεκάνη και να βγάλει τη μπύρα και το μεσημεριανό του.
Έμεινε για αρκετή ώρα μέσα στο μπάνιο. H ζαλάδα που ένιωθε ήταν τόσο έντονη, ώστε να χρειάζεται να στηρίζει τουλάχιστον το ένα χέρι σε κάποιον τοίχο ώστε να καταφέρνει να στέκεται στα πόδια του. Σέρνοντας τα πόδια του, κατάφερε και έφτασε μέχρι το καθιστικό. Σωριάστηκε στον καναπέ. Σκέφτηκε να ανάψει την τηλεόραση για να δει τίποτε εκεί, μήπως και περνώντας η ώρα περάσει η ζαλάδα.
Που είναι το καταραμένο το τηλεκοντρόλ όμως; Η τηλεόραση ήταν στην άλλη άκρη του δωματίου και δεν εμπιστεύονταν την ισορροπία του αρκετά ώστε να περπατήσει μέχρι εκεί και να την ανάψει με το χέρι. H μητέρα του θα γινόταν έξαλλη αν επέστρεφε και ανακάλυπτε πως είχε γίνει κάποια ζημιά. Ήδη θα είχε να αντιμετωπίσει τον πατέρα του για το θέμα με τις μπύρες και ήλπιζε στη συμπαράστασή της. Αλλά αν έσπαγε οτιδήποτε, δεν υπήρχε περίπτωση να αποφύγει μια αυστηρή τιμωρία.
Πρέπει να βρω το τηλεκοντρόλ.
Ξεκίνησε να κοιτάζει τριγύρω, ελπίζοντας να μην είναι μακριά από το σημείο όπου κάθονταν. Δεν το εντόπισε πουθενά. Το ξύλινο τραπέζι που ήταν μπροστά από τον καναπέ, είχε στην κάτω πλευρά μια σειρά από συρτάρια. Ίσως η μητέρα του το είχε τοποθετήσει εκεί πριν αναχωρήσει. Άνοιξε το πάνω συρτάρι και είδε πως αυτό είχε μέσα μόνο περιοδικά. Το έκλεισε και άνοιξε το κάτω συρτάρι. Μέσα σε αυτό, υπήρχε μόνο ένα αντικείμενο. Έμεινε για λίγο να το κοιτάζει.
Το αντικείμενο ήταν ένας ξύλινος πίνακας. Στο κέντρο του, σε δυο σειρές υπήρχαν όλα τα γράμματα της αλφαβήτου. Πάνω στα γράμματα, υπήρχε ένας μικρό κομμάτι από σκουρόχρωμο ξύλο, που είχε το σχήμα καρδιάς και στο κέντρο του είχε μια τρύπα. Στην κάτω πλευρά, οι αριθμοί από το μηδέν μέχρι το εννιά. Αριστερά και δεξιά στην πάνω πλευρά, υπήρχαν οι λέξεις «ΝΑΙ» και «ΟΧΙ». Στο κέντρο, υπήρχε γραμμένη η λέξη «OUIJA». Όπως του είχε πει η μητέρα του, αυτό ήταν το όνομα του συγκεκριμένου τύπου πίνακα και η χρήση του ήταν για επίκληση πνευμάτων από τον άλλο κόσμο και την επικοινωνία με αυτά.
Αυτό ήταν το τελευταίο και το πιο περίεργο από τα πολλά περίεργα χόμπι που είχε η μητέρα του κατά καιρούς. Άρχισε να ασχολείται με αυτό από τότε που είχε ξεκινήσει να κάνει παρέα με την ηλικιωμένη γυναίκα που είχε μετακομίσει στο γειτονικό σπίτι. Αυτό είχε συμβεί δυο μήνες νωρίτερα. Πολλές φορές, τα βράδια είχε μαζευτεί μια παρέα γυναικών της γειτονιάς και προσπαθούσαν να καλέσουνε πνεύματα και να μάθουνε το μέλλον ή οτιδήποτε άλλο μυστικό θα τους μετέφεραν τα πνεύματα αυτά.
Ο πατέρας του θεωρούσε γελοία αυτή την ενασχόληση και δεν έχανε ευκαιρία να το λέει στη σύζυγό του. Ο Νταν δεν ήταν τόσο σίγουρος όμως. Ένα βράδυ, είχε παρακολουθήσει μια συνάντηση της παρέας αυτής και είχε δει πράγματα που δεν μπορούσε να τα εξηγήσει.
Ή απλά δεν έβλεπα καλά εκείνη τη στιγμή. Ή ήμουν νυσταγμένος. Όπως και να έχει, δεν μπορώ να αρνηθώ τα ανεξήγητα γεγονότα που είδα εκείνο το βράδυ, σκέφτηκε, καθώς άπλωνε τα χέρια και έβγαζε τον πίνακα Ouija από το συρτάρι. Τον ακούμπησε στο τραπέζι. Το ξύλο ήταν λεπτό και ελαφρύ. Όταν είχε ρωτήσει τη μητέρα του πως υποτίθεται πως λειτουργεί, του είχε πει πως τα μέλη της παρέας (της «συνεδρίας» ήταν η λέξη που είχε χρησιμοποιήσει ακριβώς) ακουμπούσαν το μικρότερο κομμάτι ξύλου και τα πνεύματα το μετακινούσαν πάνω στον πίνακα. Πάνω από ένα γράμμα τη φορά, σχηματίζοντας σταδιακά λέξεις και προτάσεις. Όταν ο Νταν της είχε πει πως θεωρούσε τα λεγόμενά της εντελώς κουτά, είχε θυμώσει πάρα πολύ. Τον μάλωσε και του είπε πως ό, τι κι αν έλεγε αυτός, το αντικείμενο αυτό ήταν πανίσχυρο. Οπωσδήποτε δεν ήταν κάτι που μπορείς να το χρησιμοποιήσεις ως αντικείμενο ειρωνείας και αστείων. Στο τέλος εκείνης της κουβέντας, τον είχε προειδοποιήσει να μην παρακολουθεί τις συναντήσεις τους και τόνισε με έμφαση να μην επιχειρήσει ποτέ να χρησιμοποιήσει τον πίνακα μόνος του.
Η δυσπιστία του Νταν πως υπήρχε οτιδήποτε το υπερφυσικό ήταν μεγάλη ούτως ή άλλως και εκείνη τη στιγμή, η ζαλάδα από τις μπύρες που είχε πιεί τον έκαναν να νιώθει πως δεν φοβάται τίποτε. Έπιασε το κομμάτι ξύλο με το δεξί του χέρι και άρχισε να το κουνάει πάνω στον πίνακα, αριστερά δεξιά και πάνω κάτω.
«Ωωωωωωωωωωωω παντοδύναμα πνεύματα, που είστε; Φανερωθείτε σε μένα και πείτε μου όλα τα μυστικά που ξέρετε! Θα εκτιμούσα ιδιαίτερα αν μου λέγατε ποια ομάδα θα κερδίσει το πρωτάθλημα στο μπέιζμπολ φέτος!!» φώναζε γελώντας, διασκεδάζοντας με τη ματαιότητα του όλου θέματος. «Ή έστω, να μου φανερώσετε τα θέματα του γραπτού τεστ που σκοπεύει να μας βάλει ο κύριος Γκραντ τη Δευτέρα, που νομίζει πως δεν το καταλάβαμε και θα είναι απροειδοποίητο!» συμπλήρωσε στη συνέχεια.
Δυο λεπτά αργότερα, είχε ήδη βαρεθεί να κουνάει άσκοπα το κομμάτι ξύλου εδώ κι εκεί. Ήταν έτοιμος να τα παρατήσει και να επαναφέρει τον πίνακα στο συρτάρι όπου τον είχε βρει. Τότε, το κομμάτι ξύλο, και μαζί και το χέρι του, κινήθηκε μόνο του. Πήγε πρώτα στην αριστερή πλευρά του πίνακα και ύστερα στη δεξιά. Το στόμα του Νταν άνοιξε από την έκπληξη.
Διάολε, δεν το έκανα εγώ αυτό! σκέφτηκε.
«Είναι κάποιος άλλος εδώ τώρα, μαζί μου;» ρώτησε, με τη φωνή του να τρέμει από την έκπληξη.
Χωρίς να ασκήσει δύναμη στο κομμάτι ξύλο, αυτό μετακινήθηκε ξανά και στάθηκε στο σημείο όπου η τρύπα του ήταν πάνω από τη λέξη «ΝΑΙ» του πίνακα. Η έκπληξη του Νταν άρχισε να μετατρέπεται σε ενθουσιασμό. Τελικά η μητέρα του είχε δίκιο!
Ενώ σκέφτονταν τι ερώτηση να κάνει στο πνεύμα που προφανώς είχε εμφανιστεί, το κομμάτι ξύλο άρχισε να μετακινείται ξανά, αυτή τη φορά στην περιοχή όπου ήταν γραμμένα τα γράμματα. Σταματούσε με την τρύπα πάνω από ένα γράμμα για ένα δευτερόλεπτο και ύστερα συνέχιζε στο επόμενο. Ο Νταν παρακολουθούσε με το στόμα ακόμη ανοιχτό τις λέξεις που είχαν σχηματιστεί, όταν τελικά το ξύλο σταμάτησε να κινείται.

ΣΕ ΘΕΛΩ

«Τι εννοείς, με θέλεις;» ρώτησε ο Νταν, αυτή τη φορά νιώθοντας ελαφρώς ανήσυχος. Το ξύλο ξανάρχισε να κινείται πάνω από τα γράμματα. Όταν σταμάτησε, είχαν σχηματιστεί νέες λέξεις.

ΠΕΣ ΝΑΙ

«Σε τι να πω ναι;»

ΣΕ ΘΕΛΩ ΠΕΣ ΝΑΙ ΑΣΕ ΝΑ ΜΠΩ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ

«Τι εννοείς; Τι θέλεις από μένα;»

ΣΕ ΘΕΛΩ ΠΕΣ ΝΑΙ ΑΣΕ ΝΑ ΜΠΩ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ ΤΩΡΑ ΤΩΡΑ

H ανησυχία του Νταν μετατράπηκε σε τρόμο. Δεν διασκέδαζε πια. Επιχείρησε να απομακρύνει το χέρι του από τον ξύλινο δείκτη, αλλά ο τρόμος του πολλαπλασιάστηκε όταν είδε πως αυτό ήταν αδύνατο. Το χέρι του παρέμενε σαν κολλημένο πάνω του. Έβαλε όλη του τη δύναμη αλλά δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από αυτό το καταραμένο πράγμα.
Το ξύλο κινούνταν σε δαιμονιώδη ρυθμό πια. Δεν σταματούσε πάνω από μισό δευτερόλεπτο σε κάθε γράμμα, αλλά ο Νταν δεν χρειάζονταν πια να κοιτάζει τις λέξεις που σχηματίζονταν, μιας και ήταν συνέχεια οι ίδιες:

ΣΕ ΘΕΛΩ ΠΕΣ ΝΑΙ

ΣΕ ΘΕΛΩ ΠΕΣ ΝΑΙ

Μια ιδέα σχηματίστηκε στο μυαλό του Νταν, παρά τον τρόμο που ένιωθε.
«Σε τι να πω ναι; Τι θα γίνει αν το πω;» είπε με τη φωνή του να τρέμει.
Ξαφνικά το σπίτι του, το καθιστικό και ο πίνακας ouija εξαφανίστηκαν από μπροστά του. Βρίσκονταν σε έναν μακρύ διάδρομο που φωτίζονταν άπλετα από μια σειρά φωτιστικών αλογόνου στο ταβάνι. Μπροστά του υπήρχε μια πόρτα. Ένας απροσδιόριστος θόρυβος ακούγονταν από την άλλη πλευρά, αλλά ήταν υπερβολικά σιγανός για να τον αναγνωρίσει. Γύρισε πίσω του και είδε πως πέντε μέτρα μακριά, τα φώτα έσβηναν και ο διάδρομος σκοτείνιαζε.
Έμεινε για λίγη ώρα ακίνητος, προσπαθώντας να καταλάβει τι έγινε και πως βρέθηκε εκεί. Τελικά δεν του ήρθε κάποια ιδέα και αποφάσισε να πάει στην πόρτα και να την ανοίξει, ώστε να δει τι προκαλούσε τον θόρυβο που άκουγε από την άλλη πλευρά. Ίσως και να υπήρχε κάποια ένδειξη που θα τον βοηθήσει να βγάλει κάποια άκρη.
Ξεκίνησε να προχωράει με αργά και διστακτικά βήματα. Παρά το δισταγμό του, αισθάνονταν  μια ανεξήγητη έλλειψη φόβου. Ο τρόμος που είχε νιώσει με την επαφή που είχε μέσω του πίνακα Ouija είχε εξαφανιστεί. Τον είχε αντικαταστήσει περιέργεια κι ένα συναίσθημα πως βρισκόταν ακριβώς εκεί που θα έπρεπε.
Λίγο πριν φτάσει στην πόρτα, στην αριστερή πλευρά του διαδρόμου υπήρχε ένας καθρέφτης. Ο Νταν κοίταξε μηχανικά με την άκρη του ματιού του, έκανε δυο βήματα ακόμη και κοκάλωσε. Έκανε δυο βήματα πίσω και γύρισε αργά το κεφάλι του προς την πλευρά του καθρέφτη, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει αυτό που έβλεπε.
Αντίκριζε τον εαυτό του, να φοράει ανοιχτόχρωμα ρούχα και να έχει τα μαλλιά του πιασμένα σε κοτσίδα πίσω από το κεφάλι του. Στο πρόσωπό του δεν υπήρχε ίχνος από την ακμή που τον ταλαιπωρούσε από την αρχή της εφηβείας. Αλλά την έκπληξή του δεν την είχαν προκαλέσει τα ρούχα του ή τα μαλλιά του, αλλά το σώμα του.
Το είδωλο το οποίο αντίκριζε εκείνη τη στιγμή φαινότανε τουλάχιστον είκοσι κιλά ελαφρύτερο από αυτό που είχε συνηθίσει να βλέπει από τότε που μπήκε στην εφηβεία. Γύρισε το σώμα του στο πλάι και αντίκρισε το προφίλ του στην πιο αδύνατη κατάσταση που το είχε δει ποτέ του, από τότε που άρχισε να παίρνει βάρος όταν ήταν δέκα χρονών. Μπορούσε σχεδόν να διακρίνει τους μύες της κοιλιάς του μέσα από το μπλουζάκι του. Οι πλάτες του φαίνονταν πλατιές και το στήθος του σφικτό.
Μάλλον θα είναι κάποιος από τους καθρέφτες που έχουν στα δωμάτια του τρόμου στα λούνα παρκ. Αυτοί που παραμορφώνουν τα είδωλα αυτών που τους κοιτάζουν και τους κάνουν να φαίνονται ψηλοί, αδύνατοι, χοντροί, με τεράστια κεφάλια.
Ένα βλέμμα του προς το πάτωμα όμως, τον έκανε να διαπιστώσει πως δεν ήταν παραμορφωμένη η αντανάκλαση που έβλεπε. Πράγματι το σώμα του ήταν αδυνατισμένο. Ο Νταν δεν μπορούσε να το εξηγήσει, όπως κι όλα τα υπόλοιπα που συνέβαιναν τα τελευταία λεπτά. Ήταν πράγματι μόνο λεπτά που είχαν περάσει; Δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα και δεν τον ένοιαζε. Ό, τι κι αν είχε συμβεί, αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν μια εικόνα βγαλμένη από τα όνειρά του.
Διάολε, είμαι σα μοντέλο! Σα να είμαι έτοιμος για φωτογράφιση εξώφυλλο περιοδικού!
To χαμόγελό του έφτασε σχεδόν μέχρι τα αυτιά. Προχώρησε με αυτοπεποίθηση προς την πόρτα. Άπλωσε το χέρι του προς στο πόμολο, αλλά ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν το ακουμπήσει, η πόρτα άνοιξε. Αμέσως κάποιος όρμησε πάνω του. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει, όταν αυτός ο κάποιος τον αγκάλιασε και τον φίλησε με πάθος στο στόμα. Σα χαμένος, νιώθοντας τα γόνατά του να λυγίζουν, ανταπέδωσε το φιλί.
Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, το πρόσωπο που του είχε ορμήσει σταμάτησε να τον φιλάει. Έκανε το κεφάλι της μερικά εκατοστά πίσω και τον κοίταξε. Ο Νταν ένιωσε το σαγόνι του να ανοίγει όσο ήταν δυνατό από την έκπληξη. Η κοπέλα που είχε μπροστά του ήταν η συμμαθήτριά που του είχε προκαλέσει τόση στεναχώρια, νωρίτερα εκείνη την ημέρα.
Είναι πράγματι όμως η ίδια μέρα; Τι συμβαίνει; Που βρίσκομαι; αναρωτήθηκε, νιώθοντας ξανά τους πρώτους σπόρους του τρόμου να φυτρώνουν μέσα του.
«Αγάπη μου, γιατί άργησες; Είναι στημένοι εδώ και ώρα και σε περιμένουν. Ανυπομονούν να σε δουν», του είπε η κοπέλα, χαμογελώντας πλατιά. Τα μάτια της φαίνονταν να λάμπουν.
Αγάπη μου; Με είπε αγάπη της;
«Ποιος με περιμένει; Γιατί;» κατάφερε να ψελλίσει.
Η κοπέλα συνέχισε να χαμογελάει αλλά δεν απάντησε. Τον άφησε από την αγκαλιά της και έκανε δυο βήματα προς τα πίσω και στο πλάι. Ο Νταν κατάφερε και ξεκόλλησε τα μάτια του από πάνω της και κοίταξε τριγύρω. Αναγνώρισε τι ήταν ο χώρος όπου βρισκόταν.
Ήταν ανεβασμένος σε μια σκηνή. Καθώς το συνειδητοποίησε, παρατήρησε πως ο ήχος που άκουγε νωρίτερα, όταν ήταν στον διάδρομο, τώρα είχε δυναμώσει. Ύστερα από ένα δευτερόλεπτο, κατάλαβε τι ήταν.
Είναι ο ήχος από τις μπερδεμένες ομιλίες μιας μεγάλης συγκέντρωσης από ανθρώπους. Βρίσκονται κάτω από τη σκηνή κι εγώ είμαι πάνω της, σκέφτηκε με ξαφνικό πανικό. Η ντροπαλότητά του επικράτησε και έστριψε προς τον διάδρομο με σκοπό να κρυφτεί.
Πριν προλάβει να κάνει ένα βήμα, ένας προβολέας τον φώτισε. Η αλλαγή στο φωτισμό ήταν τόσο απότομη, ώστε τα μάτια του στιγμιαία διαμαρτυρήθηκαν. Το σώμα του φωτίστηκε κι από δεύτερο προβολέα και πολύ σύντομα, μια ολόκληρη σειρά έριχναν τα φώτα τους πάνω του. Ο ήχος που άκουγε μπροστά του σταμάτησε. Και ύστερα, το πλήθος που είχε στα πόδια του, άρχισε να φωνάζει ρυθμικά το όνομά του.
«ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ!»
Ο Νταν κοιτούσε και άκουγε σα χαμένος. Είχε αρχίσει να ιδρώνει από τη νευρικότητα και από τη θερμότητα που προκαλούσε το φως από τους προβολείς. Στράφηκε στα αριστερά του και είδε τη συμμαθήτριά του να τον κοιτάζει ενθαρρυντικά. Κοίταξε ξανά προς το ακροατήριο. Το ακροατήριό του. Ακόμη δεν καταλάβαινε τι είχε γίνει, αλλά ήταν καλό.
Υπερβολικά καλό για να είναι αληθινό, του δημιουργήθηκε ξαφνικά μια σκέψη.
Ακόμη δεν είναι αληθινό. Είναι απλά μια εικόνα του τι σε περιμένει αν δεχθείς. Όλη η δόξα του κόσμου θα είναι δική σου, άκουσε μια φωνή μέσα στο μυαλό του. Ένα σύγκρυο διέτρεξε το κορμί του Νταν. Παρά την ευχάριστη εικόνα που αντίκριζε, το συναίσθημα πως κάτι ήταν τρομερά λάθος επανήλθε με ένταση.
Και ποιο θα είναι το αντάλλαγμα που θα μου ζητηθεί ώστε να γίνουν όλα αυτά; σκέφτηκε.
Το αντάλλαγμά μου είναι να με αφήσεις να μπω μέσα σου. Είναι μικρό μπροστά σε αυτά που έχω να σου προσφέρω. Μαζί θα κυριεύσουμε τον κόσμο, απάντησε η φωνή.
Μη εισενέγκεις ημάς εις πειρασμόν, σκέφτηκε καθώς θυμήθηκε την αγαπημένη προσευχή της μικρής του αδελφής. Ποιος είσαι; Είσαι το κακό;
Όχι Κακό. Χάος. Περιμένω να δεχθείς. Η άγνωστη φωνή που του μιλούσε είχε αρχίσει να ακούγεται ανυπόμονη.
Κι αν αρνηθώ; Απλά θα επιστρέψω στο σπίτι μου και τέλος;
Ο κόσμος που φώναζε το όνομά του σιώπησε. Η σκηνή εξαφανίστηκε. Βρέθηκε σε έναν υπαίθριο χώρο, κοντά στην είσοδο από ένα μεγάλο ξύλινο σπίτι. Τα πάντα γύρω του, ακόμη και το γρασίδι, φαινότανε κόκκινα. Υπέθεσε πως το κόκκινο χρώμα οφείλονταν σε τεχνητό φωτισμό, αλλά μια ματιά ψηλά του έδειξε την αλήθεια. Ο ήλιος ήταν αυτός που φώτιζε τα πάντα κόκκινα.
Ο Νταν θυμόταν φυσικά εκείνο το συμβάν τρία χρόνια νωρίτερα, όταν όλος ο κόσμος είχε αναστατωθεί από την είδηση πως ο ήλιος για λίγη ώρα είχε αλλάξει χρώμα και είχε εμφανιστεί κόκκινος. Ο ίδιος δεν το είχε παρατηρήσει, μιας και όταν συνέβη ήταν νυχτερινή ώρα στον τόπο του. Το φαινόμενο είχε διαρκέσει γύρω στα τριάντα δευτερόλεπτα και ύστερα το χρώμα του είχε επανέλθει στο φυσιολογικό. Κανείς δεν κατάφερε να δώσει πειστική απάντηση για το τι συνέβη εκείνη την ώρα.
Πάντως συνέβη στα αλήθεια. Το είδαν εκατομμύρια κόσμος και καταγράφηκε και σε πολλά μέσα. Και, ό, τι κι αν ήταν, συμβαίνει και στην πραγματικότητα που είμαι τώρα. Αλλά τι μπορεί να είναι;.
Σταμάτησε να αναλογίζεται το φαινόμενο, όταν άκουσε μια κραυγή τρόμου από κάπου εκεί κοντά. Μια μεσόκοπη γυναίκα εμφανίστηκε από πίσω από το ξύλινο σπίτι. Έδινε την εντύπωση πως προσπαθούσε να ξεφύγει από κάτι, ήταν λαχανιασμένη και κοιτούσε συνεχώς πίσω. Είχε μια μεγάλη πληγή στην αριστερή της γάμπα και το αίμα έτρεχε άφθονο.
Είναι τραυματισμένη και χρειάζεται τη βοήθειά μου! σκέφτηκε ο Νταν ξεκίνησε να βαδίζει προς το μέρος της για να τη βοηθήσει. Η γυναίκα τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο απελπισία και ύστερα γύρισε το βλέμμα της πίσω. Τα μάτια της γούρλωσαν και ούρλιαξε ξανά. Μια ομάδα από πέντε ή έξι ζωάκια που ήταν άγνωστα στον Νταν εμφανίστηκαν πίσω της και όρμησαν πάνω της. Η γυναίκα πρόλαβε να κάνει άλλα δυο βήματα όταν τα ζωάκια την έφτασαν και ξεκίνησαν να τη δαγκώνουνε με δόντια που στο Νταν φανήκανε υπερβολικά μεγάλα. Η γυναίκα έπεσε στο έδαφος ουρλιάζοντας. Ακόμη περισσότερα από τα ζωάκια εμφανίστηκαν και ανέβηκαν στην πλάτη της. Το ουρλιαχτό συνεχίστηκε για ένα δευτερόλεπτο ακόμη και ύστερα σταμάτησε. Το σώμα της γυναίκας ήταν πια καλυμμένο από τα ζωάκια και μικροί πίδακες από κάποιο υγρό πετάγονταν σποραδικά. Ο Νταν δεν είχε καμία αμφιβολία πως το υγρό ήταν αίμα.
Ένιωθε τεράστια φρίκη με αυτό που έβλεπε. Χωρίς να το καταλάβει, άνοιξε το στόμα κι έβγαλε μια κραυγή. Τα ζωάκια που ήταν πάνω και γύρω από το άψυχο σώμα της γυναίκας γύρισαν όλα προς το μέρος του. Δυο από αυτά ξεκίνησαν να περπατάνε προς το μέρος του και τα ακολούθησαν και τα υπόλοιπα. Κινούνταν πολύ γρήγορα με τα οκτώ λεπτά τους ποδαράκια. Τα πρώτα άνοιξαν το στόμα τους και του έδειξαν τα δόντια τους. Ο Νταν έκανε μεταβολή με σκοπό να τρέξει μακριά από τα τέρατα που έβλεπε. Αλλά όταν ολοκλήρωσε την κίνησή του έμεινε ακίνητος.
Είχε παγώσει από αυτό που αντίκριζε. Μπροστά του, όσο έφτανε το βλέμμα του, απλώνονταν μια ορδή από αυτά τα μικρά αλλά θανατηφόρα τέρατα. Δεν μπορούσε να υπολογίσει τον αριθμό τους, αλλά ήταν πολλά. Χιλιάδες.
Όχι, όχι απλά χιλιάδες. Εκατομμύρια;
Τα τέρατα τον πλησιάζανε, αργά αλλά σταθερά. Ο Νταν έμενε κοκαλωμένος.
Τώρα ξέρεις τι παίζεται. Πες μου το ναι και μαζί θα βασιλεύσουμε στη γη. Αρνήσου με και αυτό σε περιμένει. Βασανιστικός θάνατος μαζί με πολλούς άλλους ανθρώπους, όταν επιστρέψω, είπε η φωνή που είχε ακούσει και νωρίτερα.
Κάθε ένστικτο του Νταν έλεγε πως δεν έπρεπε να αποδεχθεί τη φωνή αυτού του όντος. Και όμως, ο πειρασμός ήταν υπερβολικά μεγάλος. Η εικόνα του πάνω στη σκηνή, με τον κόσμο να τον αποθεώνει και τον ανεκπλήρωτο έρωτά του να τον φιλάει και να τον αποκαλεί «αγάπη μου» του άρεσε πολύ. Θα έδινε πολλά για τη δυνατότητα να ζήσει αυτή την σκηνή και στην πραγματικότητα.
Τα πάντα ξαφνικά σκοτείνιασαν. Ο Νταν έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Όταν τα άνοιξε ξανά, βρισκόταν ξανά στο καθιστικό του σπιτιού του, καθισμένος στον καναπέ του. Ο πίνακας Ouija ήταν στο τραπεζάκι μπροστά του και ο ξύλινος δείκτης με το σχήμα καρδιάς ήταν κάτω από το χέρι του. Η τρύπα του ήταν ανάμεσα στις ενδείξεις «ΝΑΙ» και «ΟΧΙ». Όλα ήταν όπως πριν ξεκινήσει να πειραματίζεται με αυτό το καταραμένο πράγμα.
Θυμήθηκε πως πριν από τα νοητικά ταξίδια που του είχε επιβάλλει η οντότητα με την οποία είχε έρθει σε επαφή, το χέρι του παρέμενε κολλημένο στον δείκτη, αδύναμο να μετακινηθεί. Διστακτικά, δοκίμασε ξανά να το ανασηκώσει και αυτή τη φορά το κατάφερε χωρίς πρόβλημα. Ό, τι κι αν του είχε συμβεί, είχε πια τελειώσει.
Ένιωσε μια περίεργη αίσθηση κάτω από τη μέση του. Κοίταξε προς τα κάτω και είδε πως σε κάποια στιγμή της εμπειρίας του τα είχε κάνει επάνω του. Αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τα τεντωμένα νεύρα του. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς και έφυγε τρέχοντας προς το μπάνιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου