Έχουμε καλύψει ήδη μεγάλο μέρος της διαδρομής, μέχρι
το σημείο όπου άφησα το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε να περπατάμε στο μονοπάτι.
Δεν έχω μιλήσει καθόλου από τη στιγμή που εξαφανίστηκε ο άνδρας που μου είχε
πουλήσει το φυλαχτό στην Αθήνα, σε μια από τις τελευταίες μου στιγμές στον
πραγματικό κόσμο.
Αν βέβαια, πιστέψω τα εξωφρενικά λεγόμενά του. Αλλά το
ένστικτό μου λέει πως τα λόγια του ήταν αληθινά.
Ίσως και να θέλω να πιστέψω πως τα λόγια του είναι
αληθινά. Θα ήταν τρομερό αν είχε συμβεί κάτι σε όλους τους κατοίκους της πόλης
μου και έχουν εξαφανιστεί. Για κάποιο λόγο, το ενδεχόμενο να έχει συμβεί κάτι
μόνο σε μένα, δεν μου φαίνεται τόσο τρομακτικό.
Αλλά μου είπε τόσα λίγα! Το κύριο συναίσθημα που
νιώθω, είναι απογοήτευση. Ξεκίνησα έχοντας ελπίδα πως θα μου απαντήσει στα
ερωτήματά μου. Πράγματι, απάντησε σε ορισμένα. Αλλά τα λόγια του δημιούργησαν
ακόμη περισσότερα.
Και κυρίως τα τελευταία που είπε. Είπε πως πρέπει να
περάσω μια δοκιμασία για να καταφέρω να επιστρέψω στον πραγματικό κόσμο. Τι
διάολο είναι πάλι τούτο; Πως θα βρω τι είναι;
Και ακόμη κι αν τη βρω και την ολοκληρώσω, γιατί αυτοί
οι τύποι να με αφήσουν να βγω από εδώ, αφού με θέλουν τόσο πολύ; Να με μελετούν
και να με παρατηρούν;
Και η Μαρία; Αυτή πως βρέθηκε εδώ; Τι θα απογίνει,
ακόμη κι αν τα καταφέρω;
Πολλά ερωτήματα μαζί. Αλλά για να τα απαντήσω, πρέπει
πρώτα να αναγνωρίσω τα στοιχεία για τη δοκιμασία και να επιχειρήσω να την
ολοκληρώσω.
Ο τύπος που πρωτοσυνάντησα ως πωλητή, μου είπε πως
σίγουρα κάτι θα είδα σχετικά με αυτή τη δοκιμασία, στην αρχή. Μάλλον όταν
ξύπνησα σε αυτό που νόμιζα πως ήταν το πρωί της Κυριακής.
Μου έρχεται διάθεση να βάλω τα γέλια, όταν σκέφτομαι
με τη διάθεση ξεκίνησα τότε, να αλλάξω τις κακές μου συνήθειες και να ξεκινήσω
μια νέα ζωή. Με την γνώση που έχω τώρα, εκείνη η άγνοια φαντάζει αφελής σε
σημείο που να γίνεται αστεία.
Πόσο ειρωνικό είναι πως η διάθεσή μου έγινε
πραγματικότητα. Και μάλιστα όχι μόνο αυτό, αλλά μου ήρθαν και πολύ περισσότερα
από όσα ζήτησα!
Ας μην τα σκέφτομαι αυτά. Το κυριότερο που έχω να
κάνω, είναι να θυμηθώ τι έκανα και τι είδα εκείνο το πρωί.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι, έφτιαξα καφέ, άναψα τον
υπολογιστή (δεν είμαι σίγουρος αν αυτή είναι η σωστή σειρά), έπλυνα μια στοίβα
από πιάτα που κοσμούσε το νεροχύτη μου.
Μήπως υπήρχε τίποτε το περίεργο στη στοίβα; Ίσως κάτι
που ήταν έξω από τα συνηθισμένα; Όχι, είμαι σίγουρος πως όλα ήταν φυσιολογικά.
Εκτός από τα άπλυτα πιάτα που ήταν υπερβολικά πολλά. Αλλά με δεδομένες τις,
μερικές φορές, κακές συνήθειες υγιεινής μου, αυτό δεν είναι και τόσο περίεργο.
Μετά από αυτά τι έκανα; Α, ναι. Γυμναστική, έβαλα να
ακούσω μουσική και άρχισα να διαβάζω εκείνο το βιβλίο για τη ζωή του Σωκράτη.
Εκείνο το βιβλίο μήπως είχε κάτι μέσα σχετικά με τη δοκιμασία; Δεν θυμάμαι να
το είχα αγοράσει ποτέ. Μήπως ήταν κάποιο επιπλέον χαρακτηριστικό της
εξομοίωσης;
Δεν νομίζω όμως. Ίσως και να ήταν έτσι, αλλά σίγουρα
δεν θυμάμαι να περιέχει κάποιο στοιχείο που να ήταν εκτός τόπου. Για καλό και
για κακό, θα το κοιτάξω ξανά όταν πάω στο σπίτι μου.
Τι άλλο; Υπήρχε κάτι το διαφορετικό στο σπίτι μου;
Κάποια μικρή λεπτομέρεια αλλαγμένη, ίσως; Φέρνω τις εικόνες από τα δωμάτια τη
μια μετά την άλλη στο μυαλό μου, αλλά ούτε αυτό φέρνει κάποιο αποτέλεσμα.
Ακολουθώντας μια στροφή του δρόμου, βλέπω πως σχεδόν
έχουμε φτάσει ξανά στο αυτοκίνητο. Και ακόμη δεν έχω θυμηθεί τίποτε σχετικό με
αυτό που θέλω.
Διάολε! Κάτι θα υπάρχει, σίγουρα! Γιατί δεν μπορώ να
θυμηθώ τι είναι αυτό;
Γιατί να θυμάμαι όλες τις άχρηστες πληροφορίες του
κόσμου, σκορ από αγώνες μπάσκετ που πραγματοποιήθηκαν πριν από είκοσι χρόνια
αλλά όχι αυτές που είναι πραγματικά σημαντικές;
Ύστερα από μια στροφή ακόμη, βλέπω μπροστά μου και σε
απόσταση πενήντα μέτρων το αυτοκίνητό μου. Το μαύρο χάσμα που υπήρχε νωρίτερα
και μας ανάγκασε να ανεβούμε το μονοπάτι με το πόδι, δεν υπήρχε πια. Όπως είχε
συμβεί και με τη μαύρη επιφάνεια στο ντουλάπι του σπιτιού της Μαρίας, τώρα
φαίνονταν σα να μην είχε υπάρξει πότε.
Μαύρη επιφάνεια. Που είδα για πρώτη φορά μαύρη
επιφάνεια χωρίς καμία υφή;
Η ερώτηση αυτή μου δημιουργεί κάποιον συνειρμό στο
μυαλό. Προς στιγμή, νιώθω πως σχεδόν κατάφερα να ενώσω τις κουκκίδες και να
θυμηθώ κάτι σημαντικό, αλλά λίγο πριν το τέλος, η πορεία του μυαλού μου
σταμάτησε, με συνέπεια την κατάρρευση του σχηματιζόμενου συλλογισμού.
Αλλά δεν πειράζει, ύστερα από αυτό είμαι σίγουρος πως
θα μου ξαναέρθει και αυτή τη φορά, οι κουκκίδες θα ενωθούν μέχρι το τέλος και
θα το θυμηθώ.
Φτάνουμε στο αυτοκίνητο. Το ανοίγω και μπαίνουμε μέσα.
Κάνω μηχανικά την κίνηση να βάλω τη ζώνη μου και να βάλω το κλειδί στη μίζα.
Πριν το γυρίσω ώστε να εκκινήσω το αυτοκίνητο, αποφασίζω να μην το κάνω.
Ποιο το νόημα; Που να πάμε; Από εδώ και πέρα δεν θέλω
να κάνω οτιδήποτε στην τύχη. Θεωρώ πως αρκετά διασκεδάσαμε αυτούς που μας
κοιτάζουν.
Όχι, οτιδήποτε κάνουμε στη συνέχεια πρέπει να είναι
βάσει κάποιου σχεδίου. Δεν θέλω να μείνω άλλο εδώ.
Αλλά πως να οργανώσουμε ένα οποιοδήποτε σχέδιο όταν
δεν μου έρχεται κάτι στο μυαλό σχετικά με αυτή την αναθεματισμένη τη δοκιμασία
που ανέφερε ο υποτιθέμενος πωλητής;
Γυρίζω και κοιτάζω προς το μέρος της Μαρίας. Δεν ξέρω
γιατί το κάνω. Ίσως ελπίζω πως θα μου δώσει κάποια έμπνευση ώστε να θυμηθώ
κάτι.
Αυτό δεν γίνεται όμως. Απλά την κοιτάζω και βλέπω πως
γυρίζει και με κοιτάζει και αυτή.
Ίσως να δείχνω υπερβολική εμπιστοσύνη σε αυτή. Σε
τελική ανάλυση, δεν είναι παρά ένα μικρό κοριτσάκι. Αν δε μπορώ να σκεφτώ εγώ
κάτι, πως μπορώ να αναμένω από αυτή να το κάνει;
«Λοιπόν, τι λες; Έχεις καμία ιδέα για το τι πρέπει να
κάνουμε τώρα;» τη ρωτάω.
Κάποιος άλλος ίσως να θεωρούσε τραγικό για έναν
ενήλικο άνδρα να ζητάει συμβουλές από ένα παιδάκι λίγο μεγαλύτερο από νήπιο.
Αλλά αυτή τη στιγμή που είμαι σαν χαμένος, έτσι ακόμη και η πιο αφελής πρόταση
θα είναι ευπρόσδεκτη.
Δεν δίνει απάντηση. Απλά συνεχίζει να με κοιτάζει με
τα μάτια της ορθάνοιχτα. Μπορώ να πω πως την καταλαβαίνω. Αν εγώ τα έχω χαμένα
με τις αποκαλύψεις αυτού του ανθρώπου, τότε αυτό το παιδάκι πως θα νιώθει;
Κοιτάζω ξανά μπροστά. Δεν ξέρω τι να κάνω. Ίσως τελικά
η καλύτερη ιδέα είναι να επιστρέψω στο σπίτι μου και να ελέγξω ξανά τα πράγματα
μέσα εκεί. Ίσως καταφέρω με αυτό τον τρόπο να θυμηθώ τι είδα. Αν είδα κάτι.
Αποφασίζω και βάζω εμπρός το αυτοκίνητο.
«Που πάμε;» ρωτάει η Μαρία.
«Στο σπίτι μου», απαντάω. «Θέλω να ελέγξω κάποια
πράγματα εκεί». Παρατηρώ πως φαίνεται ξαφνικά πολύ νευρική.
«Μη φοβάσαι, λίγο θα μείνουμε για να δω αυτά που θέλω
και μετά θα επιστρέψουμε στο δικό σου», της λέω με όσο πιο καθησυχαστικό ύφος
μπορώ.
«Δεν φοβάμαι», μου λέει και από το ύφος της φαίνεται
πως το πιστεύει. «Έχω εσένα να με προστατέψεις αν έρθει ο μαύρος άνδρας και δεν
τον φοβάμαι».
Ο μαύρος άνδρας.
Εκείνος ο τύπος στο όνειρο που είδα, που αντί για
πρόσωπο είχε μαυρίλα. Σαν τη μαυρίλα στο δρόμο και στο ντουλάπι, συνειδητοποιώ
ξαφνικά.
Με αυτό τον τύπο συνεπλάκην. Σε ένα πράσινο λιβάδι
κοντά σε ένα ποτάμι.
Τόση ώρα, έκανα λάθος. Αυτά που έκανα όταν ξύπνησα,
δεν ήταν τα πρώτα που είδα.
Το πρώτο που είδα ήταν το όνειρο στο οποίο αντιμετώπιζα
τον άνδρα με το σκοτεινό πρόσωπο.
Ήταν τόσο απλό που χτυπάω το κεφάλι μου γιατί δεν το
σκέφτηκα πιο γρήγορα. Μήπως αυτή είναι η δοκιμασία την οποία παιδευόμουν τόση
ώρα να βρω;
Δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο. Αυτό το “όνειρο” που
είδα είναι η ένδειξη που αναζητούσα. Άρα, πρέπει να πάω στην τοποθεσία που είδα
εκεί;
Μάλλον ναι. Αλλά που είναι αυτή η τοποθεσία; Δεν την
αναγνώρισα. Πρέπει να είναι μέσα στα όρια της πόλης, αφού παραπέρα δεν μπορώ να
πάω εξαιτίας εκείνης της αναθεματισμένης ομίχλης. Που όπως αποδεικνύεται τελικά
μπορεί και να μην είναι ομίχλη.
Αλλά αυτό είναι δευτερεύον αυτή τη στιγμή. Θέλω να
αναγνωρίσω το μέρος όπου αντιμαχόμουν αυτό το ον στο όνειρό μου.
Γρασίδι και ποτάμι. Είχε και δένδρα σε κάποια πλευρά
του λιβαδιού; Ίσως, αλλά δεν θυμάμαι με βεβαιότητα. Στο μυαλό μου έρχεται μόνο
ένα μέρος εδώ κοντά που να μοιάζει με αυτό, αλλά δεν είναι και ακριβώς ίδιο με
αυτό που είδα.
Πίσω από ένα από τα λύκεια της πόλης, υπάρχει μια
τεράστια επίπεδη έκταση. Τελειώνει στα όρια του ποταμού από τη μια πλευρά και
από τις άλλες δυο ξεκινάνε χωράφια με ελαιόδεντρα.
Τέτοια ήταν τα δένδρα που υπήρχαν στο όνειρο; Δεν
είμαι σίγουρος. Αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο άλλο μέρος εδώ κοντά που να
ταιριάζει τόσο πολύ σε αυτό που είδα.
Αποφασίζω πως εκεί πρέπει να πάμε στη συνέχεια. Ακόμη
κι αν αποδειχθεί πως δεν είναι το σωστό μέρος, είναι καλύτερο από το να
γυρίζουμε εδώ κι εκεί.
Και ίσως αυτό να είναι πράγματι το μέρος που πρέπει να
πάμε, ώστε αυτή η απίστευτη περιπέτεια να τελειώσει. Με τον ένα ή με τον άλλο
τρόπο.
Βλέπω πως η Μαρία έχει αφαιρεθεί να κοιτάζει έξω. Να
της πω που πάμε ή να μην της το πω;
Νομίζω πως είναι καλύτερα να μην ξέρει τίποτε. Θα
τρομάξει και ίσως να με επηρεάσει να αλλάξω προορισμό. Κι αυτό δεν πρέπει να
γίνει. Ελπίζω να έχω καταλάβει σωστά και να είμαστε κοντά στο να δώσουμε ένα
τέλος.
Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.