Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

"Το όνειρο με τον κόκκινο ήλιο"



Μάλλον θα πρέπει να ξεκινήσω να περπατάω πιο συχνά, σκέφτηκε ο Δημήτρης, καθώς έκανε μια ακόμη σύντομη στάση ώστε να ξαναβρεί την ανάσα του.
Ανέβαινε στα μονοπάτια του βουνού πάνω από την πόλη, όπου ζούσε τα τελευταία πέντε χρόνια. Είχε περπατήσει τη συγκεκριμένη διαδρομή δεκάδες φορές, αλλά ακόμη και μετά από τόσες επαναλήψεις, δεν έπαυε να ευχαριστιέται την εικόνα που ξεδιπλώνονταν μπροστά του. Στάθηκε και αγνάντευσε για λίγο το αστικό τοπίο χαμηλά στα δεξιά του και την πεδιάδα που έφτανε μέχρι τους πρόποδες των απέναντι λόφων, μερικά χιλιόμετρα παραπέρα.
Δεν είναι και το πιο μαγικό τοπίο του κόσμου, σίγουρα, αλλά περπατώντας εδώ πάνω περνώ μερικές από τις καλύτερες στιγμές της εβδομάδας μου, σκέφτηκε. Κατέβασε από την πλάτη του το σακίδιο που κουβαλούσε, έβγαλε το πλαστικό μπουκάλι νερού και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Αφού έβαλε το μπουκάλι ξανά στο σάκο και τον φόρτωσε στην πλάτη του, ξεκίνησε πάλι να ανεβαίνει την ανηφόρα. Το λαχάνιασμα είχε σταματήσει και οι σφυγμοί του είχαν επανέλθει σε φυσιολογικούς ρυθμούς.
Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά, άρα υπολόγιζε πως η ώρα θα ήταν γύρω στις έντεκα και μισή. Αυτό σήμαινε, πως η πεζοπορία του είχε διαρκέσει ήδη γύρω στις δυο ώρες. Δεν ήξερε ακριβώς πόση ώρα περπατούσε, αφού σε αυτούς τους περιπάτους του δεν έπαιρνε ποτέ ρολόι ή κινητό τηλέφωνο. Θεωρούσε πως το να μην παίρνει μαζί του ηλεκτρονικές συσκευές, είναι κι αυτό μέρος της διαδικασίας της απόδρασης. Και τον τελευταίο καιρό, αυτό που ένιωθε πως χρειαζόταν, ήταν μια συνεχής απόδραση από τα καθημερινά, τα συνηθισμένα. Ήθελε να φεύγει μακριά από το άγχος, τη μόλυνση και τη φασαρία, αναπόσπαστα κομμάτια μιας πόλης τις καλοκαιρινές μέρες, ακόμα και της μικρής επαρχιακής στην οποία διέμενε.
Οι μύες των ποδιών του βάραιναν ευχάριστα από το περπάτημα, αλλά εκείνος ένιωθε πως είχε αρκετή δύναμη να προχωρήσει για ώρες ακόμη. Φορούσε τα συνηθισμένα του ρούχα για τους ορεινούς, καλοκαιρινούς του περιπάτους, χακί κοντό παντελόνι, άσπρη κοντομάνικη μπλούζα κι αθλητικά παπούτσια. Η θερμοκρασία ήταν ήδη αρκετά ανεβασμένη και είχε πλημμυρίσει από ιδρώτα. Κοντοστάθηκε και ήπιε άλλη μια απολαυστικά δροσερή γουλιά από το νερό του. Αμέσως συνέχισε να προχωράει κατά μήκος του μονοπατιού που ελίσσονταν σαν φίδι, ανηφορίζοντας την πλαγιά.
Λίγη ώρα αργότερα, κατέληξε σε μια διακλάδωση. Το μονοπάτι που συνέχιζε ευθεία, ύστερα από είκοσι λεπτά περπάτημα θα τον οδηγούσε σε ένα γειτονικό χωριό. Από εκεί θα μπορούσε να ακολουθήσει το δρόμο που θα τον έφερνε πίσω στην πόλη. Η επιστροφή θα απαιτούσε λιγότερο χρόνο, μιας και τώρα η διαδρομή θα ήταν κατηφορική. Τα ερείπια ενός αρχαίου ναού αφιερωμένου στον Δία τον περίμεναν μισή ώρα αργότερα, αν επέλεγε το δεύτερο μονοπάτι που ξεκινούσε προς τα δεξιά του. Ο ναός ξεκίνησε να χτίζεται αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και ο Δημήτρης δεν θυμόταν ακριβώς τις χρονολογίες της έναρξης και της διακοπής της κατασκευής του. Η τοποθεσία του ήταν στην κορυφή ενός λόφου. Σε κοντινή απόσταση, πολλούς αιώνες αργότερα, είχε χτιστεί ένα ξωκλήσι. Ένας μικρός ναός βαμμένος στο άσπρο, υπό τη σκιά μιας συστάδας πεύκων. Ακόμη και την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού, η σκιά των δένδρων μαζί με την αύρα που ήταν συνηθισμένη σε εκείνο το σημείο, παρείχαν άνετη δροσιά στον περιπατητή που θα έφτανε μέχρι εκεί. Ήταν από τα πιο όμορφα σημεία της περιοχής κι ο Δημήτρης είχε περπατήσει αρκετές φορές μέχρι εκεί.
Ένας υπέροχος συνδυασμός φυσικού τοπίου, αρχαίας ελληνικής και ορθόδοξης χριστιανικής ομορφιάς, σκέφτηκε.
Αν ακολουθούσε εκείνη τη διαδρομή, θα επέστρεφε από διαφορετικό δρόμο και θα ήταν πίσω στο σπίτι του σε λιγότερο χρόνο. Αποφάσισε να στρίψει προς τα ερείπια του αρχαίου ναού. Ήδη είχε περπατήσει αρκετά και είχε μεγάλη απόσταση να καλύψει ακόμη.
Είχε περπατήσει μερικά μέτρα μόνο, όταν από κάπου μακριά έφτασε στα αυτιά του ο ήχος από βελάσματα. Αυτό μου έλειπε τώρα, να βρεθεί μπροστά μου ένα τσοπανόσκυλο και να αρχίσει να με κυνηγάει, σκέφτηκε νιώθοντας την ψυχική του γαλήνη να χάνεται και να αντικαθίσταται από έναν ελαφρύ εκνευρισμό. Αυτό του είχε συμβεί στο ίδιο περίπου σημείο δυο χρόνια νωρίτερα. Ευτυχώς που τότε πρόλαβε κι απομακρύνθηκε αρκετά από το κοπάδι, ώστε το σκυλί να χάσει το ενδιαφέρον του και να επιστρέψει στη φύλαξή του.
Τότε βέβαια είχε καλύτερη φυσική κατάσταση από ότι τώρα. Αν και δεν ήταν πολύ μεγάλος, μόλις τριάντα ενός χρονών, συχνά αμελούσε να αθλείται. Ήξερε πόσο καλή για την υγεία είναι η συχνή αερόβια προπόνηση, αλλά έβρισκε διάφορες δικαιολογίες να μην ασχολείται τακτικά. Είχε ξεκινήσει προσπάθεια την περασμένη χρονιά να βελτιωθεί, με εντατικές προπονήσεις σε γυμναστήριο και γήπεδο. Ήρθε όμως ένας τραυματισμός τον Φεβρουάριο, μερικούς μήνες νωρίτερα. Ενώ έπαιζε ποδόσφαιρο με μια παρέα εφήβων της γειτονιάς του, έπαθε ένα τράβηγμα στη γάμπα του δεξιού ποδιού του. Το τραύμα ήταν ελαφρύ αλλά αρκούσε να του περάσει η διάθεση για βελτίωση στο τρέξιμο. Έτσι, επανήλθε στους χαλαρούς περιπάτους στο βουνό και σε παιχνίδια μπάσκετ ή ποδοσφαίρου, με την προαναφερθείσα παρέα εφήβων.
Θα ξεκινήσω τρέξιμο πάλι κάποια στιγμή όμως, η κοιλιά αρχίζει και μεγαλώνει πάλι και χωρίς λίγη κούραση δεν θα έχουμε κανένα αποτέλεσμα, σκέφτηκε κι αμέσως χαμογέλασε. Το χαλαρό έχει κι αυτό την ευχαρίστησή του. Κι όσο μπορούσε να περπατάει με τις ώρες στο βουνό, ήταν εντάξει. Ταυτόχρονα, με αυτό τον τρόπο δεν κινδύνευε από τραβήγματα ή άλλους τραυματισμούς και περνούσε τις καλύτερες στιγμές της εβδομάδας.
Περπάτησε λίγο ακόμη στο μονοπάτι, και μόλις έστριψε μια απότομη στροφή ένιωσε μια ανακούφιση. Εντόπισε το κοπάδι με τα πρόβατα εκεί, κοντά του, αλλά σκυλί δεν φαινόταν και δεν ακουγόταν πουθενά. Τουλάχιστον εκείνη τη φορά δεν θα χρειαζόταν να τρέξει να ξεφύγει. Έκανε μια στάση και παρατήρησε τα ζώα, που κινούνταν με αργούς ρυθμούς μέσα στο λιοπύρι. Ήταν μέσα Ιουλίου, ο καιρός ήταν ζεστός και ξηρός, και υπήρχαν ελάχιστα χλωρά φυτά προς βοσκή των ζώων. Ένα πρόβατο, ελαφρώς μικρόσωμο κι αδύνατο, είχε ανέβει πιο ψηλά από το υπόλοιπο κοπάδι. Είχε σκυμμένο το κεφάλι του και τσιμπούσε από έναν θάμνο που φαίνονταν πως υπέφερε κι αυτός από τη ζέστη και την ξηρασία. Βοσκός δεν φαινόταν πουθενά, αλλά η απουσία σκύλου υποδείκνυε πως ο βοσκός – ή οι βοσκοί – ήταν εκεί κοντά.
Σταμάτησε να ασχολείται με τα πρόβατα, κι άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί τριγύρω. Ήταν πια αρκετά ψηλά στο βουνό και η πόλη είχε χαθεί από το οπτικό του πεδίο, μερικές στροφές του μονοπατιού νωρίτερα. Η μυρωδιά της πόλης, που στους κατοίκους τους έχει γίνει τόση συνήθεια ώστε να μην τους κάνει πια εντύπωση, είχε αντικατασταθεί από μια άλλη. Μια ευωδία φύσης και μυρωδικών που σε ωθούσανε να τα αναζητήσεις, να τα κόψεις και να τα πάρεις μαζί σου στην κάθοδο, στην επιστροφή στην καθημερινότητα.
Ένας ποιητής ή ένας συγγραφέας θα έβρισκε έμπνευση για κάποιο μελλοντικό έργο του εδώ πάνω. Αυτό είναι σίγουρο, σκέφτηκε. Έκλεισε τα μάτια του κι εισέπνευσε βαθιά, ώστε να μπορέσει να βάλει μέσα του όσο το δυνατόν περισσότερη από αυτή τη μυρωδιά της φύσης, και να την πάρει μαζί του στην επιστροφή.
Με κλειστά τα μάτια, αισθάνθηκε μια σκοτεινιά, σα να πέρασε ένα μικρό σύννεφο και να έκρυψε στιγμιαία το φως. Κανονικά δεν θα έδινε σημασία, αλλά μαζί με τη ξαφνική σκοτεινιά, του δημιουργήθηκε κι ένα αίσθημα απροσδιόριστο, σαν ένας μεγάλος κι αναπόφευκτος κίνδυνος να είναι κοντά. Άνοιξε πάλι τα μάτια του. Αμέσως την προσοχή του τράβηξε ο ήλιος. Δεν ήταν κανένα σύννεφο που είχε προκαλέσει τη σκοτεινιά, αλλά ο ίδιος ο ήλιος φαινόταν σα να είχε σκοτεινιάσει κι αλλάξει χρώμα. Αν κι ήταν σχεδόν μεσημέρι, φαινόταν απειλητικός και κόκκινος. Όχι κόκκινος όπως στα τόσα ηλιοβασιλέματα που είχε δει, αλλά πιο τρομακτικός. Το χρώμα του φαινότανε σχεδόν σαν…
…σαν αίμα, συνειδητοποίησε με έναν ξαφνικό τρόμο.
Ένας κεραυνός έπεσε εκεί κοντά, κι ο Δημήτρης συμπέρανε πως έπεσε κοντά στα ερείπια. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, έπεσε κι ένας δεύτερος. Έμοιαζε κι ακούγονταν σαν φυσιολογικός κεραυνός, αλλά σύννεφο δεν φαίνονταν πουθενά στον ουρανό. Ο Δημήτρης στάθηκε να αναλογιστεί αυτό το μυστήριο φαινόμενο, πιο πολύ νιώθοντας παραξενεμένος παρά φοβισμένος. Τότε ήταν που παρατήρησε μια μικρή σφαίρα να προσγειώνεται, άξαφνα και χωρίς ήχο, δίπλα στο πρόβατο που είχε ξεμακρύνει από το κοπάδι. Το πρόβατο βέλαξε αλλά δεν απομακρύνθηκε, παρά έμεινε να κοιτάζει το νέο αντικείμενο με περιέργεια. Η σφαίρα είχε διάμετρο περίπου είκοσι εκατοστά, με ανώμαλη επιφάνεια. Φαινόταν κόκκινη, αλλά ο Δημήτρης δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πως αυτό ήταν το πραγματικό της χρώμα. Όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα στην περιοχή είχαν πάρει κι αυτά μια κόκκινη απόχρωση, εξαιτίας του φωτός του ήλιου.
Ενώ ο Δημήτρης παρατηρούσε τη σφαίρα και το πρόβατο, ξαφνικά η σφαίρα άρχισε να τραντάζεται βίαια και να μεγαλώνει. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα είχε μεγαλώσει σε διάμετρο τουλάχιστον τριάντα εκατοστά. Το πρόβατο βέλαξε ξανά.
Μια δεύτερη και στη συνέχεια μια τρίτη και μια τέταρτη σφαίρα προσγειώθηκαν, αυτή τη φορά πιο κοντά στο Δημήτρη. Ο φόβος που ένιωσε νωρίτερα, άρχισε να απλώνεται μέσα του. Έκανε μεταβολή κι άρχισε να κατηφορίζει με γρήγορα βήματα το μονοπάτι προς την πόλη. Δεν είχε προλάβει να κάνει παρά μερικές δρασκελιές μόνο, όταν άκουσε ένα ακόμη βέλασμα, εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενα.
Γύρισε κι αυτό που είδε τον έκανε να παγώσει. Η πρώτη σφαίρα φαινόταν σα να έχει ξετυλιχθεί κι είχε αποκαλύψει ένα ον, που όμοιό του δεν είχε ξανακούσει ποτέ πως υπάρχει. Είχε κυλινδρικό σχήμα, με το σώμα του να έχει μήκος περίπου μισό μέτρο και στηρίζονταν σε οκτώ μικρά πόδια. Το ον είχε επιτεθεί στο πρόβατο, και στην ελάχιστη ώρα που δεν κοιτούσε του είχε προκαλέσει ήδη τεράστιες πληγές στο λαιμό και στα πλευρά με τα κοφτερά του δόντια. Το πρόβατο βέλαξε αδύναμα μια τελευταία φορά, κι ύστερα έπεσε στο έδαφος χωρίς να έχει πια ζωή μέσα του.
Ο Δημήτρης έστριψε το βλέμμα του προς τις υπόλοιπες σφαίρες που είχαν πέσει. Διαπίστωσε πως κι αυτές αρχίσανε να τραντάζονται και να μεγαλώνουν, με τρόπο παρόμοιο με την πρώτη. Είχε δει αρκετά. Έστριψε πάλι κι άρχισε να τρέχει. Μια νέα σφαίρα έπεσε μπροστά του, και χωρίς να σταματήσει το τρέξιμο την πάτησε με όλη του τη δύναμη. Το ον τσίριξε απόκοσμα, ένας πίδακας από παχύρρευστο υγρό πετάχτηκε και του λέρωσε το παπούτσι και το πόδι, και το ον έμεινε ακίνητο. Ο Δημήτρης δεν του έδωσε σημασία, μόνο συνέχισε να τρέχει.
Έστριψε μια στροφή και σταμάτησε. Μπροστά του στο δρόμο ήταν δεκάδες από τα όντα κι ακόμα περισσότερες σφαίρες έπεφταν από τον ουρανό. Πίσω του μαζί με τα πρώτα είχαν πέσει κι άλλα. Εκατοντάδες ζευγάρια κόκκινα μάτια γυρίσανε και τον κοιτάξανε όλα μαζί, λάμποντας σαν να έβγαζαν ένα δικό τους φως. Το βλέμμα τους ήταν όλο μίσος. Άρχισαν να τον πλησιάζουν, περπατώντας το καθένα στα οκτώ μικρά πόδια του με μεγάλη ταχύτητα. Δεν υπήρχε κανένα μέρος να τρέξει, καμία ελπίδα διαφυγής. Το πιο κοντινό σε αυτόν άνοιξε το στόμα του εμφάνισε μια σειρά από δόντια κοφτερά και δυσανάλογα μεγάλα σε σχέση με το μέγεθός του. Έβγαλε μια απόκοσμη κραυγή κι επιτέθηκε. Ο Δημήτρης ούρλιαξε καθώς ένιωσε τα δόντια να χώνονται στα πόδια του...
…και πετάχτηκε από το κρεβάτι του ουρλιάζοντας και πλημμυρισμένος από ιδρώτα. Κοίταξε τριγύρω πανικόβλητος για λίγα δευτερόλεπτα. Σύντομα ηρέμησε καθώς το μόνο που φαίνονταν μέσα στο σκοτάδι, ήταν οι δείκτες από το ρολόι στο κομοδίνο του, οι οποίοι φωσφόριζαν με ένα απαλό γαλάζιο χρώμα. Η ώρα ήταν 3 : 49, ξημερώματα Δευτέρας. Η πόλη κοιμόταν ήσυχη, ανακτώντας δυνάμεις για άλλη μια εβδομάδα που μόλις ξεκινούσε. Όλα ήταν όπως θα έπρεπε να είναι εκείνη την ώρα.
Απλά ένας εφιάλτης, σκέφτηκε με ανακούφιση κι έπεσε πίσω ανάσκελα στο κρεβάτι του.
Τότε, σαν κατάλοιπο από το όνειρο, η σαν μια σκέψη που του υπέβαλλε το όνειρο στο μυαλό, άκουσε, ή του φάνηκε πως άκουσε:
«Ερχόμαστε και δε θα μας σταματήσεις…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου