Άλλη μια όμορφη μέρα τελείωσε, σκέφτηκε ο Ζαν – Πιέρ κι άφησε το βιβλίο του στην αιώρα
που στόλιζε τα τελευταία χρόνια τη βεράντα του. Από τη στιγμή που την τοποθέτησε,
εκείνη ήταν η θέση όπου συνήθιζε να περνάει πολλά από τα καλοκαιρινά του απογεύματα
διαβάζοντας. Ο ήλιος είχε δύσει εδώ και ώρες, αλλά τη σκυτάλη του φωτισμού
είχαν πάρει τα ηλεκτρικά φώτα και το διάβασμα είχε συνεχιστεί κανονικά. Ήταν
υπερβολικά συνεπαρμένος από το βιβλίο που είχε ξεκινήσει να διαβάζει την
προηγούμενη μέρα, ένα μυθιστόρημα τρόμου από έναν νέο και σχετικά άγνωστο
συγγραφέα. Αλλά τώρα ένιωθε πως έπρεπε να σταματήσει, τα μάτια του τον πονούσαν
από την πολύωρη ανάγνωση.
Κι αύριο μέρα είναι. Δεν χρειάζεται να το διαβάσω ολόκληρο απόψε, σκέφτηκε, κι άφησε το βλέμμα
του να πλανηθεί μακριά από την κατοικία του. Ήταν μια όμορφη, αίθρια νύχτα του
Ιουλίου. Τα αστέρια συναγωνίζονταν σε λαμπρότητα τα φώτα του κοντινού Χάλιφαξ,
της πρωτεύουσας της Νέας Σκωτίας, της χερσονήσου στην ανατολική ακτή του
Καναδά. Ζούσε σε ένα προάστιο της πρωτεύουσας όλη του τη ζωή, ασκώντας το
επάγγελμα του παθολόγου ιατρού. Εκτός από τα χρόνια που είχε περάσει φοιτώντας
στο πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, σχεδόν όλα τα χρόνια της ζωής του τα είχε ζήσει
στο Χάλιφαξ και δεν σκόπευε να το αλλάξει αυτό. Ούτως ή άλλως, πίστευε πως ήταν
πολύ μεγάλος πια για να ξεκινήσει μια νέα ζωή σε κάποιο διαφορετικό μέρος του κόσμου.
Κοίταξε το ρολόι του κι είδε πως
η ώρα ήταν ένδεκα παρά τέταρτο. Ήταν η ώρα κατά την οποία συνήθιζε να πίνει μια
κούπα ζεστό γάλα και να ηρεμεί πριν ξαπλώσει. Με νωχελικά βήματα μπήκε στο
σπίτι του, μια μικρή ξύλινη μονοκατοικία από αυτές που ήταν συνηθισμένες σε
εκείνη την πλευρά του κόσμου. Πήγε στην κουζίνα του, έβγαλε γάλα από ένα κουτί
που είχε στο ψυγείο, και το έβαλε στο μάτι της κουζίνας να ζεσταθεί. Εκείνο το
βράδυ ήταν μόνος του. Η σύζυγός του είχε τελειώσει με τις εργασίες του σπιτιού
και πήγε να παίξει χαρτιά με τις φίλες της. Κάθε φορά που ορίζονταν συνάντηση
της «χαρτοπαικτικής λέσχης κυριών», όπως τις χαρακτήριζε αστειευόμενος,
συνήθιζε να επιστρέφει αργά το βράδυ. Ειδικά εκείνες τις ημέρες που είχε άδεια
από τη δουλειά της, το πιο πιθανό ήταν πως θα επέστρεφε τα ξημερώματα της επόμενης
ημέρας.
Ο Ζαν – Πιέρ αντίθετα, δεν
συγκινούνταν από τέτοιου είδους διασκεδάσεις. Θεωρούσε προτιμότερο να κοιμηθεί
και να ξυπνήσει νωρίς. Με αυτό τον τρόπο θα προλάβαινε την ανατολή του ηλίου
την ώρα που πήγαινε για την πρωινή του προπόνηση στο τρέξιμο, και θα συνέχιζε
να εκπληρώνει άξια τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί.
Ετοίμασε το γάλα του, το άδειασε
σε μια κούπα και το ήπιε αργά, απολαμβάνοντας την κάθε γουλιά που κυλούσε στο
λαιμό του. Αν κι ήταν αρκετά ευκατάστατος, δεν είχε ανάγκη μεγάλες πολυτέλειες
και πολλές ανέσεις. Αντίθετα, ένιωθε καλυμμένος με αυτές τις απλές, μικρές
απολαύσεις της ζωής. Όταν ήπιε και την τελευταία σταγόνα από το ρόφημα,
βούρτσισε τα δόντια του. Στη συνέχεια έσβησε τα φώτα, αφήνοντας αναμμένα μόνο
μερικά αρωματικά κεράκια στο τραπέζι της κουζίνας. Σκόπευε να καθίσει για
μερικά λεπτά στην πολυθρόνα του με το φως των κεριών ώστε να χαλαρώσει το μυαλό
του, κι ύστερα θα τα έσβηνε κι αυτά. Η μέρα του θα τελείωνε με τη βραδινή του
προσευχή πριν να πέσει να κοιμηθεί.
Μόλις είχε καθίσει στην
πολυθρόνα, όταν τα κεράκια έσβησαν μόνα τους σχεδόν ταυτόχρονα. Ο Ζαν - Πιέρ
σηκώθηκε πάλι νιώθοντας περιέργεια για το πώς έγινε αυτό. Κλάσματα του δευτερολέπτου
αργότερα, τινάχθηκε και βρέθηκε στον τοίχο του σαλονιού του, σπρωγμένος από μια
μεγάλη δύναμη. Προσπάθησε να μετακινήσει τα χέρια ή τα πόδια του, αλλά αυτή η
δύναμη τον κρατούσε ακίνητο. Αργά, μπροστά του άρχισε να σχηματίζεται μια
περιοχή σκοτεινιάς. Ακόμα και στο σκοτάδι της νύχτας, με κάποιον τρόπο η
σκοτεινιά που σχηματίζονταν μπροστά του ξεχώριζε, ακόμα πιο μαύρη από το
περιβάλλον της.
Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, το
σχήμα της σκοτεινιάς είχε σχηματιστεί πλήρως κι ήταν αμυδρά ανθρωπόμορφο. Ο
τρομοκρατημένος Ζαν – Πιέρ είχε την εντύπωση πως είχαν περάσει ώρες από τη
στιγμή που εκσφενδονίστηκε στον τοίχο του σπιτιού του.
«Φύλακα, που έχεις το Βιβλίο;»
άκουσε τη σκιά να λέει. Ή, πιο σωστά, δεν την άκουσε ακριβώς, αλλά με άγνωστο
τρόπο ένιωσε τα λόγια της μέσα στο μυαλό του.
Μια Σκιά του Ερέβους, σκέφτηκε ο Ζαν – Πιέρ, ενώ ο τρόμος που ένιωθε
γιγαντώθηκε. Είναι εδώ, μπροστά μου, αυτή
τη στιγμή! Και αναζητεί το Βιβλίο! Ήξερε φυσικά για την ύπαρξη αυτών των
όντων, είχε διαβάσει πολλά σχετικά με αυτά. Τώρα όμως που την έβλεπε μπροστά
του και την άκουγε μέσα στο μυαλό του, φάνταζε ακόμα πιο τρομαχτική από
οτιδήποτε μπορούσε να φανταστεί.
«Θα μου πεις αυτό που θέλω να
μάθω. Στο χέρι σου είναι το πώς θα γίνει αυτό, ανώδυνα ή επώδυνα. Πάρα πολύ
επώδυνα», είπε η Σκιά και πλησίασε ακόμη περισσότερο τον άνδρα.
Ο Ζαν - Πιέρ πάλευε να αντισταθεί
αλλά μάταια. Δεν ήταν δεμένος, αλλά η δύναμη που τον κρατούσε ακινητοποιημένο έδειχνε
πιο ισχυρή και από τα πιο ανθεκτικά υλικά δεσμά. Δε μπορούσε να κινηθεί ούτε
στο ελάχιστο. Ακόμη και η αναπνοή του έρχονταν με μεγάλη δυσκολία. Ήταν σα να
είχε αφήσει η Σκιά αυτή την ελάχιστη δυνατότητα κίνησης, ώστε να τον βασανίσει
ακόμα και για την κάθε ανάσα που έπαιρνε. Μόνο τα μάτια του κινούνταν ελεύθερα,
αλλά δεν μπορούσε να απομακρύνει το βλέμμα του από τη σκοτεινιά που απλώνονταν
μπροστά του.
«Βλέπω πως δεν θέλεις να
τελειώσουμε ανώδυνα», συνέχισε η Σκιά. «Τόσο το καλύτερο. Σε λίγη ώρα θα
εύχεσαι για τη λύτρωση του θανάτου».
Ο Ζαν - Πιέρ ένιωσε ένα
πρωτόγνωρο πόνο, λες και χιλιάδες καρφιά τρύπησαν με μιας το κορμί του.
Προσπάθησε να ουρλιάξει αλλά ήχος δε βγήκε από μέσα του. Το αίσθημα αυτό έμεινε
για λίγο και μετά εξαφανίστηκε τόσο απότομα όσο είχε εμφανιστεί.
Στον άνδρα όμως, ακόμη κι αυτό το
λίγο χρονικό διάστημα φάνηκε σαν μια αιωνιότητα.
«Αυτό είναι ένα μικρό δείγμα από
το τι θα σου κάνω. Απάντησε μου σε αυτό που σε ρώτησα και δεν θα πονέσεις
άλλο».
Ο Ζαν - Πιέρ ένιωθε πανικό.
Πίστευε ότι ολόκληρες δεκαετίες σωματικής και νοητικής εκπαίδευσης θα τον είχαν
προετοιμάσει αρκετά καλά ώστε να μπορεί να αντισταθεί στη Σκιά. Τώρα έβλεπε πως
ήταν ανίσχυρος μπροστά της, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κρατήσει τη σιωπή
του όσο μπορούσε και να μην αποκαλύψει το μυστικό. Η Σκιά δεν έπρεπε με τίποτε
να μάθει το μέρος όπου φυλούσε το Βιβλίο.
Και, προς τιμήν του, κατάφερε και
κράτησε τη σιωπή του, παρά τον ανείπωτο πόνο στον οποίο τον υπέβαλλε η Σκιά για
τα επόμενα λεπτά της ώρας.
«Βλέπω πως είσαι καλά
εκπαιδευμένος», άκουσε τελικά τη Σκιά να λέει. «Ακριβώς όπως περίμενα. Αλλά
ακόμη κι έτσι δεν μπορείς να με εμποδίσεις να πάρω αυτά που θέλω».
Ο Ζαν - Πιέρ ένιωσε κύματα
ενέργειας να επιτίθενται στο μυαλό του, καθώς η Σκιά άρχισε να εισβάλλει στις
σκέψεις του. μέσα στο μυαλό του άρχισε να βλέπει φρικτές εικόνες. Είδε τη Σκιά
να ακινητοποιεί τη σύζυγό του. Άκουσε την αγαπημένη του να ουρλιάζει καθώς
βίωνε αυτά τα οποία μόλις είχε υποστεί κι ο ίδιος. Την ένιωσε να ηρεμεί
προσωρινά και μετά να αρχίζει πάλι, καθώς τα βασανιστήρια ξανάρχιζαν, με ακόμη μεγαλύτερη
ένταση.
Είχε εκπαιδευθεί σε νοητικές
ασκήσεις ώστε να προβάλλει αντίσταση και σε αυτή την επίθεση, αλλά το σώμα και
το πνεύμα του ήταν ήδη εξουθενωμένα από τα προηγούμενα μαρτύρια. Ο πόνος του να
βλέπει το αγαπημένο του πρόσωπο να υποφέρει του δημιούργησε μια στιγμιαία
σύγχυση. Αυτό το μικρό χρονικό διάστημα μέχρι να θωρακίσει ξανά τις σκέψεις του,
ήταν αρκετό για τη Σκιά ώστε να μάθει αυτό που ήθελε.
Με έναν ήχο που έμοιαζε με
ειρωνικό γέλιο, η Σκιά έφυγε από μπροστά του και κατευθύνθηκε προς το μέρος
όπου φυλάσσονταν το Βιβλίο. Αυτό ήταν το αντικείμενο, για την προστασία του
οποίου είχε υποστεί όλο εκείνο τον πόνο. Άκουσε έναν ήχο σαν κάτι να λιώνει. Κατάλαβε
πως όλα τελείωσαν. Η αγωνία που πέρασε είχε αποβεί άκαρπη. Σύντομα ένιωσε ξανά
τη Σκιά να τον πλησιάζει.
«Απόψε το δικό σου κι όλα τα
υπόλοιπα Βιβλία θα καταστραφούν ή είναι ήδη κατεστραμμένα. Όσοι γνωρίζουν την
ύπαρξή τους δε θα ξαναδούν το φως του ήλιου. Η τελευταία γραμμή άμυνας έπεσε
και πια τίποτα δε θα μας σταματήσει. Ας είναι αυτές οι τελευταίες σου σκέψεις
καθώς θα πεθαίνεις», του είπε η Σκιά.
Ο Ζαν - Πιέρ ένιωσε έναν πόνο
βαθιά μέσα στο στήθος του, σαν κάτι να καρφώνονταν με δύναμη στην καρδιά του
και να την εμποδίζει να χτυπάει. Εκείνη τη στιγμή, αναλογίστηκε την φρίκη που θα
περίμενε τον κόσμο αν τα λόγια της Σκιάς ήταν ειλικρινή. Όλα τα Βιβλία κατεστραμμένα κι όλοι οι Φύλακες νεκροί! Αν ίσχυε κάτι
τέτοιο, ο κόσμος θα ήταν καταδικασμένος.
Από τις σκέψεις του πέρασε αυτό
που κατάφερε να κρύψει από τη νοητική επίθεση της Σκιάς. Υπήρχε ένα ακόμη
Βιβλίο. Ήταν το μόνο στο οποίο δεν είχε ανατεθεί Φύλακας, και μόνο αυτός κι
ελάχιστοι άλλοι ήξεραν που είναι κρυμμένο. Καθώς ένιωθε την καρδιά του να
χτυπάει όλο και πιο αργά και τη ζωή του να τελειώνει, ήλπισε πως κι οι υπόλοιποι
θα είχαν καταφέρει να κρατήσουν την ύπαρξη του τελευταίου Βιβλίου μυστική από
τις Σκιές. Ίσως κάποιος από τους άλλους να
είχε αφήσει ενδείξεις για το πως θα βρεθεί. Αυτός είχε καταφέρει να κάνει μόνο
το ένα από τα δυο.
Μοναδική ελπίδα του κόσμου είναι, να υπάρξουν ίχνη και κάποιος να τα
βρει και να τα ακολουθήσει, σκέφτηκε.
Κι ύστερα, οι σκέψεις του έσβησαν
και βυθίστηκε στο αιώνιο σκοτάδι του θανάτου.
Σε ένα μέρος μακριά από το σπίτι
του νεκρού πλέον Φύλακα, ένας δεύτερος άντρας άνοιξε τα μάτια του. Άφησε να
περάσουν μερικά δευτερόλεπτα για να επανέλθουν οι σκέψεις του στο περιβάλλον,
κι επέτρεψε σε ένα θριαμβευτικό χαμόγελο να απλωθεί στο πρόσωπό του. Η αποστολή
του είχε ολοκληρωθεί και μάλιστα ευκολότερα από όσο θα είχε τολμήσει να
ελπίσει. Τα εργαλεία που τους είχαν δοθεί ήταν τόσο ανίκητα, που ακόμα κι οι
παντοδύναμοι Φύλακες φαίνονταν ανίσχυροι μπροστά τους.
Ο άνδρας ήξερε πως εκείνη την
ώρα, η ίδια σκηνή επαναλαμβάνονταν σε ογδόντα έξι ακόμα σημεία ανά τον κόσμο.
Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα από τώρα, όλοι οι Φύλακες κι όλα τα αντίγραφα του
Βιβλίου που υπήρχαν θα έβρισκαν το ίδιο τέλος. Το πιο πιθανό είναι πως το
είχανε βρει ήδη. Το σημαντικότερο εμπόδιο στην έλευση της Νέας Τάξης θα έπαυε
να υπάρχει με ένα και μόνο χτύπημα.
Ήταν καθισμένος σε ένα σκοτεινό
δωμάτιο. Ο ελάχιστος φωτισμός του χώρου προέρχονταν από λίγα κεριά χρώματος κόκκινου,
τόσο σκοτεινού ώστε να ξεχωρίζει ελάχιστα από μαύρο. Η Αδελφότητα απαιτούσε το
χρώμα των κεριών να είναι πάντα σκοτεινό κόκκινο.
Ένα άρωμα από σανδαλόξυλο ήταν
διακριτικά διάχυτο στο δωμάτιο. Του άρεσε το συγκεκριμένο άρωμα και θεωρούσε
πως του παρείχε αυξημένη ενεργητικότητα και εγρήγορση. Κι ήταν άρωμα από
πραγματικό σανδαλόξυλο που ήταν δύσκολο να βρεθεί. Αυτό το φυτό είναι είδος υπό
προστασία και συνήθως κυκλοφορούν στη θέση του αρώματα από παρεμφερή είδη. Για
την Αδελφότητα όμως, τίποτα δεν φαίνονταν να είναι δύσκολο.
Σηκώθηκε, νιώθοντας ξαφνικά ότι
στέκονταν ακίνητος για πολύ ώρα και περπάτησε λίγο ώστε να ξεμουδιάσει τους
μύες του. Αφού έγινε αυτό, στη συνέχεια άναψε το ηλεκτρικό φως στο δωμάτιο κι
έσβησε τα κεριά. Το δωμάτιο φωτίστηκε ελάχιστα μιας κι οι τοίχοι ήταν βαμμένοι
στο ίδιο σκοτεινό κόκκινο χρώμα που είχαν και τα κεριά. Ήταν μια ακόμα
απαίτηση, να υπάρχει στο σπίτι κάθε Αδελφού ένα δωμάτιο βαμμένο με τέτοιο
χρώμα.
Άνοιξε την πόρτα, βγήκε από το
δωμάτιο και πήγε στο γραφείο του όπου είχε τον υπολογιστή του, νιώθοντας παντού
τη μυρωδιά του σανδαλόξυλου να τον ακολουθεί. Είχε ακόμη μια δουλειά να κάνει.
Ενεργοποίησε τον υπολογιστή και ξεκίνησε
να γράφει το ηλεκτρονικό μήνυμα που του είχε ζητηθεί. Ως παραλήπτη έγραψε την
ηλεκτρονική διεύθυνση του αρχηγού της Αδελφότητας, τον έλληνα τον οποίο ήξερε
μόνο με το μικρό του όνομα, Μιχαήλ.
Αφού τελείωσε τη συγγραφή του e – mail και το έστειλε, άρχισε να
σκέφτεται ξανά την ευκολία με την οποία εκτέλεσε το έργο που του είχε ανατεθεί.
Ακόμη και αυτό που θεωρούσαν ως το μεγαλύτερό τους εμπόδιο δεν κατάφερε να προβάλλει
την παραμικρή αντίσταση. Ο δρόμος προς την τελική επικράτηση ήταν πια
ελεύθερος.
Πολύ σύντομα, όταν η Νέα Τάξη θα
ήταν γεγονός, αυτός κι οι Αδελφοί του θα είναι οι πρίγκιπες, κορυφαίοι ανάμεσα
στους ανθρώπους. Έστω, στους λιγοστούς ανθρώπους που θα έχουν απομείνει
ζωντανοί. Έχοντας αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του, περπάτησε με αργά βήματα ως
το υπνοδωμάτιο του, ξάπλωσε στο κρεβάτι του κι αποκοιμήθηκε.