Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Έρημη Πόλη: Επίλογος



Δοκιμάζω να αλλάξω πλευρό. Άδικος κόπος. Ο ήχος της αφύπνισης του κινητού μου ακούγεται το ίδιο έντονος. Προσπαθώ να το αγνοήσω αλλά δεν γίνεται. Ψάχνω με τα ακροδάχτυλά μου για να το βρω και να απενεργοποιήσω την αφύπνιση, αλλά δεν το βρίσκω. Μάλλον έχει πέσει κάτω.
Το κινητό μου.
Η εξομοίωση.
Η εταιρεία που έκανε τα πειράματα με ανίδεους ανθρώπους για πειραματόζωα.
Η Μαρία.
Όλα αυτά μου έρχονται ξαφνικά, σαν σε έκρηξη, στο μυαλό. Πετάγομαι και ανακάθομαι στο στρώμα μου. Κοιτάζω τριγύρω. Το λιγοστό φως της ημέρας που μπαίνει από το παντζούρι στα δεξιά μου, με κάνει να διακρίνω λεπτομέρειες του χώρου όπου βρίσκομαι. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, βρίσκομαι στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού μου.
Ξαπλώνω ξανά και μένω για λίγο ανάσκελα ξαπλωμένος, σκεφτόμενος αυτά που είχα δει. Τι έντονο όνειρο ήταν αυτό που είδα! Δεν έχω ξανανιώσει τίποτε παρόμοιο!
Σχεδόν αισθάνομαι ακόμη τους πόνους από την τελευταία μου πτώση. Και το κεφάλι μου πονάει σε πολλά διαφορετικά σημεία. Πάω να σηκωθώ αλλά νιώθω λίγο αδυναμία. Το κεφάλι μου γυρίζει. Ίσως άρπαξα κάποιο κρύωμα από τη βόλτα μου στην Αθήνα.
Πηγαίνω στην κουζίνα μου, γεμίζω δυο ποτήρια με νερό από τη βρύση και τα αδειάζω με μια γουλιά το καθένα. Φτιάχνω καφέ και ύστερα πηγαίνω στο καθιστικό μου και ανάβω τον υπολογιστή. Κοιτάζω έξω προς το μπαλκόνι μου, και η ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα που αντικρίζω μου ανεβάζει τη διάθεση.
Η εκκίνηση του υπολογιστή ολοκληρώνεται. Βλέπω με έκπληξη πως είναι Δευτέρα. Αυτό σημαίνει πως κοιμήθηκα παραπάνω από ένα εικοσιτετράωρο συνεχόμενο. Αυτό δεν το έχω κάνει ξανά. Ίσως επηρεάστηκα από τη λιποθυμία μου στην Αθήνα.
Μου έρχονται ξανά στο μυαλό τα απίστευτα που είχα δει να μου συμβαίνουν. Θα πρέπει να παραδεχθώ, το υποσυνείδητό μου έσκισε με αυτό το όνειρο. Άκου εξομοίωση υπολογιστή και ένα πείραμα με μένα πειραματόζωο! Βάζω τα γέλια. Θα γινόταν τέλειο σενάριο επιστημονικής φαντασίας!
Χαμογελώντας ακόμη, αρχίζω και διαβάζω τα sms και τα email που είχα λάβει κατά τη διάρκεια του ύπνου μου. Η Ελένη με είχε πάρει και είχε στείλει πολλές φορές, οι γονείς μου έστειλαν να τους τηλεφωνήσω όποτε μπορέσω αλλά να μην ανησυχώ, πολλά διαφημιστικά και ελάχιστα άλλα χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Θα τα κάνω όλα αυτά, αλλά σε λίγο. Να περάσει λίγο η ώρα, είναι νωρίς ακόμη.
Νιώθω πως θέλω να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Πίνω μια γουλιά καφέ, αφήνω το ποτήρι και κατευθύνομαι προς το μπάνιο μου. Νιώθω και το στόμα μου εντελώς ξηρό. Θα πρέπει να ρίξω και ένα καλό βούρτσισμα στα δόντια μου.
Ανάβω το φως στο μπάνιο μου. Είναι λαμπτήρας χαμηλής κατανάλωσης και καθυστερεί λίγο να ανάψει. Σκύβω στο μισοσκόταδο, ρίχνω λίγο νερό στο πρόσωπό μου, ύστερα κι άλλο.
Το φως έχει ανάψει πια. Σηκώνω το σώμα μου και κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Παγώνω για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι να αναγνωρίσω το θέαμα που βλέπω μπροστά μου.
Ή, πιο σωστά, ξέρω τι βλέπω. Αλλά το μυαλό μου αρνείται να το αναγνωρίσει ως αληθινό.
Αλλά τελικά, δεν μπορώ παρά να παραδεχθώ την αλήθεια αυτού που βλέπω. Βγάζω μια άναρθρη κραυγή. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε περισσότερο αυτή τη στιγμή.
Το δέρμα του προσώπου μου είναι χλωμό σε σημείο που σχεδόν να απουσιάζει το χρώμα, και στις άκρες του μετώπου μου, και από τις δυο πλευρές, υπάρχουν δυο μικρές τρύπες.

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 24ο



«Βλέπω πως δε φοβάσαι αυτό που βλέπεις. Μπράβο σου», λέει η φιγούρα με τη σκοτεινιά αντί για πρόσωπο, και διακρίνω μια μικρή νότα έκπληξης αλλά και επιδοκιμασίας ταυτόχρονα. «Αφού συναντηθήκαμε εδώ, θα σου δείξω δυο ενδεχόμενα από τα οποία θα πρέπει να επιλέξεις το ένα».
«Να επιλέξω; Ανάμεσα σε τι να επιλέξω;» ρωτάω γεμάτος περιέργεια.
Η φιγούρα γέλασε ξανά.
«Πρώτη σου δυνατότητα, είναι να αναμετρηθούμε εδώ και τώρα. Αν νικήσεις, και οι δυο θα ελευθερωθείτε άμεσα. Την επόμενη φορά που θα ανοίξετε τα μάτια σας, θα είστε ξαπλωμένοι στα σπίτια σας. Στα πραγματικά σπίτια σας, αυτή τη φορά».
Αυτό ακούγεται υπερβολικά καλό για να είναι αληθινό. Κοιτάζω τη φιγούρα γεμάτος δυσπιστία.
«Και πως μπορώ να ξέρω πως το τηρήσετε αυτό αν νικήσω;» ρωτάω.
«Δεν μπορείς να το ξέρεις. Το μόνο που έχεις είναι ο λόγος μας. Αλλά να ξέρεις πως δεν έχουμε λόγο να μην το τηρήσουμε. Δεν φοβόμαστε μην τυχόν και επιχειρήσεις να μας αποκαλύψεις. Σας έχουμε μεταφέρει σε διαφορετικό σημείο και το κτήριο όπου ήσασταν έχει καταστραφεί ολοσχερώς. Υποτιθέμενη τρομοκρατική ενέργεια. Δεν ξέρεις ποιοι είμαστε στην πραγματικότητα. Αν πας να πεις οτιδήποτε για αυτά που έζησες, θα σε περάσουν για τρελό. Για να λέμε την αλήθεια, είναι για το συμφέρον σου, αν τυχόν κι ελευθερωθείς, να μην πεις ποτέ κάτι σε κανέναν».
Είναι λογικό αυτό που λέει. Τουλάχιστον αυτό θέλω να πιστεύω, πως πράγματι θα μας ελευθερώσουν.
«Κι αν χάσω στη μεταξύ μας μονομαχία;» ρωτάω.
«Τότε, η μικρή μόνο θα μείνει ελεύθερη κι εσύ θα λάβεις απλά μια θανατηφόρα ένεση», μου έρχεται η απάντηση. Αυτό μου προσφέρει μια μικρή ανακούφιση. Τουλάχιστον, ξέρω πως όποιο κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα, η Μαρία θα τη γλυτώσει.
«Είπες πως αυτή είναι η πρώτη μου δυνατότητα. Ποια είναι η δεύτερη;» ρωτάω.
«Η δεύτερη δυνατότητά σου, είναι να παραιτηθείς από τη δοκιμασία και από την προοπτική να ελευθερωθείς», απαντάει η φιγούρα και ακούγεται πιο απαλή τώρα. Αντιλαμβάνεται μάλλον την έκπληξη που νιώθω και συνεχίζει με πιο γρήγορο ρυθμό. «Αφού θα παραμείνεις οικειοθελώς μέσα στην εξομοίωση, θα έχεις μια μικρή δυνατότητα ρύθμισης του περιβάλλοντός σου. Θα μπορούν να υπάρξουν κι άλλα άτομα εδώ. Γνωστοί σου».
Στο άκουσμα του τελευταίου, βγάζω μια μικρή κραυγή φρίκης. «Θα πιάσετε και γνωστούς μου;» ρωτάω μόλις καταφέρνω κι ανακτώ λίγο την ανάσα μου.
«Φυσικά και όχι!» απαντάει η φιγούρα και γελάει ξανά. «Οι γνωστοί σου θα παραμείνουν σώοι και αβλαβείς στον πραγματικό κόσμο. Θα χρησιμοποιήσουμε τις αναμνήσεις σου για να φτιάξουμε εικονικά αντίγραφά τους. Δεν θα μπορείς να διακρίνεις διαφορές από τα πραγματικά άτομα. Θα μπορείς να ζήσεις εδώ για όσο καιρό αντέξει το σώμα σου. Θα είσαι περιτριγυρισμένος από τα πρόσωπα που θέλεις. Έγνοιες όπως αρρώστιες, ανεργία και στεναχώρια δεν πρόκειται να σε αγγίξουν ποτέ».
Αυτή η προσφορά, παραδέχομαι πως μου ακούγεται πολύ δελεαστική.
«Αλλά θα πρέπει να παραιτηθώ από τη δυνατότητα να ελευθερωθώ», λέω.
«Αλλά θα πρέπει να παραιτηθείς από τη δυνατότητα να ελευθερωθείς», απαντάει η φιγούρα επαναλαμβάνοντας τα λόγια μου. «Εξαιρώντας την περίπτωση κάποιου τυχαίου γεγονότος, αν παραιτηθείς δεν θα ξαναδείς ποτέ τον πραγματικό κόσμο. Αλλά σκέψου πως δε θα ξανανιώσεις δυστυχία και μιζέρια. Δε θα αισθανθείς ποτέ ανασφάλεια ή άγχος. Όλα θα είναι όπως τα θέλεις».
Με μεγάλη μου έκπληξη, βλέπω πως σκέφτομαι σοβαρά την παραίτηση. Είναι πραγματικά τόσο άσχημο να είσαι φυλακισμένος σε μια τέτοια φυλακή;
Δεν θα είμαι ελεύθερος, αλήθεια είναι αυτό. Αλλά και στον πραγματικό κόσμο, πόσο ελεύθερος ήμουν; Δεν ήμουν πάλι δέσμιος των κακών συνθηκών που επικρατούσαν εκεί;
«Αν παραιτηθείς, υπάρχει και κάτι ακόμη που πρέπει να κάνεις», συμπληρώνει η φιγούρα ύστερα από μια μικρή παύση.
«Αλήθεια; Τι είναι αυτό;»
«Θα πρέπει να μου δώσεις τη μικρή».
Πολλοί μικροί συναγερμοί ηχούν μέσα μου. Νιώθω τη Μαρία να αγκαλιάζει και να σφίγγει τα πόδια μου.
«Γιατί τη θέλετε; Τι σκοπεύετε να την κάνετε;» ρωτάω με άγριο ύφος.
«Αυτά δεν θα τα μάθεις ποτέ. Απλά θα μας την δώσεις και δεν θα ξανακούσεις τίποτε για αυτή».
«Τι θα απογίνει;» επιμένω. Η φιγούρα παραμένει σιωπηλή. Δεν δίνει απάντηση. Η Μαρία σφίγγεται ακόμη περισσότερο πάνω μου.
Τα έχω χαμένα. Το μυαλό μου σκέφτεται χίλια διαφορετικά πράγματα.
Φυλακισμένος σε έναν τέλειο αλλά ψεύτικο κόσμο. Χωρίς να χρειαστεί να ανησυχήσω ποτέ ξανά. Να μην κυνηγήσω και να μην παρακαλέσω τον κάθε γλοιώδη τύπο να με προσλάβει για πενταροδεκάρες.
Ελεύθερος να επιστρέψω στις δυσκολίες της ζωής και την ανασφάλεια της καθημερινότητας.
Νεκρός.
Θα μπορώ να γλυτώσω τη δοκιμασία και να μείνω εδώ για όσο κρατήσει. Αυτό είναι κάτι που πιστεύω πως θα το επέλεγαν πολλοί αν βρίσκονταν στη θέση μου.
Αλλά θα πρέπει να τους δώσω τη Μαρία. Και για κάποιο λόγο, δεν πιστεύω πως σκοπεύουν να της προσφέρουν ένα καλό τέλος.
Η φιγούρα με βλέπει πως διστάζω. «Άντε, αποφάσισε επιτέλους!» με προτρέπει.
Ξαφνικά, νιώθω πως πήρα την απόφασή μου. Απορώ γιατί το σκεφτόμουν τόσην ώρα.
«Μαρία, άσε τα πόδια μου», λέω. Γυρίζω και την κοιτάζω.
Η Μαρία με αφήνει. Κάνει ένα βήμα πίσω, κοιτάζοντας με για δυο στιγμές με βλέμμα έντρομο και μάτια ορθάνοιχτα. Βλέπω δάκρια να κυλάνε στα μάγουλά της. Ύστερα, ορμάει ξανά και με αγκαλιάζει.
«Μη με δώσεις σε αυτόν!» καταφέρνει να μου πει, ανάμεσα στους λυγμούς της.
Την σπρώχνω πιο πέρα. Η Μαρία επιχειρεί να με αγκαλιάσει ξανά, αλλά την κρατάω σε απόσταση. Το προσπαθεί για λίγο ακόμη, μέχρι που φαίνεται πως καταλαβαίνει και παραιτείται από την προσπάθεια. Μένει ακίνητη, με το κεφάλι κατεβασμένο και τα δάκρυά της να τρέχουν ποτάμι.
Ακούω τη φιγούρα να γελάει ξανά, πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά. Το γέλιο αυτό, νιώθω σα να μου γδέρνει τα αυτιά. Είναι από τους πιο τρομερούς ήχους που έχω ακούσει.
«Ήμασταν σίγουροι πως θα προτιμούσες την εύκολη λύση!» μου λέει περιπαικτικά. «Το ψυχολογικό προφίλ σου, αυτό ακριβώς έλεγε και ήταν ακριβές! Εμπρός λοιπόν, φέρε την εδώ για να τελειώνουμε επιτέλους!»
Κάθομαι κάτω, στην πέτρα όπου καθόμουν και νωρίτερα. Κλείνω ξανά τα μάτια και μένω ακίνητος.
«Άντε, τι περιμένεις;» ρωτάει η φιγούρα, με ύφος που προδίδει πως έχει χάσει την υπομονή της. «Δεν πρόκειται να γίνει ευκολότερο αν το καθυστερείς!»
«Έχεις δίκιο, απαντάω». Κάνω μια ξαφνική κίνηση και σηκώνω το όπλο που είχα αφήσει εκεί, κρυμμένο μέσα στο χορτάρι. Που να σημαδέψω όμως; Ταχύτατα παίρνω την απόφαση και σημαδεύω στο όριο ανάμεσα στο κανονικό σώμα και στο σκοτάδι που υπάρχει στη θέση του προσώπου. Χωρίς να το σκεφτώ περισσότερο – και να αποφύγω τυχόν δισταγμούς που θα είχα ή κακές σκέψεις πως δε θα γίνει τίποτε – πατάω τη σκανδάλη.
Ο ήχος του πυροβολισμού ήταν εκκωφαντικός μέσα στο ήσυχο περιβάλλον όπου ήμασταν. Η φιγούρα φέρνει τα χέρια της στο λαιμό της και κάνει δυο βήματα πίσω.
«Τι έκανες;» ρωτάει και η φωνή του ήταν πνιχτή.
«Σας έδειξα ποια είναι η άποψή μου για εσάς και για την φυλακή σας», απαντάω. Σηκώνομαι ξανά όρθιος με το όπλο πάντα στραμμένο προς τη φιγούρα.
Αυτή, για λίγα δευτερόλεπτα παραμένει ακίνητη. Η αυτοπεποίθησή μου εξανεμίζεται. Αυτό το χτύπημα θα είχε αφήσει έναν κανονικό άνθρωπο νεκρό.
Βέβαια, προφανώς αυτό που έχω μπροστά μου δεν είναι κανονικός άνθρωπος. Μήπως είναι άτρωτος σε τέτοια χτυπήματα; Αυτό θα ήταν τρομερό. Δεν έχω άλλον τρόπο να τον αντιμετωπίσω.
Η φιγούρα βγάζει ξαφνικά μια κραυγή, μπροστά στη φρίκη της οποίας τα προηγούμενα γέλια φάνταζαν αθώα χάχανα παιδιών. Αρχίζει να χτυπιέται άγρια και ξαφνικά εξαφανίζεται μέσα σε ένα μικρό σύννεφο καπνού. Μέσα σε δυο δευτερόλεπτα, έχει χαθεί κι αυτό.
Γυρίζω και κοιτάζω προς το μέρος της Μαρίας. Έχει μείνει ακίνητη και με ανοιχτό το στόμα από όλα αυτά που συνέβησαν ξαφνικά. Της χαμογελάω και ύστερα από ελάχιστη καθυστέρηση, μου ανταποδίδει το χαμόγελο.
Ξαφνικά, τη βλέπω να εξαφανίζεται κι αυτή από μπροστά μου. Ανοίγω το στόμα μου να φωνάξω, αλλά πριν προλάβω να βγάλω τον παραμικρό ήχο, όλο το περιβάλλον γύρω μου χάνεται κι αυτό. Βρίσκομαι ξαφνικά, να νιώθω πως πέφτω, πέφτω συνεχώς, μέσα σε ένα ολοσκότεινο κενό.
Ξαφνικά, η πτώση μου διακόπτεται. Νιώθω έναν έντονο πόνο σε ολόκληρο το κορμί μου.
Και μετά δεν νιώθω τίποτε.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 23ο



Σταματάω το αυτοκίνητο. Έχω πια φτάσει στον προορισμό μου. Μπροστά μου απλώνεται η οριζόντια έκταση με το γρασίδι που είχα δει στο όνειρό μου.
«Βασίλη, γιατί ήρθαμε εδώ;» ρωτάει η Μαρία. Το ύφος της είναι προβληματισμένο.
Να της πω ψέματα ή να υπεκφύγω; Δεν θέλω να το συνεχίσω. Αν και μικρή, δικαιούται να ξέρει την αλήθεια για το λόγο που μας έφερε εδώ.
«Ήρθαμε εδώ γιατί σκοπεύω να αντιμετωπίσω τον άνδρα με το μαύρο πρόσωπο», απαντάω. Την βλέπω να κάνει πίσω και την έκφρασή της να αλλάζει απότομα και να μετατρέπεται σε τρομαγμένη. Τρομοκρατημένη σχεδόν.
«Πρέπει να το κάνω», συνέχισα. «Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να επιστρέψουμε στην οικογένεια και τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Το θες αυτό, έτσι δεν είναι;»
Βλέπω πως διστάζει με τα λόγια μου, αλλά ύστερα από ελάχιστα δευτερόλεπτα γνέφει καταφατικά.
«Να μη στεναχωριέσαι, όλα καλά θα πάνε», της λέω, προσπαθώντας να εμψυχώσω και αυτή και μαζί κι εμένα τον ίδιο. «Το μόνο που θέλω από σένα, είναι να μείνεις κοντά μου και να μην απομακρυνθείς σε καμία περίπτωση. Θα το κάνεις αυτό;» Γνέφει ξανά. Ωραία. Τουλάχιστον δε θα χρειαστεί να αρχίσω να την ψάχνω εδώ κι εκεί, αν πράγματι έρθει η στιγμή να αντιμετωπίσω κάποιον.
Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω από το αυτοκίνητο. Η Μαρία με μιμείται. Κοιτάζω το όπλο που έχω στο πίσω κάθισμα. Να το πάρω ή όχι; Στο όνειρο είχα όπλο; Όχι. Μήπως δεν πρέπει να το έχω μαζί μου, ώστε να ακολουθήσω ακριβώς αυτό που είδα;
Δεν είναι καλή ιδέα. Αυτό που είδα ήταν ένα στοιχείο για το που πρέπει να πάω και τι πρέπει να κάνω. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνει ακριβώς όπως το είδα. Κάποτε είχα διαβάσει το γνωμικό, πως το να ξέρεις το μέλλον είναι και ευλογία και κατάρα. Δεν θυμάμαι που ακριβώς το είδα αυτό. Το θυμήθηκα τώρα όμως, χάρη στην προηγούμενη σκέψη μου.
Ίσως αυτοί που μου υπέβαλλαν αυτό το όνειρο, να ήθελαν να είμαι άοπλος όταν θα αντιμετωπίσω τον άνδρα με το σκοτεινό πρόσωπο, κι αυτός να ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν είδα να έχω όπλο. Όπως και να’ χει, όσο το σκέφτομαι, τόσο δεν βρίσκω λόγο γιατί να μην το πάρω μαζί μου.
Κι έτσι κάνω. Το πιάνω στα χέρια μου. Αν και ξέρω πια πως αυτό το αντικείμενο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, για κάποιο λόγο νιώθω καλύτερα, τώρα που το κρατάω.
«Μαρία, ακολούθησέ με», της λέω και ξεκινάω να απομακρύνομαι από το αυτοκίνητο με κατεύθυνση το ποτάμι. Διστάζει για ένα ή δυο δευτερόλεπτα και ύστερα με ακολουθεί.
Μόλις φτάνουμε στο ποτάμι, κοιτάζω τριγύρω. Δεν υπάρχει κάτι άλλο που να κινείται στον ορίζοντα, εκτός από εμένα, τη Μαρία και το ελάχιστο τρεχούμενο νερό. Ακόμη και τα δένδρα και το γρασίδι, παραμένουν ακίνητα. Δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος από το περιβάλλον. Νιώθω σα να είμαι παγιδευμένος μέσα σε μια φωτογραφία. Όπως και χθες το βράδυ, νιώθω πως αυτή η απόλυτη ησυχία με περικυκλώνει και με πνίγει.
Μάλλον το ίδιο νιώθει και η Μαρία. Το καταλαβαίνω από τον τρόπο που περπατούσε νωρίτερα, στο πλάι μου, και κοιτάζει με νευρικότητα συνέχεια τριγύρω της. Με το αριστερό της χέρι σφίγγει την κούκλα της μπροστά στο πρόσωπό της.
Στρέφομαι προς τη συστάδα με τα ελαιόδεντρα που βρίσκονται στα δεξιά μου.
«Μαρία, εγώ πάω να καθίσω εκεί», της λέω, δείχνοντας ένα από τα πιο κοντινά δένδρα. «Εσύ αν θες, μπορείς να τριγυρίσεις εδώ κοντά. Αλλά πρόσεχε», και η φωνή μου παίρνει το πιο προειδοποιητικό ύφος που μπορούσα να της δώσω, «να είσαι πάντα σε σημείο που να μπορώ να σε βλέπω. Και αν δεις ή ακούσεις οτιδήποτε, ακόμη και το πιο φυσιολογικό, θα παρατήσεις ό, τι κάνεις αμέσως και θα επιστρέψεις εκεί που κάθομαι. Σύμφωνοι;»
«Εντάξει», μου απαντάει. Αλλά βλέποντάς την, νιώθω σίγουρος πως θα πρέπει να έχω έγνοια για το αν θα απομακρυνθεί από εκεί που θα καθίσω.
Με αργά βήματα, πηγαίνω και κάθομαι πλάι στον κορμό της ελιάς. Το έδαφος είναι νοτισμένο και κρύο, αλλά υπάρχει μια πλατιά και επίπεδη πέτρα. Κάθομαι πάνω σε αυτή. Αφήνω το όπλο κάτω και χάρη στο πλούσιο γρασίδι, δεν φαίνεται σχεδόν καθόλου. Το μόνο που προσέχω, να έχω την άκρη της κάννης πιο ψηλά από το υπόλοιπο όπλο, ώστε να μην ακουμπάει στο έδαφος. Θα ήταν άσχημο να χρειαστεί να πυροβολήσω και να μου ανατιναχτεί το όπλο στο πρόσωπο επειδή έχει μπει λίγο χώμα μέσα στην κάννη.
Άραγε, αν πεθάνω εδώ, τι θα απογίνω στην πραγματικότητα; Θα ξυπνήσω; Θα συνεχίσω εδώ κανονικά; Ή το τέλος αυτής της εικονικής ζωής θα σημάνει και το τέλος της πραγματικής; Αποφασίζω πως αυτό δεν επιθυμώ να το διαπιστώσω.
Γέρνω την πλάτη μου πίσω, μέχρι που ακουμπάει στον κορμό της ελιάς. Κλείνω τα μάτια μου. Απορώ με τον εαυτό μου, μιας και νιώθω υπερβολικά ήρεμος για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε.
«Βασίλη, τι θα κάνουμε τώρα;» ακούω τη Μαρία να ρωτάει, από λίγα μέτρα πιο μακριά.
«Θα καθίσουμε εδώ και περιμένουμε τον άνδρα με το μαύρο πρόσωπο να έρθει», της απαντάω.
«Μήπως να φεύγαμε;» ρωτάει και η φωνή της είναι σιγανή. Φοβάται πολύ, το καημένο!
«Όχι, δεν θα φύγουμε. Όταν ξύπνησα χθες, σκεφτόμουν πως είχα δει ένα όνειρο. Είδα πως σε αυτή την περιοχή, πολέμησα τον άνδρα με το μαύρο πρόσωπο και τον νίκησα. Δεν σκοπεύω να μετακινηθώ από αυτό το μέρος, μέχρι να γίνει αυτό και τώρα». Μιλάω και νιώθω τον εαυτό μου γεμάτο αυτοπεποίθηση. Η φωνή μου είναι σταθερή.
«Πρέπει να δώσουμε ένα τέλος», συνεχίζω ύστερα από παύση λίγων δευτερολέπτων. «Αυτό το παιχνίδι κράτησε πολύ και έφτασε η ώρα να τελειώσει».
Σηκώνομαι όρθιος. «Με ακούτε, καθάρματα;» φωνάζω με όλη μου τη δύναμη. «Δεν πρόκειται να παίξω άλλο αυτό το παιχνίδι. Θα τελειώσει εδώ!» Κάθομαι ξανά πάνω στην πέτρα. Κοιτάζω τη Μαρία και βλέπω πως δεν φαίνεται να φοβάται πια.
Αντίθετα, αυτό που παρατηρώ με μεγάλη έκπληξη, είναι πως με κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο θαυμασμό. Αυτό δεν το περίμενα. Νιώθω να κοκκινίζω ελαφρώς.
Όπως και να έχει, θα κάνω αυτό που είπα. Δεν πρόκειται να το κουνήσω από εδώ, μέχρι να υπάρξει κάποια εξέλιξη. Ακουμπώ ξανά την πλάτη στον κορμό της ελιάς και κλείνω τα μάτια μου.

Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει, μάλλον δεν θα είναι πάρα πολλή. Σε κάποια στιγμή, νιώθω πως η Μαρία σφίγγεται πάνω μου. Ανοίγω τα μάτια και με δυσκολία συγκρατώ τον εαυτό μου από το να μην φωνάξει με έκπληξη και τρόμο.
Μπροστά μου στέκεται μια ανθρώπινη φιγούρα, σχετικά αδύνατη και ντυμένη με απλά, καθημερινά ρούχα. Δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σε αυτή. Στέκεται με τα χέρια πίσω από την πλάτη της, εντελώς ακίνητη.
Εκτός από το κεφάλι του. Όπως είχα δει και στο όνειρό μου, εκεί που κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει το πρόσωπο και το κεφάλι, υπάρχει μόνο μαυρίλα. Είμαι σίγουρος πως δεν είναι απλά παιχνίδι του φωτός και της σκιάς. Αυτό που βλέπω μπροστά μου ήταν το απόλυτο μαύρο, που μπορεί να υπάρξει μόνο από την έλλειψη οποιουδήποτε αντικειμένου ή φωτεινής πηγής.
Αλλά ταυτόχρονα, αυτό το μαύρο της έλλειψης – δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω διαφορετικά – με κάποιον τρόπο φαίνεται να έχει υφή και να αποτελεί μια επιφάνεια. Όπως ήταν και η μαύρη επιφάνεια στο πίσω μέρος του ντουλαπιού, στο πατρικό της Μαρίας. Όπως ήταν κι εκείνο το χάσμα που μας εμπόδισε  από το να χρησιμοποιήσουμε το αυτοκίνητο για να ανεβούμε στο σημείο συνάντησης με τον πωλητή.
Νιώθω τον τρόμο να απλώνει τα πλοκάμια του μέσα μου. Προσπαθώ να ηρεμήσω, χρησιμοποιώντας το σκεπτικό πως αυτή η εμφάνιση εξυπηρετεί αυτό ακριβώς το σκοπό. Να με τρομοκρατήσει. Αυτοί που μας έχουν φυλακίσει εδώ, δεν θέλουν να επιτύχω στη δοκιμασία. Θέλουν να με κρατάνε μέσα εδώ, να προσφέρω θέαμα στους πελάτες τους και αποτελέσματα στα πειράματά τους.
Αλλά τώρα που ξέρω πως όλα αυτά δεν είναι αλήθεια, θα μπορεί να συνεχιστεί το πείραμα;
Και, μια νέα σκέψη περνάει από το μυαλό μου: ακόμη κι αν τον νικήσω τούτον εδώ, θα μας αφήσουν να επιστρέψουμε στον πραγματικό κόσμο;
Θα δούμε.
Ένα βήμα τη φορά.
«Ήρθες εδώ νωρίτερα από ότι περιμέναμε», ακούω τη φιγούρα να μιλάει. Δυσκολεύομαι να καταλάβω αν η φωνή που ακούγεται είναι ανδρική ή γυναικεία. Είναι λίγο και από τα δυο, ή ίσως ένας συνδυασμός από δυο διαφορετικές φωνές μαζί. Δεν απαντάω τίποτε, παρά μόνο την κοιτάζω. Με αργό ρυθμό, νιώθω την αυτοπεποίθησή μου να αυξάνεται ξανά.
«Βέβαια, είχες λίγη εξωτερική βοήθεια και ούτε αυτό το περιμέναμε», συνέχισε η φιγούρα. Η φωνή της αυτή τη φορά, είχε έναν περιπαικτικό τόνο.
Σηκώνομαι όρθιος. Σπρώχνω τη Μαρία πίσω μου, ώστε να την προφυλάσσω με το σώμα μου. Μόλις κάνω αυτή την κίνηση, η φιγούρα βάζει τα γέλια. Ο ήχος μου θυμίζει έντονα τον ήχο που κάνει μια κιμωλία όταν σέρνεται σε έναν πίνακα.
«Τι θέλετε από εμάς;» ρωτάω. Στο άκουσμα των λόγων μου, η φιγούρα σταματάει το γέλιο απότομα.
«Βλέπω πως δε φοβάσαι αυτό που βλέπεις. Μπράβο σου», λέει, και διακρίνω μια μικρή νότα έκπληξης αλλά και επιδοκιμασίας ταυτόχρονα. «Αφού συναντηθήκαμε εδώ, θα σου δείξω δυο ενδεχόμενα από τα οποία θα πρέπει να επιλέξεις το ένα».

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 22ο



Έχουμε καλύψει ήδη μεγάλο μέρος της διαδρομής, μέχρι το σημείο όπου άφησα το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε να περπατάμε στο μονοπάτι. Δεν έχω μιλήσει καθόλου από τη στιγμή που εξαφανίστηκε ο άνδρας που μου είχε πουλήσει το φυλαχτό στην Αθήνα, σε μια από τις τελευταίες μου στιγμές στον πραγματικό κόσμο.
Αν βέβαια, πιστέψω τα εξωφρενικά λεγόμενά του. Αλλά το ένστικτό μου λέει πως τα λόγια του ήταν αληθινά.
Ίσως και να θέλω να πιστέψω πως τα λόγια του είναι αληθινά. Θα ήταν τρομερό αν είχε συμβεί κάτι σε όλους τους κατοίκους της πόλης μου και έχουν εξαφανιστεί. Για κάποιο λόγο, το ενδεχόμενο να έχει συμβεί κάτι μόνο σε μένα, δεν μου φαίνεται τόσο τρομακτικό.
Αλλά μου είπε τόσα λίγα! Το κύριο συναίσθημα που νιώθω, είναι απογοήτευση. Ξεκίνησα έχοντας ελπίδα πως θα μου απαντήσει στα ερωτήματά μου. Πράγματι, απάντησε σε ορισμένα. Αλλά τα λόγια του δημιούργησαν ακόμη περισσότερα.
Και κυρίως τα τελευταία που είπε. Είπε πως πρέπει να περάσω μια δοκιμασία για να καταφέρω να επιστρέψω στον πραγματικό κόσμο. Τι διάολο είναι πάλι τούτο; Πως θα βρω τι είναι;
Και ακόμη κι αν τη βρω και την ολοκληρώσω, γιατί αυτοί οι τύποι να με αφήσουν να βγω από εδώ, αφού με θέλουν τόσο πολύ; Να με μελετούν και να με παρατηρούν;
Και η Μαρία; Αυτή πως βρέθηκε εδώ; Τι θα απογίνει, ακόμη κι αν τα καταφέρω;
Πολλά ερωτήματα μαζί. Αλλά για να τα απαντήσω, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσω τα στοιχεία για τη δοκιμασία και να επιχειρήσω να την ολοκληρώσω.
Ο τύπος που πρωτοσυνάντησα ως πωλητή, μου είπε πως σίγουρα κάτι θα είδα σχετικά με αυτή τη δοκιμασία, στην αρχή. Μάλλον όταν ξύπνησα σε αυτό που νόμιζα πως ήταν το πρωί της Κυριακής.
Μου έρχεται διάθεση να βάλω τα γέλια, όταν σκέφτομαι με τη διάθεση ξεκίνησα τότε, να αλλάξω τις κακές μου συνήθειες και να ξεκινήσω μια νέα ζωή. Με την γνώση που έχω τώρα, εκείνη η άγνοια φαντάζει αφελής σε σημείο που να γίνεται αστεία.
Πόσο ειρωνικό είναι πως η διάθεσή μου έγινε πραγματικότητα. Και μάλιστα όχι μόνο αυτό, αλλά μου ήρθαν και πολύ περισσότερα από όσα ζήτησα!
Ας μην τα σκέφτομαι αυτά. Το κυριότερο που έχω να κάνω, είναι να θυμηθώ τι έκανα και τι είδα εκείνο το πρωί.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι, έφτιαξα καφέ, άναψα τον υπολογιστή (δεν είμαι σίγουρος αν αυτή είναι η σωστή σειρά), έπλυνα μια στοίβα από πιάτα που κοσμούσε το νεροχύτη μου.
Μήπως υπήρχε τίποτε το περίεργο στη στοίβα; Ίσως κάτι που ήταν έξω από τα συνηθισμένα; Όχι, είμαι σίγουρος πως όλα ήταν φυσιολογικά. Εκτός από τα άπλυτα πιάτα που ήταν υπερβολικά πολλά. Αλλά με δεδομένες τις, μερικές φορές, κακές συνήθειες υγιεινής μου, αυτό δεν είναι και τόσο περίεργο.
Μετά από αυτά τι έκανα; Α, ναι. Γυμναστική, έβαλα να ακούσω μουσική και άρχισα να διαβάζω εκείνο το βιβλίο για τη ζωή του Σωκράτη. Εκείνο το βιβλίο μήπως είχε κάτι μέσα σχετικά με τη δοκιμασία; Δεν θυμάμαι να το είχα αγοράσει ποτέ. Μήπως ήταν κάποιο επιπλέον χαρακτηριστικό της εξομοίωσης;
Δεν νομίζω όμως. Ίσως και να ήταν έτσι, αλλά σίγουρα δεν θυμάμαι να περιέχει κάποιο στοιχείο που να ήταν εκτός τόπου. Για καλό και για κακό, θα το κοιτάξω ξανά όταν πάω στο σπίτι μου.
Τι άλλο; Υπήρχε κάτι το διαφορετικό στο σπίτι μου; Κάποια μικρή λεπτομέρεια αλλαγμένη, ίσως; Φέρνω τις εικόνες από τα δωμάτια τη μια μετά την άλλη στο μυαλό μου, αλλά ούτε αυτό φέρνει κάποιο αποτέλεσμα.
Ακολουθώντας μια στροφή του δρόμου, βλέπω πως σχεδόν έχουμε φτάσει ξανά στο αυτοκίνητο. Και ακόμη δεν έχω θυμηθεί τίποτε σχετικό με αυτό που θέλω.
Διάολε! Κάτι θα υπάρχει, σίγουρα! Γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ τι είναι αυτό;
Γιατί να θυμάμαι όλες τις άχρηστες πληροφορίες του κόσμου, σκορ από αγώνες μπάσκετ που πραγματοποιήθηκαν πριν από είκοσι χρόνια αλλά όχι αυτές που είναι πραγματικά σημαντικές;
Ύστερα από μια στροφή ακόμη, βλέπω μπροστά μου και σε απόσταση πενήντα μέτρων το αυτοκίνητό μου. Το μαύρο χάσμα που υπήρχε νωρίτερα και μας ανάγκασε να ανεβούμε το μονοπάτι με το πόδι, δεν υπήρχε πια. Όπως είχε συμβεί και με τη μαύρη επιφάνεια στο ντουλάπι του σπιτιού της Μαρίας, τώρα φαίνονταν σα να μην είχε υπάρξει πότε.
Μαύρη επιφάνεια. Που είδα για πρώτη φορά μαύρη επιφάνεια χωρίς καμία υφή;
Η ερώτηση αυτή μου δημιουργεί κάποιον συνειρμό στο μυαλό. Προς στιγμή, νιώθω πως σχεδόν κατάφερα να ενώσω τις κουκκίδες και να θυμηθώ κάτι σημαντικό, αλλά λίγο πριν το τέλος, η πορεία του μυαλού μου σταμάτησε, με συνέπεια την κατάρρευση του σχηματιζόμενου συλλογισμού.
Αλλά δεν πειράζει, ύστερα από αυτό είμαι σίγουρος πως θα μου ξαναέρθει και αυτή τη φορά, οι κουκκίδες θα ενωθούν μέχρι το τέλος και θα το θυμηθώ.
Φτάνουμε στο αυτοκίνητο. Το ανοίγω και μπαίνουμε μέσα. Κάνω μηχανικά την κίνηση να βάλω τη ζώνη μου και να βάλω το κλειδί στη μίζα. Πριν το γυρίσω ώστε να εκκινήσω το αυτοκίνητο, αποφασίζω να μην το κάνω.
Ποιο το νόημα; Που να πάμε; Από εδώ και πέρα δεν θέλω να κάνω οτιδήποτε στην τύχη. Θεωρώ πως αρκετά διασκεδάσαμε αυτούς που μας κοιτάζουν.
Όχι, οτιδήποτε κάνουμε στη συνέχεια πρέπει να είναι βάσει κάποιου σχεδίου. Δεν θέλω να μείνω άλλο εδώ.
Αλλά πως να οργανώσουμε ένα οποιοδήποτε σχέδιο όταν δεν μου έρχεται κάτι στο μυαλό σχετικά με αυτή την αναθεματισμένη τη δοκιμασία που ανέφερε ο υποτιθέμενος πωλητής;
Γυρίζω και κοιτάζω προς το μέρος της Μαρίας. Δεν ξέρω γιατί το κάνω. Ίσως ελπίζω πως θα μου δώσει κάποια έμπνευση ώστε να θυμηθώ κάτι.
Αυτό δεν γίνεται όμως. Απλά την κοιτάζω και βλέπω πως γυρίζει και με κοιτάζει και αυτή.
Ίσως να δείχνω υπερβολική εμπιστοσύνη σε αυτή. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι παρά ένα μικρό κοριτσάκι. Αν δε μπορώ να σκεφτώ εγώ κάτι, πως μπορώ να αναμένω από αυτή να το κάνει;
«Λοιπόν, τι λες; Έχεις καμία ιδέα για το τι πρέπει να κάνουμε τώρα;» τη ρωτάω.
Κάποιος άλλος ίσως να θεωρούσε τραγικό για έναν ενήλικο άνδρα να ζητάει συμβουλές από ένα παιδάκι λίγο μεγαλύτερο από νήπιο. Αλλά αυτή τη στιγμή που είμαι σαν χαμένος, έτσι ακόμη και η πιο αφελής πρόταση θα είναι ευπρόσδεκτη.
Δεν δίνει απάντηση. Απλά συνεχίζει να με κοιτάζει με τα μάτια της ορθάνοιχτα. Μπορώ να πω πως την καταλαβαίνω. Αν εγώ τα έχω χαμένα με τις αποκαλύψεις αυτού του ανθρώπου, τότε αυτό το παιδάκι πως θα νιώθει;
Κοιτάζω ξανά μπροστά. Δεν ξέρω τι να κάνω. Ίσως τελικά η καλύτερη ιδέα είναι να επιστρέψω στο σπίτι μου και να ελέγξω ξανά τα πράγματα μέσα εκεί. Ίσως καταφέρω με αυτό τον τρόπο να θυμηθώ τι είδα. Αν είδα κάτι.
Αποφασίζω και βάζω εμπρός το αυτοκίνητο.
«Που πάμε;» ρωτάει η Μαρία.
«Στο σπίτι μου», απαντάω. «Θέλω να ελέγξω κάποια πράγματα εκεί». Παρατηρώ πως φαίνεται ξαφνικά πολύ νευρική.
«Μη φοβάσαι, λίγο θα μείνουμε για να δω αυτά που θέλω και μετά θα επιστρέψουμε στο δικό σου», της λέω με όσο πιο καθησυχαστικό ύφος μπορώ.
«Δεν φοβάμαι», μου λέει και από το ύφος της φαίνεται πως το πιστεύει. «Έχω εσένα να με προστατέψεις αν έρθει ο μαύρος άνδρας και δεν τον φοβάμαι».
Ο μαύρος άνδρας.
Εκείνος ο τύπος στο όνειρο που είδα, που αντί για πρόσωπο είχε μαυρίλα. Σαν τη μαυρίλα στο δρόμο και στο ντουλάπι, συνειδητοποιώ ξαφνικά.
Με αυτό τον τύπο συνεπλάκην. Σε ένα πράσινο λιβάδι κοντά σε ένα ποτάμι.
Τόση ώρα, έκανα λάθος. Αυτά που έκανα όταν ξύπνησα, δεν ήταν τα πρώτα που είδα.
Το πρώτο που είδα ήταν το όνειρο στο οποίο αντιμετώπιζα τον άνδρα με το σκοτεινό πρόσωπο.
Ήταν τόσο απλό που χτυπάω το κεφάλι μου γιατί δεν το σκέφτηκα πιο γρήγορα. Μήπως αυτή είναι η δοκιμασία την οποία παιδευόμουν τόση ώρα να βρω;
Δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο. Αυτό το “όνειρο” που είδα είναι η ένδειξη που αναζητούσα. Άρα, πρέπει να πάω στην τοποθεσία που είδα εκεί;
Μάλλον ναι. Αλλά που είναι αυτή η τοποθεσία; Δεν την αναγνώρισα. Πρέπει να είναι μέσα στα όρια της πόλης, αφού παραπέρα δεν μπορώ να πάω εξαιτίας εκείνης της αναθεματισμένης ομίχλης. Που όπως αποδεικνύεται τελικά μπορεί και να μην είναι ομίχλη.
Αλλά αυτό είναι δευτερεύον αυτή τη στιγμή. Θέλω να αναγνωρίσω το μέρος όπου αντιμαχόμουν αυτό το ον στο όνειρό μου.
Γρασίδι και ποτάμι. Είχε και δένδρα σε κάποια πλευρά του λιβαδιού; Ίσως, αλλά δεν θυμάμαι με βεβαιότητα. Στο μυαλό μου έρχεται μόνο ένα μέρος εδώ κοντά που να μοιάζει με αυτό, αλλά δεν είναι και ακριβώς ίδιο με αυτό που είδα.
Πίσω από ένα από τα λύκεια της πόλης, υπάρχει μια τεράστια επίπεδη έκταση. Τελειώνει στα όρια του ποταμού από τη μια πλευρά και από τις άλλες δυο ξεκινάνε χωράφια με ελαιόδεντρα.
Τέτοια ήταν τα δένδρα που υπήρχαν στο όνειρο; Δεν είμαι σίγουρος. Αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο άλλο μέρος εδώ κοντά που να ταιριάζει τόσο πολύ σε αυτό που είδα.
Αποφασίζω πως εκεί πρέπει να πάμε στη συνέχεια. Ακόμη κι αν αποδειχθεί πως δεν είναι το σωστό μέρος, είναι καλύτερο από το να γυρίζουμε εδώ κι εκεί.
Και ίσως αυτό να είναι πράγματι το μέρος που πρέπει να πάμε, ώστε αυτή η απίστευτη περιπέτεια να τελειώσει. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Βλέπω πως η Μαρία έχει αφαιρεθεί να κοιτάζει έξω. Να της πω που πάμε ή να μην της το πω;
Νομίζω πως είναι καλύτερα να μην ξέρει τίποτε. Θα τρομάξει και ίσως να με επηρεάσει να αλλάξω προορισμό. Κι αυτό δεν πρέπει να γίνει. Ελπίζω να έχω καταλάβει σωστά και να είμαστε κοντά στο να δώσουμε ένα τέλος.
Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 21ο



«Ένα από τα πρώτα που κάναμε με επιτυχία» συνέχισε ο άνδρας ύστερα από μια σύντομη παύση, «ήταν να παραβιάσουμε κάποιους λογαριασμούς email της εταιρείας. Για αρκετούς μήνες, δεν είχαν κάνει τίποτε. Κάποια στιγμή, υπέπεσε στην αντίληψή μας ότι άρχισαν να στέλνουν email και να καλούν υποψηφίους για κάποια υποτιθέμενη συνέντευξη. Τότε καταλάβαμε ήταν η στιγμή που ξεκινήσαμε να αναζητούμε αυτούς τους υποψήφιους ώστε να κάνουμε κάτι και να τους σώσουμε».
«Είναι και άλλοι σαν κι εμένα, δηλαδή;» ρωτάω. Στο μυαλό μου έρχεται η ανάμνηση από εκείνον τον διάδρομο με τις πολλές πόρτες που ήταν παρόμοιες με αυτή που οδηγούσε στο σκοτεινό δωμάτιο όπου ήμουν εγώ.
«Ναι. Όχι πολλοί όμως. Κληθήκαν σαν κι εσένα, υποτίθεται να δώσουν συνέντευξη με προοπτική να προσληφθούν στην εταιρεία. Όλοι τους στην ηλικία σου περίπου, άνεργοι και σε όχι πολύ καλή οικονομική κατάσταση».
Κάνω νόημα προς τη Μαρία, η οποία κοιτούσε και άκουγε σα μαγεμένη τον άνδρα να αφηγείται την ιστορία. «Και η μικρή από εδώ;» ρωτάω. «Σίγουρα δεν τη δελεάσανε με προοπτική για εργασία. Πως βρέθηκε εδώ;»
«Αυτό δεν το γνωρίζω. Γενικά, κατάσταση σαν αυτή που έχετε εδώ δεν έχω ξανασυναντήσει. Είναι μοναδική. Δεν ήξερα πως θα έβαζαν δυο άτομα στον ίδιο εικονικό κόσμο. Συνήθως, το κάθε πειραματόζωο είναι μόνο του».
Όλη η ιστορία εξακολουθεί να μου φαίνεται εντελώς εξωπραγματική. Και ακόμη χειρότερα, έχει υπερβολικά πολλά σημεία που είναι αδύναμη.
«Οκ, ας υποθέσω πως μου λες την αλήθεια», λέω, και βλέπω τον συνομιλητή μου να σφίγγεται ξανά. «Τότε που σε συνάντησα στους δρόμους της Αθήνας, γιατί με κυνηγούσες για να μου πουλήσεις εκείνο το μαραφέτι;»
Ο άνδρας ξεφύσησε και πήρε ένα απαξιωτικό ύφος. «Αυτό το μαραφέτι, όπως τόσο υποτιμητικά το χαρακτηρίζεις, ήταν πολύ περισσότερο από όσο έδειχνε. Περιείχε προηγμένο ηλεκτρονικό εξοπλισμό, με σκοπό να κάνει παρεμβολές στα σήματα της εξομοίωσης. Χάρη σε αυτό ήταν που ξύπνησες, έστω και για λίγο. Επίσης, αυτές οι παρεμβολές μου επιτρέπουν να εμφανιστώ μπροστά σου, αυτή τη στιγμή».
Αυτό, ομολογώ πως δεν το περίμενα. Μένω να τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό.
«Με… με κυνηγούσες στο κέντρο της Αθήνας για αυτό το λόγο; Πως ήξερες που θα με βρεις;»
«Ναι, αυτός ήταν ο λόγος που σε είχα πάρει από πίσω. Ήσουν τυχερός. Αν δεν σε είχαν πάρει τηλέφωνο το πρωί εκείνο για να αλλάξουν την ώρα της “συνέντευξης”, δεν θα σε έβρισκα ποτέ».
Κουνάω το κεφάλι μου. Είναι στιγμές που νιώθω πως με κοροϊδεύει με παραμύθια. Μια τόσο τρελή ιστορία δεν μπορεί να είναι τίποτε περισσότερο.
«Και γιατί ήθελες να μου το πουλήσεις και δεν μου το προσέφερες απλά;» ρωτάω.
«Γιατί, αν έρχονταν ένας άγνωστος και σου προσέφερε κάτι δωρεάν, θα το δεχόσουν; Η ιστορία πως έψαχνα να το πουλήσω ήταν πιο πιστευτή». Εντάξει, παραδέχομαι πως αυτό έχει μια λογική. «Πάντως, αν δεν δεχόσουν να το αγοράσεις ούτε με την ελάχιστη τιμή που σου ζήτησα, ήμουν διατεθειμένος να στο χάριζα».
«Ναι, ε; Κι όλο αυτό το κόλπο, γιατί; Πιο απλό δεν θα ήταν να με πιάσεις και να μου πεις την αλήθεια, ώστε να μην πάω καθόλου;»
«Αν ξεκινούσα να σου λέω αυτά τα πράγματα ενώ ήμασταν στο δρόμο, πιο θεωρείς πιο πιθανό ενδεχόμενο; Πως θα πίστευες πως λέω αλήθεια; Ή πως είμαι τρελός ή έχω κάποιο προσωπικό συμφέρον με το να σε αποτρέψω από το να εμφανιστείς στη συνέντευξη; Θα μπορούσα με λόγια να σε εμποδίσω να πας σε μια συνέντευξη για μια δελεαστική προοπτική;»
Η αλήθεια είναι πως όχι. Και σε αυτό έχει δίκιο. Κάνω νόημα πως συμφωνώ και τον αφήνω να συνεχίσει.
Δεν συνεχίζει όμως. Τον βλέπω να κοιτάζει τριγύρω και να παίρνει ένα ανήσυχο ύφος.
«Τι έγινε; Τι έπαθες ξαφνικά;» ρωτάω.
«Δεν έχουμε πολύ χρόνο», απαντάει και η ένταση στη φωνή του είναι έκδηλη.
«Τι εννοείς; Τι συμβαίνει;» Νιώθω κι εγώ μια ανησυχία με τα λόγια του. Η Μαρία μου πιάνει το χέρι και το κρατάει σφιχτά. Μάλλον το αισθάνεται κι αυτή.
Ο άνδρας κάνει μια ξαφνική κίνηση και με τα δυο του χέρια με αρπάζει από τον γιακά.
«Άκουσέ με!» λέει, σχεδόν φωνάζοντας. «Το πρώτο πράγμα που είδες, όταν ξεκίνησε η εξομοίωσή σου, μετά από τη συνέντευξη, ποιο ήταν;»
Απλό είναι αυτό.
«Ξύπνησα στο σπίτι μου από το ξυπνητήρι!» απαντάω. Τον βλέπω πως κουνάει το κεφάλι του.
«Όχι, δεν κάνει αυτό», μονολογεί. «Από όσο έχω δει, στην αρχή πάντα σου δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο μπορείς τελικά να βγεις και να επανέλθεις στον κανονικό κόσμο, αν το επιθυμήσεις. Μέσα στο σπίτι σου, αυτό δεν θα έγινε. Η μήπως γίνεται;» Φαίνονταν πως μιλούσε μόνος του.
«Για περίμενε, μισό λεπτό», τον διακόπτω. «Υπάρχει τρόπος να βγεις από εδώ; Ποιος είναι αυτός; Και αφού υπάρχει, γιατί να στήσεις όλο αυτό το σκηνικό;»
«Υπάρχει τρόπος», μου απαντάει. «Πάντα υπάρχει κάποιου είδους δοκιμασία, που αν το πειραματόζωο την περάσει, θα είναι ελεύθερο να επιστρέψει στον πραγματικό κόσμο. Αυτό είναι χρήσιμο, σε περίπτωση που η δράση της εταιρείας αποκαλυφθεί στο ευρύ κοινό. Οι άνθρωποί της θα μπορούν να ισχυριστούν πως τα πειραματόζωα μένουν μέσα στο πείραμα με την θέλησή τους. Δεν είναι στην πραγματικότητα παγιδευμένοι, αλλά είναι στο χέρι τους να ελευθερωθούν αν το επιθυμήσουν».
Παρατηρώ πως αρθρώνει τις λέξεις με γρήγορο ρυθμό και κοιτάζει συνεχώς σε διάφορα σημεία γύρω του. Φαίνεται ανυπόμονος. «Βέβαια, τα πρώτα στοιχεία εμφανίζονται στην αρχή, όταν τα πειραματόζωα είναι μπερδεμένα ακόμη και δεν έχουν καταλάβει πως κάτι συμβαίνει. Είναι πολύ πιθανό να μην τους δώσουν καμία σημασία. Ακόμη κι αν βρεθούν αντιμέτωποι με τη δοκιμασία, είτε τυχαία είτε επειδή παρατήρησαν τα στοιχεία, μπορεί να μην καταφέρουν να την ολοκληρώσουν. Ακόμη χειρότερα, ενδέχεται να πειστούν πως είναι καλύτερο να μην το προσπαθήσουν καν».
Το πειραματόζωο ενδέχεται να μην καταφέρει να ολοκληρώσει τη δοκιμασία. Σαν ένα αναθεματισμένο ηλεκτρονικό παιχνίδι, όπου πρέπει να λύσεις γρίφους ή να σκοτώσεις κάποιον συγκεκριμένο αντίπαλο για να περάσεις στο επόμενο επίπεδο.
Τώρα, είμαι ο πρωταγωνιστής στο δικό μου ηλεκτρονικό παιχνίδι. Μόνο που αυτή η κατάσταση ξεκίνησε χωρίς να το θελήσω.
«Πρέπει να φύγω», λέει ξαφνικά ο άνδρας. «Θυμήσου τι είδες και τι ένιωσες στην αρχή, όταν ξεκίνησες να ζεις την εξομοίωση. Κάντο γρήγορα! Και έχε υπόψη πως θα κάνουν ό, τι μπορούν για να σε κρατήσουν μέσα!»
Με το που λέει αυτά τα λόγια, πετάγεται όρθιος. Αρχίζει να τρέχει με κατεύθυνση προς την εκκλησία. Μένω αποσβολωμένος για δυο δευτερόλεπτα. Ύστερα αφήνω το χέρι της Μαρίας και σηκώνομαι κι εγώ με σκοπό να τον ακολουθήσω. Αυτός έχει ήδη φτάσει στο πλάι του ναού και χάνεται πίσω του. Σχεδόν αμέσως, φτάνω κι εγώ. Κοιτάζω από την πίσω πλευρά, τίποτε. Ούτε ίχνος από τον άνδρα. Κάνω τρέχοντας το γύρο του ναού. Κανένα αποτέλεσμα.
Είναι σα να εξαφανίστηκε εντελώς. Νιώθω απογοήτευση και αγανάκτηση ταυτόχρονα. Δίνω ένα δυνατό χτύπημα στον τοίχο του ναού με τη γροθιά μου.
Γυρίζω πίσω στο παγκάκι όπου καθόμουν, με αργά βήματα και με κατεβασμένο το κεφάλι. Βλέπω πως και η Μαρία φαίνεται πολύ  στεναχωρημένη. Πηγαίνω και κάθομαι ξανά δίπλα της. Γυρίζει το κεφάλι της και με κοιτάζει. Το ύφος της φαίνεται να λέει πως περιμένει από μένα ένα λόγο που να την παρηγορήσει, οτιδήποτε.
Απλώνω το χέρι και της χαϊδεύω τα μαλλιά. Τη χαμογελάω με σκοπό να την εμψυχώσω. Γιατί δεν έχω λόγια παρηγοριάς να δώσω αυτή τη στιγμή.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 20ο



Ο άνδρας κατεβάζει το κεφάλι. Μένει σε αυτή τη θέση να σκέφτεται για αρκετή ώρα. Φαίνεται σαν να μην είναι σίγουρος για πως να ξεκινήσει. Αποφασίζω να τον βοηθήσω κάνοντας μια ερώτηση. Έτσι, θα επιβεβαιώσω αν μια υποψία που έχω εδώ και πολλή ώρα είναι πραγματική.
Ή θα επιβεβαιώσω πως είμαι παρανοϊκός. Σίγουρα ίσχυε το ένα από τα δυο.
«Το μέρος που είμαστε τώρα», ξεκινάω να λέω και παρατηρώ πως σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει προς το μέρος μου με ενδιαφέρον. Αυτό με εμψυχώνει για να συνεχίσω. «Αυτό το μέρος εδώ, όλα… θα ακουστεί τρελό, αλλά νομίζω πως δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα». Τον βλέπω πως συνεχίζει να με κοιτάζει χωρίς να μιλάει.
«Εννοώ, πως τα αναγνωρίζω και ξέρω πως υπάρχουν. Αλλά πιστεύω πως δεν είμαι εδώ στην πραγματικότητα».
Ο τύπος χαμογελάει ξανά με αυτό το απαίσιο χαμόγελό του και το δόντι του που λείπει.
«Πολύ παρατηρητικό εκ μέρους σου. Συγχαρητήρια, έχεις καταλάβει σωστά. Νομίζω πως οι πιο πολλοί στη θέση σου δεν θα είχαν καταλάβει τίποτα ακόμη», μου λέει με επαινετικό ύφος.
Ξαφνικά, νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει πολύ γρήγορα. Παρά το ότι εδώ και ώρα ένιωθα σίγουρος πως αυτό είναι αλήθεια, η επιβεβαίωση με συγκλόνισε. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσω.
«Και που βρίσκομαι – βρισκόμαστε τότε;» ρωτάω. Αν και νιώθω πως γνωρίζω την απάντηση και αυτής της ερώτησης.
«Στην πραγματικότητα, και οι δυο σας – » λέει, κοιτώντας εναλλάξ εμένα και τη Μαρία, «αυτή τη στιγμή βρίσκεστε ναρκωμένοι σε δυο μικρά σκοτεινά δωμάτια, σε ένα κτήριο που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας».
Ακούω τη Μαρία να βγάζει έναν μικρό ήχο. Την κοιτάζω και βλέπω πως κοιτάζει τον άνδρα με ορθάνοιχτα μάτια και τρομοκρατημένο βλέμμα.
Υποθέτω πως και το δικό μου βλέμμα θα φαίνεται παρόμοιο σε κάποιον παρατηρητή.
«Το γραφείο όπου είχα πάει για εκείνη την καταραμένη συνέντευξη», συμπεραίνω και τον βλέπω να γνέφει καταφατικά.
«Αλλά πως, γιατί γίνονται όλα αυτά;» ρωτάω και σηκώνω τα χέρια μου, δείχνοντας τριγύρω. «Ποιον σκοπό εξυπηρετούν;»
Ο τύπος κοιτάζει τριγύρω. Το βλέμμα του στάθηκε για λίγο στην εκκλησία, στο ρυάκι, στο παγκάκι. Ύστερα στρέφει ξανά την προσοχή του στη Μαρία και σε μένα.
«Ο χώρος στον οποίο βρισκόμαστε είναι μια εξομοίωση υπολογιστή. Μην απορείς για την τελειότητά της, βασίζεται σε τεχνολογία την οποία το ευρύ κοινό θα γνωρίσει σε αρκετά χρόνια από τώρα», είπε, βλέποντας το βλέμμα που του έριξα και προλαβαίνοντας τις ερωτήσεις μου. «Τα σώματά σας είναι ναρκωμένα και ακίνητα, αλλά τα μυαλά σας είναι μέσα στην εξομοίωση και τη ζούνε. Η εξομοίωση στέλνει ερεθίσματα στον εγκέφαλό σας και εσείς τα αντιλαμβάνεστε ως ερεθίσματα που προέρχονται από τις πέντε αισθήσεις σας. Υπάρχουν ταινίες επιστημονικής φαντασίας που περιγράφουν το ίδιο πράγμα, αν αυτό σε βοηθήσει να καταλάβεις περί τίνος μιλάω».
Γνέφω καταφατικά. Πράγματι κατάλαβα την έννοια στην οποία αναφέρθηκε.
«Ποιος ο σκοπός όμως;» ρωτάω. «Δεν πιστεύω να έγινε κάποιος πόλεμος μεταξύ ανθρώπων και μηχανών, να κερδίσανε οι μηχανές και να μας έχουν υποδουλώσει!»
«Φυσικά και όχι!» λέει ο τύπος και τον πιάνουν ξανά τα γέλια. Σύντομα ηρεμεί ξανά και συνεχίζει να μιλάει. «Όχι, ο κόσμος συνεχίζει κανονικά. Έχουν περάσει μόνο δυο μέρες από τότε που σε κυνηγούσα στο κέντρο της Αθήνας για να σου δώσω εκείνο το αντικείμενο».
Η τελευταία πρόταση μου δημιουργεί νέες ερωτήσεις, αλλά αποφασίζω να τις κρατήσω για αργότερα.
«Στην πραγματικότητα, η εξομοίωση αυτή εξυπηρετεί όχι έναν, αλλά δυο σκοπούς. Ο πρώτος και κυριότερος σκοπός, είναι πως αποτελεί μέλος ενός πειράματος», συνέχισε.
«Πείραμα; Τι είδους πείραμα;» ρωτάω.
«Σκοπός του πειράματος είναι η μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, σε πρωτόγνωρες αλλά ελεγχόμενες συνθήκες. Τα πειραματόζωα δεν γνωρίζουν πως είναι σε πείραμα και συνεχίζουν να λειτουργούν κανονικά. Δηλαδή, όσο κανονικά τους επιτρέπεται. Αυτοί που κάνουν το πείραμα, ανά τακτά χρονικά διαστήματα τους βάζουν νέες προκλήσεις και οι αντιδράσεις των πειραματόζωων παρακολουθούνται και ελέγχονται».
Με αυτή την αποκάλυψη ανατριχιάζω, καθώς θυμάμαι πως χθες είχα παρομοιάσει την κατάστασή μου με αυτή ενός ποντικιού χαμένου σε έναν λαβύρινθο, με μια ομάδα από περίεργους επιστήμονες να το κοιτάζουν από ψηλά.
Πόσο δίκιο είχα, τελικά!
Σύντομα ανακτώ την ψυχραιμία μου. Θέλω να μάθω ακόμη περισσότερα.
«Και ο δεύτερος σκοπός; Ποιος είναι;»
«Τα χρήματα. Υπάρχουν άνθρωποι που πληρώνουν, και μάλιστα αδρά, για να παρακολουθούν τη ζωή των πειραματόζωων μέσα στον εικονικούς κόσμους. Σε αυτούς, αυτό που βλέπουν μοιάζει με μια ταινία δράσης, μόνο που οι πρωταγωνιστές της ταινίας αυτής πιστεύουν πως τα ζούνε στ’ αλήθεια. Φαίνεται πως αυτό τους προσφέρει συγκινήσεις που ο κινηματογράφος δε μπορεί να πλησιάσει. Είναι μια πολύ επικερδής εταιρεία, να το ξέρεις. Και πολύ ισχυρή, επίσης».
Νιώθω την καχυποψία να φουντώνει μέσα μου. «Εσύ πως τα ξέρεις όλα αυτά, αλήθεια; Πως βρέθηκες εδώ μέσα; Πως μπορείς να μου αποδείξεις πως δεν είσαι κάποιο τέχνασμα αυτών που ελέγχουν τον κόσμο εδώ;» ρωτάω.
Ο τύπος σηκώνει τα χέρια του ψηλά. «Στην πραγματικότητα, δεν μπορώ να σου αποδείξω τίποτε», παραδέχεται. «Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να σου πω τα γεγονότα όπως τα ξέρω και να σε συμβουλεύσω. Εσύ θα αποφασίσεις αν θα ακολουθήσεις τις συμβουλές μου ή όχι».
Δεν είμαι απόλυτα ικανοποιημένος από αυτή την απάντησή του, αλλά δε διακρίνω να έχω και κάποια άλλη επιλογή. Δεν μιλάω, απλά του κάνω νόημα να συνεχίσει.
«Όσον αφορά την πρώτη ερώτησή σου, το ξέρω γιατί πρόσφατα στο παρελθόν βρέθηκα στην ίδια θέση με σένα. Η Αθήνα δεν είναι το πρώτο μέρος όπου αυτοί οι άνθρωποι έστησαν αυτή την επιχείρηση. Έχουν διαλέξει διάφορα μέρη στο κόσμο, με προτίμηση χώρες που έχουν μεγάλη ανεργία και φτώχεια. Και σε ένα μέρος, με είχαν και μένα ως πειραματόζωο».
«Εσύ όμως, κατάφερες να ξεφύγεις από το πείραμά σου», συμπέρανα.
«Ναι, ήμουν τυχερός. Ήμουν από τα πρώτα πειράματα και η εξομοίωση εμφάνιζε αρκετά σφάλματα. Επιφάνειες χωρίς κάποια υφή που εμφανίζονταν απλά μαύρες, ήχοι που είναι λανθασμένοι, τέτοια πράγματα. Ήταν εύκολο να καταλάβεις πως κάτι πάει στραβά με τον κόσμο γύρω σου. Και ήμουν διπλά τυχερός, αφού οφείλω την ελευθερία μου σε μια διακοπή ρεύματος στο κτήριο όπου με φυλούσαν. Η έλλειψη ηλεκτρισμού σταμάτησε την εξομοίωση και επανήλθα στον πραγματικό κόσμο, και τα σφάλματα που παρουσιάζονταν με βοήθησαν στο να καταλάβω την αλήθεια».
Έμεινα για λίγο, να σκέφτομαι τα λόγια του. «Αν έχουν έτσι τα πράγματα, αληθινά ήσουν πολύ τυχερός που έτυχαν αυτά και τους ξέφυγες».
Ο άνδρας χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά. «Το ξέρω. Και αφού ξύπνησα, κατάφερα να αποδράσω και από το κτήριο όπου με κρατούσαν. Αυτό συνέβη ένα χρόνο νωρίτερα».
«Απίστευτο!» αναφώνησα, εισπράττοντας ένα βλέμμα γεμάτο περιέργεια. «Εννοώ, μου κάνει τρομερή εντύπωση το γεγονός πως αυτά γίνονται για τόσο καιρό και κανείς δεν ξέρει τίποτα. Δε μίλησες με τις διωκτικές αρχές;»
Ο άνδρας πήρε ένα θλιμμένο ύφος. «Εσύ τι λες, να άφηνα τους ανθρώπους που με απήγαγαν ήσυχους; Φυσικά και πήγα στην αστυνομία. Δυστυχώς όμως, ήμουν υπερβολικά ειλικρινής στην μαρτυρία μου. Τα αφηγήθηκα όλα όσα έζησα, χωρίς να παραλείψω την παραμικρή λεπτομέρεια».
«Αλλά δεν πίστεψαν λέξη από όσα είπες», συμπέρανα.
«Έτσι ακριβώς είναι. Οι πιο ευγενικοί, απλά υπαινίχθηκαν πως πρέπει να κοιταχτώ σε κάποιον γιατρό. Άλλοι, απλά με πέταξαν έξω από τα τμήματα, με βρισιές για τον βλαμμένο που σπαταλάει τον χρόνο τους λέγοντάς τους παραμύθια».
«Εντάξει, πρέπει να παραδεχθείς πως η ιστορία που τους διηγήθηκες ήταν υπερβολικά τρελή. Δεν είχαν εντελώς άδικο που δεν την πιστέψανε».
Τα μάτια του άνδρα αστράφτουν σε ένα στιγμιαίο ξέσπασμα θυμού. Σχεδόν αμέσως φαίνεται να ηρεμεί ξανά. «Έχεις δίκιο σε αυτό που λες», λέει με σιγανή φωνή.
«Και μετά, τι έκανες;» ρωτάω. Η ιστορία του ανθρώπου αυτού μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα και θέλω να την ακούσω ολόκληρη.
«Ύστερα, σκέφτηκα πως αφού η αστυνομία δεν πρόκειται να ασχοληθεί με αυτή την υπόθεση, ίσως ασχολούνταν ο τύπος. Προσέγγισα τον διαχειριστή ενός μεγάλου blog ειδήσεων. Αφηγήθηκα και σε αυτόν τα ίδια. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και μου είπε πως θα το έψαχνε και αυτός με τις διασυνδέσεις του».
Εδώ κάνει μια παύση, σα να προσπαθεί να ανακαλέσει μια επώδυνη ανάμνηση.
«Δυο μέρες μετά, διάβασα σε εφημερίδα πως σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα».
«Και πιστεύεις πως οι απαγωγείς σου… μας… είχαν να κάνουν με αυτό το ατύχημα;» ρωτάω.
«Αυτό πιστεύω. Αλλά το πιο πιθανό είναι πως δεν θα μάθω ποτέ την αλήθεια με βεβαιότητα», απαντάει. «Παρ’ όλα αυτά, πείσμωσα μετά από αυτό. Προσέγγισα κατάλληλους ανθρώπους – μη με ρωτήσεις, δεν πρόκειται να σου πω», προσθέτει, βλέποντας την απορία να σχηματίζεται στο βλέμμα μου. «Θυμήσου πως είμαστε μέσα σε έναν εικονικό κόσμο που ελέγχεται από αυτούς τους ανθρώπους. Έχω λάβει τα μέτρα μου και δεν πιστεύω πως μπορούν να μας δουν αυτή τη στιγμή, αλλά ούτε και μπορώ να είμαι σίγουρος. Αυτοί οι άνθρωποι με πιστέψανε και μαζί ξεκινήσαμε την προσπάθεια να αποκαλύψουμε τις δράσεις αυτής της εταιρείας».
Σε αυτό το σημείο κάνει ξανά μια στάση. Τον περιμένω να συνεχίσει. Νιώθω πως η υπομονή μου αρχίζει να εξαντλείται. Όσα μου λέει είναι ενδιαφέροντα, αλλά θέλω να μου πει και πράγματα σχετικά με το τι πρέπει να κάνω εγώ!

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Έρημη Πόλη: Κεφάλαιο 19ο



«Πως θα το περάσουμε αυτό;» ακούω τη Μαρία να ρωτάει. Σκέφτομαι πως αυτό είναι μια καλή ερώτηση. Με το αυτοκίνητο, σίγουρα δεν γίνεται. Βγαίνουμε από μέσα και πλησιάσουμε πεζοί, ώστε να εξετάσουμε πιο καλά το νέο μυστήριο που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μας. Για καλό και για κακό, παίρνω μαζί μου το όπλο και τα φυσίγγια.
Έχω πάψει να εκπλήσσομαι με καθετί περίεργο που συναντώ από χθες το πρωί. Σε άλλη περίπτωση, σίγουρα θα καθόμουν να αναλογιστώ την αιτία της δημιουργίας αυτού του χάσματος που διασχίζει το δρόμο. Δεν είναι πολύ πλατύ, ίσως εξήντα ή εβδομήντα εκατοστά. Άνετα μπορούμε να περάσουμε από πάνω του. Το αυτοκίνητο είναι σίγουρο πως θα κολλήσει εκεί. Άρα, όσο προχωρήσαμε με αυτό, προχωρήσαμε. Από εδώ και κάτω μόνο με τα πόδια μπορούμε να συνεχίσουμε.
Είναι περίεργο, όμως. Καθώς το κοιτάζω, μου δημιουργείται η ίδια αίσθηση που είχα όταν αντίκριζα εκείνη την σκοτεινή επιφάνεια, μέσα στη ντουλάπα του σπιτιού της Μαρίας. Κατεβάζω το πόδι μου και διαπιστώνω πως δεν πρόκειται απλά για μια επιφάνεια που είναι βαμμένη μαύρη, αλλά πράγματι είναι κενό.
Κενό. Απόλυτο, μαύρο κενό. Σα να ξεφλουδίστηκε ο κόσμος όπως μας τον εμφανίζουν οι αισθήσεις μας και να αποκαλύφθηκε το κενό που υπάρχει από πίσω του. Κρυμμένο καλά, αυτό που μας περιμένει όλους μας.
Αν συνέβαινε να το αντιμετωπίσω κάποια άλλη στιγμή, ίσως αφιέρωνα χρόνο να σκεφτώ τις μεταφυσικές προεκτάσεις αυτού του γεγονότος. Τώρα όμως, δεν έχω ούτε διάθεση, ούτε υπομονή να καθυστερήσω με αυτές τις σκέψεις. Το έδαφος στην άλλη πλευρά του χάσματος φαίνεται εξίσου στέρεο με αυτό από την από εδώ πλευρά. Έτσι, κάνω ένα βήμα και περνάω από πάνω του.
Γυρίζω προς την κατεύθυνση από όπου ήρθα και βλέπω πως η Μαρία διστάζει να επιχειρήσει να περάσει το χάσμα. Απλώνω το χέρι μου προς το μέρος της να την ενθαρρύνω.
«Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτα το τρομερό. Μπορείς να το περάσεις άνετα κι εσύ. Έλα, Δώσε μου το χέρι σου να σε κρατάω», της λέω. Αυτή με υπακούει, αν και με δισταγμό. Την πιάνω και τη βοηθάω να περάσει κι αυτή. Κοιτάζω το μονοπάτι που ελίσσεται σαν φίδι, ανεβαίνοντας την πλαγιά του λόφου.
Θα πρέπει να το ανεβούμε με τα πόδια. Η διαδρομή θα μας πάρει τουλάχιστον είκοσι λεπτά.
Ίσως και περισσότερο, αφού όταν την κάλυπτα μέσα σε ένα εικοσάλεπτο, δεν είχα μαζί μου ένα μικρό κοριτσάκι και δεν είχα και τον τραυματισμό…
…μόλις συνειδητοποίησα πως το τραυματισμένο πόδι μου δεν με έχει ενοχλήσει καθόλου όλη τη μέρα. Το πρωί, την ώρα που ξύπνησα, τι έκανε; Δεν μπορώ να θυμηθώ με βεβαιότητα. Σίγουρα όμως, από την ώρα που φύγαμε από το σπίτι της Μαρίας, δεν με έχει ενοχλήσει καθόλου. Κι ας έχω περπατήσει μεγάλη απόσταση. Το φυσιολογικό θα ήταν, να με πονάει πολύ σε κάθε μου βήμα.
Ανασηκώνω τους ώμους. Άλλο ένα παράξενο που ίσως βρει απάντηση κάποια στιγμή.
«Λοιπόν, έχουμε περπάτημα από εδώ και μπρος», λέω στη Μαρία. «Μπορείς να το καταφέρεις;»
«Φυσικά!» αναφωνεί και με κοιτάζει γουρλώνοντας τα μάτια της. Δείχνει να νιώθει μεγάλη έκπληξη. «Δεν είμαι μικρή!»
Στο άκουσμα του τελευταίου σχόλιού της, με δυσκολία κρατήθηκα να μην γελάσω. Παρά την προσπάθεια που έκανα όμως, ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου.
«Ό, τι πείτε, μεγάλη κυρία!» είπα και έκανα μια υπόκλιση. Το χαμόγελο μετατράπηκε σε γέλιο. Η Μαρία μούτρωσε.
«Ας ξεκινήσουμε», είπα και στάθηκα ξανά στητός. Το ύφος μου σοβάρευσε ξανά. «Έχουμε αρκετή απόσταση να περπατήσουμε».

Τελικά μας πήρε πολύ παραπάνω από είκοσι λεπτά για να φτάσουμε στο ξωκλήσι. Δεν είχα υπολογίσει πως η Μαρία θα σταματούσε και θα χάζευε πολλά από τα δένδρα που ήταν διάσπαρτα και από τις δυο πλευρές του δρόμου. Άπλωνε τα χεράκια της και περιεργάζονταν τα δένδρα και τα λουλούδια.
Μια φορά μάλιστα, πήγε υπερβολικά κοντά σε μια απότομη κατηφόρα, στην προσπάθειά της να φτάσει και να περιεργαστεί ένα ακόμη λουλούδι. Ευτυχώς που πρόλαβα και την έπιασα, λίγο πριν χάσει την ισορροπία της και φύγει προς τα κάτω.
Και η ανάβαση καθαυτή ήταν άνετη. Δεν είχε πολύ κρύο και ο ήλιος φώτιζε και ζέσταινε ευχάριστα τον τόπο. Θα ήταν μια ευχάριστη βόλτα, αν δεν είχα το νου μου τόσο πολύ στον προορισμό μας.
Και κυρίως, στο τι θα μάθαινα και ποια από τα συμπεράσματά μου θα επαληθεύονταν.
Τελικά, φτάσαμε στο ξωκλήσι. Είναι τοποθετημένο γύρω στα πενήντα μέτρα απόσταση εκτός του δρόμου τον οποίο ακολουθούσαμε, χτισμένο σε έναν σκαμμένο, επίπεδο χώρο. Παντού τριγύρω ο χώρος είναι γεμάτος πεύκα. Όπως ερχόμαστε, το ξωκλήσι είναι τοποθετημένο στα δεξιά. Στην αριστερή πλευρά υπάρχει μια σειρά από μεγάλα, ξύλινα παγκάκια και στο βάθος μια πέτρινη βρύση.
Η Μαρία αφήνει το χέρι μου και φεύγει μπροστά, με κατεύθυνση προς την βρύση. Την αφήνω. Από όσο ξέρω, το νερό που βγαίνει προέρχεται κατευθείαν από το βουνό και είναι καθαρό. Εγώ ο ίδιος έχω πιεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των περιπάτων μου. Μόνο ένας κίνδυνος υπάρχει.
«Αν διψάς και θες να πιείς, κάντο αργά και με μικρές γουλιές. Να μην σε πονέσει ο λαιμός σου», της φωνάζω. Γυρίζει προς το μέρος μου, κάνει ένα μικρό νόημα πως συμφωνεί και συνεχίζει μπροστά.
Εγώ δεν έχω το νου μου στη βρύση και στο νερό. Κοιτάζω τριγύρω, αναζητώντας αυτόν τον άνθρωπο που μας έφερε εδώ. Δεν υπάρχει κάποιο σημάδι. Κάνω το γύρο της εκκλησίας με το όπλο μου προτεταμένο. Η πόρτα είναι κλειδωμένη με ένα χοντρό λουκέτο. Δεν υπάρχει σημάδι κάποιας άλλης ανθρώπινης ύπαρξης. Πηγαίνω και ελέγχω το ρυάκι που ξεκινάει από τη βρύση και κατηφορίζει την πλαγιά. Ούτε εκεί διακρίνω κάτι.
Νιώθω μια ξαφνική απογοήτευση να με καταβάλλει. Ήρθαμε μέχρι εδώ χωρίς λόγο; Με αργά, βαριά βήματα κατευθύνομαι προς ένα από τα παγκάκια. Σωριάζομαι πάνω. Απλώνω τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι και βάζω το κεφάλι μου πάνω τους.
Από τα δεξιά μου ακούω βήματα να με πλησιάζουν. Χωρίς να κοιτάξω, καταλαβαίνω πως είναι η Μαρία που έρχεται κοντά μου, από τη βρύση. Χωρίς να μιλήσει, έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Δεν γυρίζω να την κοιτάξω. Κρατάω το κεφάλι μου πάνω στο τραπέζι. Δεν θέλω να το σηκώσω. Δεν θέλω να μιλήσω με κανέναν και δεν θέλω να κοιτάξω τίποτε.
«Καλώς τους», ακούω ξαφνικά μια γνώριμη φωνή, προερχόμενη από πίσω μου. Με τρομάζει και πετάγομαι όρθιος. Γυρίζω και βλέπω εκείνον τον ταλαιπωρημένο πωλητή να στέκεται μπροστά μου, έχοντας τα χέρια του μέσα στις τσέπες από τα παντελόνια του.
Ξεκρεμάω από τον ώμο μου το όπλο και το φέρνω στο πλάι της μέσης μου. Σημαδεύω προς το μέρος όπου στέκονταν. Το μόνο που κάνει ως απάντηση, είναι να ξεκαρδιστεί στα γέλια. Αυτή η αντίδρασή του με αποκαρδιώνει.
«Βάλ’ το… αυτό… εκεί που… ήταν… πριν… χτυπήσεις… κανέναν!» καταφέρνει να ψελλίσει, τις λίγες φορές που παίρνει ανάσα ανάμεσα στα γέλια του. Το δόντι που λείπει, κυριολεκτικά λάμπει δια της απουσίας του.
Η οργή μου φουντώνει. Ποιος είναι αυτός που μας ειρωνεύεται έτσι; Τι θέλει;
«Σε συμβουλεύω να σταματήσεις να γελάς σύντομα και να μου πεις γιατί είπες στη μικρή να έρθουμε εδώ», του λέω με φωνή υπερβολικά ήρεμη. Σηκώνω το όπλο και τον σημαδεύω στο πρόσωπο. Νιώθω πως η Μαρία έχει έρθει δίπλα μου και έχει αγκαλιάσει σφιχτά το ένα μου πόδι. Υποθέτω πως φοβάται πολύ αυτή τη στιγμή.
«Κι όσο συντομότερα σταματήσεις, τόσο το καλύτερο για σένα», του λέω με την ίδια ήρεμη φωνή. Αμέσως μετάνιωσα για την απειλή που ξεστόμισα. Παρά την επιφανειακή ηρεμία μου, μέσα μου έτρεμα στην προοπτική να μη με υπάκουγε. Δεν είχα κανέναν σκοπό να τον πυροβολήσω.
Βλέπω πως η απειλή μου μάλλον αποδίδει καρπούς, καθώς ο άνδρας αυτός σταματάει σταδιακά να γελάει. Με κοιτάζει με ένα σοβαρό ύφος στο πρόσωπό του.
«Κι εγώ σε συμβουλεύω, να μην απειλείς κάποιον αν δεν έχεις σκοπό να πραγματοποιήσεις την απειλή σου», λέει και η φωνή του ακούγεται βροντερή.
Προφανώς κατάλαβε τη μπλόφα μου. Κατεβάζω το όπλο, αφού δεν έχει νόημα να τον σημαδεύω πλέον. Και οι δυο ξέρουμε πως δεν πρόκειται να πατήσω τη σκανδάλη.
«Και ούτως ή άλλως, δεν θα κέρδιζες τίποτα με το να με πυροβολούσες», συνεχίζει ο άνδρας, με πιο ήπιο τόνο αυτή τη φορά. «Δεν συγκαταλέγομαι ανάμεσα στους εχθρούς σου».
Η τελευταία παρατήρηση μου κεντρίζει το ενδιαφέρον. «Ποιους εχθρούς έχω; Σε τι πράγμα αναφέρεσαι;» ρωτάω.
Τον βλέπω να παίρνει μια βαθιά ανάσα και ένα συλλογισμένο ύφος στο πρόσωπό του.
«Μάλλον πρέπει να σου τα εξηγήσω από την αρχή. Αλλιώς, φοβάμαι πως θα μπερδευτείς ακόμα χειρότερα», λέει ύστερα από αρκετή ώρα αναμονής.
«Νομίζω πως αυτό όντως θα είναι το καλύτερο να κάνεις», συμφωνώ.